Μεταστροφές στην Ορθοδοξία - Greek Flowers of Orthodoxy 29

 


https://orthodoxsmile.blogspot.com

Orthodox Smile - Ορθοδοξία







Μεταστροφές στην Ορθοδοξία

Greek Flowers of Orthodoxy 29


ORTHODOX CHRISTIANITY – MULTILINGUAL ORTHODOXY – EASTERN ORTHODOX CHURCH – ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ – ​SIMBAHANG ORTODOKSO NG SILANGAN – 东正教在中国 – ORTODOXIA – 日本正教会 – ORTODOSSIA – อีสเทิร์นออร์ทอดอกซ์ – ORTHODOXIE – 동방 정교회 – PRAWOSŁAWIE – ORTHODOXE KERK -​​ නැගෙනහිර ඕර්තඩොක්ස් සභාව​ – ​СРЦЕ ПРАВОСЛАВНО – BISERICA ORTODOXĂ –​ ​GEREJA ORTODOKS – ORTODOKSI – ПРАВОСЛАВИЕ – ORTODOKSE KIRKE – CHÍNH THỐNG GIÁO ĐÔNG PHƯƠNG​ – ​EAGLAIS CHEARTCHREIDMHEACH​ – ​ ՈՒՂՂԱՓԱՌ ԵԿԵՂԵՑԻՆ​​ / Abel-Tasos Gkiouzelis - https://gkiouzelisabeltasos.blogspot.com - Email: gkiouz.abel@gmail.com - Feel free to email me...!

♫•(¯`v´¯) ¸.•*¨*
◦.(¯`:☼:´¯)
..✿.(.^.)•.¸¸.•`•.¸¸✿
✩¸ ¸.•¨ 




Γέροντας Σάββας Καψαλιώτης: «Μιά ἡμέρα ζύμωνα ψωμί, ἔρχεται ἕνας νεαρός ἀντάρτης ὁπλισμένος καί μέ ρωτοῦσε γία τήν Ἐκκλησία...
—Ποῦ τόν εἴδατε τό Θεό;
Ἐγώ τοῦ εἶπα πολλά, ὅ,τι μέ φώτισε ὁ Θεός, ἐκεῖνος ἀντέλεγε. Μετά ἔφυγε καί ἐκεῖ στό παρεκκλήσι βλέπει μιά νεκρή πεταλούδα, ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι εἶναι νεκρή, εἶπε:
—Θεέ, ἄν ὑπάρχης, ἄς πετάξη...
Καί ὤ τοῦ θαύματος! Ἡ πεταλούδα σηκώθηκε καί ἔφυγε. Αὐτός χλώμιασε καί ἐπιστρέφοντας μοῦ εἶπε αὐτά. Δόξασα τό Θεό καί εἶπα:
—Παιδί μου, δέν σοῦ τά ἔλεγα πρίν ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι ἀληθινός;»(ΓΣ).

INSTA

<>




Ὁ Κολοκοτρώνης ἦταν μανιακός καπνιστής.
Κάποτε εἶχε πάρει 22 παλικάρια καί ἑτοιμαζόταν νά χτυπήση τούς Τούρκους σέ μιά ἐπιδρομή του.
Τό βράδυ παρέα μέ τά παλικάρια του, διαπίστωσε ὅτι εἶχε τελειώσει ὁ καπνός καί ζήτησε ἀπό αὐτούς λίγο καπνό.
Ἀλλά κανείς ἀπό τά 22 παλικάρια δέν εἶχε, διότι ἦταν ὄλοι ἄκαπνοι!
Μπροστά σέ αὐτή τήν κατάστασι, ἦρθε εἰς ἐαυτόν καί ἐκστόμισε ἐκεῖνα τά περίφημα λόγια:
“Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἐλευθερώσουμε τήν πατρίδα μας ἀπ᾽ τήν σκλαβιά τῶν Τούρκων, ὅταν ἐγώ δέν ἔχω ἀπελευθερωθῆ καί εἶμαι σκλάβος αὐτού τοῦ χόρτου;”. 
Ἔτσι ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἔκοψε τό τσιγάρο!

INSTA

<>




«Ἡ Θ. Λειτουργία εἶχε μόλις τελειώσει. Οἱ πιστοί, γνωστοί, ἄγνωστοι, μέ πλατύ χαμόγελο ἀνταλλάσσαμε εὐχές!
Ὅλοι, ὅμως, ὑπό τήν “ασπίδα προστασίας” τῆς εὐχῆς τοῦ μεγάλου Γέροντα Προκοπίου Μερτύρη.
Ἀπό ἀπέναντι μέ τό μπαστουνάκι στό χέρι ἕνας χαμογελαστός κύριος περίπου ἐξηντάρης μοῦ κάνει νεῦμα καί μέ φωνάζει.
“Ἔλα νά σοῦ πω”, μοῦ λέει. “Σέ βλέπω πού ἔρχεσαι στό Μοναστήρι καί ἀποφάσισα νά σοῦ πῶ τήν ἰστορία μου, γιά νά ξέρης τί Γέροντα ἔχουμε”.
Καί ξεκίνησε τή διήγησι:
“Ἤμουν ταξιτζής καί ἔφερνα πολύ συχνά προσκυνητές στό μοναστήρι. Πάντοτε ὅμως περίμενα ἔξω ἀπ᾽ τό μοναστήρι, νά τελειώση ἡ ἀκολουθία, τό προσκύνημα, ἀνάλογα τόν προσκυνητή.
Μιά μέρα περιμένοντας, ἔκανα τό λογισμό ‘τί νά λέη ἄραγε στήν ἐκκλησιά ὁ παπᾶς; ̓ καί ἀποφάσισα νά μπῶ, νά ἀκούσω.
Ἔλεγε τό Εὐαγγέλιο, τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λάζαρου. Δυσανασχέτησα.
‘Καλά ̓, μονολογοῦσα, ‘αὐτά τά μάθαμε στό Δημοτικό, δέν βαριοῦνται νά λένε τά ἴδια καί τά ἴδια στούς ἀνθρώπους; ̓. 
Στεκόμουν ὑπεροπτικά, ἐξεταστικά, σχεδόν μέ οἶκτο καί κοίταζα τούς πιστούς πού ἄκουγαν τό Εὐαγγέλιο μέχρι νά τελειώση.
Μόλις τέλειωσε, ἑτοιμαζόμουν νά βγῶ ἔξω, ὅταν βλέπω τόν Γέροντα νά βγαίνη φουριόζος ἀπ᾽ τό Ἱερό.
Ἦρθε καί στάθηκε μπροστά μου κοιτάζοντάς με ἐξεταστικά.
Μοῦ λέει:
—Ἔλα μέσα στό Ἱερό τώρα νά σέ ἐξομολογήσω. Ὁ περιπαικτικός λογισμός τόν ὁποῖο ἔκανες πρίν λίγο γιά τούς πιστούς εἶναι ἡ σταγόνα γιά νά σοῦ συμβῆ μεγάλος πειρασμός. Ἄν δέν ἐξομολογηθῆς θά τρακάρης καί θά πάθης ζημιά.
Πρός στιγμήν σοκαρίστηκα ἀπ᾽ τή δύναμι τήν ὁποία ἔβγαζε ἀποκαλύπτοντας τούς λογισμούς μου.
Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι πού ἤξερε τόν λογισμό μου, ἀλλά καί πάλι δέν μποροῦσα νά πιστέψω αὐτά πού ἔλεγε.
Γελώντας τοῦ εἴπα:
—Παπᾶ, μέ τίς ἐξομολογήσεις ἔχω τελειώσει ἀπό παιδί. 
Καί βγῆκα ἔξω.
Σέ λίγο ἦρθαν οἱ κυρίες πού ἔπρεπε νά τίς γυρίσω πίσω καί φύγαμε ἀπ᾽ τό μοναστήρι.
Στό δρόμο, τό τελευταῖο τό ὁποῖο θυμᾶμαι νά σκέφτομαι ἦταν τά λόγια του.
Τό ἄλλο πρωΐ ξύπνησα στό νοσοκομεῖο, ὅπου μέ πληροφόρησαν ὅτι εἶχα τρακάρει.
Οἱ κυρίες δέν εἶχαν πάθει τίποτε, ὅμως, ἐγώ ἤμουν παράλυτος.
Ἔβαλα γνωστούς καί ἀγνώστους νά μοῦ βροῦν τό τηλέφωνο τοῦ Γέροντα.
Τελικά ἐπικοινώνησα μαζί του.
Μέ κλάματα ἐξομολογήθηκα τελικά ἀπ᾽ τό τηλέφωνο.
Πέρασε πολύς καιρός, γνωρίστηκα μέ τόν Γέροντα καί μέ τίς εὐχές του, ὅπως βλέπεις, ἄρχισα σιγά-σιγά νά περπατάω πάλι.
Ἀπό ὅλη τήν ἱστορία μου, αὐτό πού ἀποκόμισα καί εἶναι κυρίαρχο στήν ψυχή μου, εἶναι ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ στό Θεό πού μοῦ γνώρισε τόν ἅγιό Του καί μέ ξανάφερε στήν Ἐκκλησία.
Δέν μέ πειράζει πού κουτσαίνω, ἡ χαρά μου ὑπερβαίνει τήν ἔλλειψι. Σάν κι αὐτόν τόν Γέροντα δέν βρίσκουμε εὔκολα”.
Ἡ καταγραφή ἔγινε ἀπ᾽ τόν Κων/νο Σύμπουρα»(ΗΚ).



<>





«Ὁ Ὅσιος Δανιήλ ὁ Κατουνακιώτης εἶχε ἐλευθερώσει πολλούς ἀνθρώπους, λαϊκούς καί μοναχούς, ἀπ᾽ τήν πλάνη. Μεταξύ αὐτῶν “συγκαταλεγόταν κι ἕνας δάσκαλος ἀπ᾽ τήν Κέρκυρα, πού ὅπως ἔλεγε, εἶχε στενή συνεργασία μέ τόν Ἅγ. Σπυρίδωνα. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶχε ἀνακατέψει τή Χριστιανική Πίστι μέ τόν πνευματισμό καί τήν πλάνη. Πίστευε πώς μποροῦσε νά κάνη καταπληκτικά θαύματα. Καί ὅλος ὁ κόσμος εἶχε νά συζητῆ γιά τό πρόσωπό του. Τό πονηρό πνεῦμα τοῦ παρουσιαζόταν μέ τή μορφή τοῦ Ἁγ. Σπυρίδωνα καί τόν προέτρεπε, ἐκτός τῶν ἄλλων, νά κρατᾶ στήν προσευχή του ἀναμμένη λαμπάδα καί ὅταν ἡ λαμπάδα τελείωνε καί ἄρχιζε νά καίη τό χέρι του, νά μήν τή σβήνη, ἀλλά νά κάνη ὐπομονή, διότι πρόκειται γιά μαρτύριο. Τοῦ ἔλεγε ἀκόμη τό πονηρό πνεῦμα νά μήν κοινωνῆ στήν Ἐκκλησία, ἀλλά νά γλύφη τήν ὕλη πού ἔτρεχε ἀπ᾽ τό κάψιμο τοῦ χεριοῦ του, διότι αὐτή ἰσοδυναμοῦσε μέ θεία μετάληψι. Ἀκόμη μέ τή βοήθεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος ἔκανε καί διάφορα θαύματα. Ὅταν τελικά ἀχρηστεύτηκαν τά χέρια του ἀπ᾽ τά ἐγκαύματα, ἀναζήτησε κάποιον γιά νά τόν σώση. Ἔφτασε μέχρι τά Κατουνάκια, ὅπου ὁ Ὅσιος Δανιήλ ὁ Κατουνακιώτης τόν βοήθησε στό νά μπορῆ νά διακρίνη τά θαύματα τοῦ Θεοῦ ἀπ᾽ τά θαύματα τοῦ διαβόλου καί ἔτσι τόν ἀπάλλαξε ἀπ᾽ τήν κυριαρχία τοῦ σατανᾶ”»(ΔΤ, 18).

<>





«Οἱ ἀναμνήσεις τῆς Εὔας Φομίν γιά τόν ἱερομόναχο Παῦλο προέρχονται ἀπ᾽ τήν ἐποχή τοῦ πολέμου, ὅταν ἦρθε γιά νά τελέση τήν κηδεία τῆς πεθερᾶς τῆς Παρασκευῆς Φομίν στό χωριό Λέπασούργια, στό Βάαχεργιόκι, στήν περιοχή τῆς ἐνορίας Suistamo, στίς 4 Μαΐου 1943. Ἡ ἴδια ἡ Εὔα ἦταν Λουθηρανή καί εἶχε ἔρθει ὡς νύφη σέ μιά κατά τά ἄλλα Ὀρθόδοξη οἰκογένεια. Ἡ βροχερή ἄνοιξι εἶχε προκαλέσει πλημμύρες, καί ἡ γέφυρα στή Χόμιλα, ἀπ᾽ τήν ὁποία ἔπρεπε νά περάση κάποιος πού πήγαινε ἀπ᾽ τό Suistamo στή Λεπαβάαρα, βρισκόταν κάτω ἀπ᾽ τό νερό. Ὁ ἴδιος ὁ πρωτοπρεσβύτερος Ἀλέξανδρος Ρουτουλάινεν δέν εἶχε τολμήσει νά περάση ἀπ᾽ τή σκεπασμένη μέ νερό γέφυρα στήν ἄλλη ὄχθη, ὅπου θά διάβαζε τήν ἐξόδιο ἀκολουθία. Γι᾽ αὐτό ἔστειλε ἕνα νεαρό ἱερομόναχο, τόν Παῦλο, στή θέσι του. Αὐτός πέρασε τό ποτάμι, καί στήν ἄλλη ὄχθη τόν περίμεναν ὁ σύζυγος καί ὁ γυιός τῆς νεκρῆς μ᾽ ἕνα ἄλογο.
Ἡ νεκρή ἦταν ντυμένη μέ τά καλά της καί βρισκόταν στό φέρετρο τό ὁποῖο εἶχε τοποθετηθῆ μπροστά στό εἰκονοστάσι, στό καθιστικό τοῦ σπιτιοῦ. Ὅταν ὁ ἱερομόναχος Παῦλος ἔφθασε στό σπίτι, ἡ νύφη Εὔα θυμᾶται τήν αἴσθησι εὐσέβειας καί λεπτότητος πού προκάλεσε. Μπῆκε στό δωμάτιο σάν πνοή τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ἦταν πολύ λεπτός, καί τό ράσο καί τό καλυμμαύχι του ἦταν πολύ φτωχικά. Ὡστόσο, ὑπῆρχε μεγάλη ζεστασιά στήν ἤρεμη παρουσία του, πού ἀκτινοβολοῦσε στούς ἀνθρώπους ἕνα γύρω. Μιλοῦσε μέ χαμηλή φωνή καί πρόσεχε πολύ τά λεγόμενα τοῦ συνομιλητῆ του. Εἶχε κανείς κοντά του μιά αἴσθησι ὀμορφιᾶς καί καλοσύνης.
Ὁ ἱερομόναχος Παῦλος διάβασε τήν ἐξόδιο ἀκολουθία στό καθιστικό μέ πολλή ζωντάνια καί ὀμορφιά. Οἱ συγγενεῖς τῆς νεκρῆς ἔψαλλαν. Μετά τήν ἀκολουθία προσφέρθηκαν διάφορα φαγώσιμα: ψαρόσουπα, τσάι, κουλουράκια. Μετά τό φαγητό, ἠ νεκρή μεταφέρθηκε στό παλαιό κοιμητήριο τῆς Λέπασούργια, ὅπου ὁ ἱερομόναχος Παῦλος διάβασε τήν ἀκολουθία τῆς ταφῆς. Ἡ Εὔα Φομίν ἐντυπωσιάστηκε ἀπ᾽ τό νεαρό ἱερομόναχο μέ τό ταπεινό φρόνημα καί τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον του. Εἶχε μπροστά της ἕνα ταπεινό δοῦλο τοῦ Θεοῦ.
Ἀργότερα, ὡς ἐπίσκοπος Παῦλος, ἐνίσχυε τίς προσφυγικές οἰκογένειες πού εἶχαν ἀφήσει τά σπίτια τους μέ πίστι στή ζωή. Σαράντα χρόνια εἶχαν περάσει ἀπ᾽ τό γεγονός, καί ὁ τότε νεαρός ἱερομόναχος πού εἶχε στό μεταξύ ἀναδειχθῆ σέ ἀρχιεπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας, πήγαινε νά συναντήση τόν Κύριό του, ὅταν ἡ Εὕα Φομίν ἐντάχθηκε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στό Λάπινλάχτι τό ἔτος 1988. Ὁ σπόρος πού εἶχε πέσει τήν ἡμέρα τῆς κηδείας τῆς πεθερᾶς της, ἔφερε καρπό πολύ»(ΑΠ, 32).




<>



Αναφέρει ο Ευάγγελος Κουτρουμπέλης, πρώην μάγος και σατανιστής:

Σαν αναζητητής της δύναμης και της ισχύος, σαν ανώ­ριμος αναζητητής, ασχολήθηκα με τις πολεμικές τέχνες.
Διαπί­στωσα ότι υπάρχουν και άλλες δυνάμεις μέσα μας, για να μπορείς να έχεις τα αποτελέσματα που ξεφεύγουν από τη συνήθη δυνατότητα.
Άρχισα να διαβάζω και να ασχολούμαι με τον αποκρυφι­σμό.
Ωστόσο δεν μου συνέβησαν συνταρακτικά πράγματα... ώσπου ήλθε κάποιος μάγος επάνω, ο οποίος με μύησε στον εργαστηριακό πνευματισμό, στο δόγμα της υψηλής τελετουρ­γίας, στο σατανισμό πάσης φύσεως...
Από εκεί και πέρα πλέον ασχολήθηκα με πάθος. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, κάλεσα δαιμόνια και ήλθα σε συνεργασία μαζί τους.
Ξεκίνησα από τις πολεμικές τέχνες, ασχολήθηκα με τον ταοϊσμό... τα μυστήρια της ανατολής διδάσκουν ότι για να μπορέσεις να φθάσεις σε κάποια επίπεδα, πρέπει να ανακαλύψεις τις δυνάμεις εκείνες, τόσο τις εσωτερικές, όσο και τις δαιμονικές, να κατορθώσεις κάποια πράγματα, που είναι έξω από τη φύση και την δυνατότητα τού ανθρώπου.
Με αυτό το σκεπτικό, να ανακαλύψω τις εσωτερικές δυνάμεις, άρχισα να ασχολούμαι με τον αποκρυφισμό. Αργότερα ήρθε ο Άγγλος και με βρήκε στα 17 μου χρόνια.
Είχα 4 χρόνια ασχοληθεί θεωρητικά, πρακτικά δαιμονι­ζόμαστε με ένα συλλογικό πνευματισμό. Κάναμε μία ομάδα ανθρώπων, που προσανατολιζόμαστε σ' αυτό το χώρο....
Μετά τη μύηση και τη γνωριμία με τον Άγγλο, υπήρχε πραγματι­κή εκπαίδευση, σχετική με τα φρονήματά μας και εισήχθηκα στη νεοειδωλολατρεία. Έμαθα να καθαγιάζω τα σκεύη... τους κύκλους επίκλησης, τις ονομασίες δαιμόνων, να κάνω επικλήσεις..
Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι δύσκολο να βρεθούν γιατί συχνάζουν σε πάρα πολλούς χώρους.
Πρώτα απ' όλα είναι τα βιβλιοπωλεία που υπάρχουν στην Αθήνα, που άμα πάει κανείς που δεν έχει ιδέα, θα δει του κόσμου τα βιβλία με καθαρά αποκρυφιστικό περιεχόμενο, που είναι το δόλωμα.
Αρχίζει να ενδιαφέρεται κανείς, από τη γιόγκα μέχρι τη πρακτική μαγεία. Τα βιβλία εκείνα μπορεί να μη δίνουν τη γνώση που χρειάζεται, αλλά είναι αυτό που σε βάζει σε κάποιο πειρασμό να σταθείς περισσότερο σ' αυτούς τους χώρους.
Τότε αρχίζεις πλέον να εισάγεσαι σε κέντρα, τα οποία καλλιεργούν όλη αυτή την ανάγκη και ανάλογα με τις γνωριμίες, την οικονομική κατάσταση και τη διαχυτικότητα που έχεις, αρχίζεις και κινείσαι ποικιλοτρόπως.
Ο ένας μπο­ρεί να γίνει μασόνος, ο άλλος μέντιουμ, κάποιος άλλος μπο­ρεί να πάει σε κάποια κυκλώματα και ν' αρχίσει να πέφτει στον επαγγελματισμό.
Να γίνουν αστρολόγοι, μέντιουμ και μη ξεχνάτε ότι ο καλύτερος πόλος έλξης να περάσουν τις δαιμονοδιδασκαλίες... είναι τα σύγχρονα μαντεία, με τον τρόπο που προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα. Είναι τρόπος εκμετάλλευ­σης τού σύγχρονου ανθρώπου.
Τα κόμικς προετοιμάζουν τα μικρά παιδιά στο να δε­χθούν ότι υπάρχουν πνεύματα, ότι η δύναμη και το αποτέ­λεσμα έρχεται μέσα από τη χρήση μαγικών βοτάνων και ειδικών ουσιών, ότι με τη μαγεία μπορείς να επιφέρεις απο­τελέσματα. Θα έλεγα, είναι ένας παιδαγωγικός τρόπος να μυηθούν τα μικρά παιδιά....
Πρώτα είναι η γνωριμία. Αρχίζει η πλύση εγκεφάλου με τη φιλοσοφία. Κατόπιν έρχεται ο εντυπωσιασμός με διάφορα σατανιστικά έργα.
Με την εξάρτηση της ψυχής που γίνεται μέσα από την υπόδειξη, με την αφοσίωση στο δάσκαλο με αίμα, με πράξεις ανήθικες, με εξευτελισμό της προσωπικότη­τας.
Κατόπιν αρχίζει να λαμβάνει κάποια φυλαχτά, κάποια υλικά στοιχεία επεξεργασμένα από το μάγο, δήθεν για να σε προστατέψουν στο χώρο... όμως στην ουσία γίνεσαι υποχείριο τού μάγου και των δαιμόνων.
Όμως δεν γνωρίζεις ότι αυτό γίνεται για να σε εγκλωβίσουν... τον υπνωτίζουν, τον βλέπει σε ζωώδη κατάσταση απέναντι στο Δάσκαλο, πως μιλάς στο σκύλο και σ' ακολουθεί χωρίς αντίρρηση.
Όμως στη διαδικασία τού απολύτου εγκλωβισμού χρησι­μοποιούνται και άλλα πιο δραστικά μέσα:
Η χρήση ναρκωτικών είναι σε ημερησία διάταξη και η πορνεία των κοριτσιών επιβάλλεται ως εντολή του Διαβόλου.
Οι σατανιστές κάνουν ευρεία χρήση ναρκωτικών ουσιών. Αφιερώνουν την ψυχή τους στο Διάβολο και με την αφιέρωση χρειάζεται αίμα, που θα θυσιαστεί γι' αυτό το λόγο.
Αίμα προσωπικό του κοριτσιού, που γίνεται σε κά­ποιες ορισμένες ημερομηνίες.
Μάλιστα γίνεται κάτω από ειδικές αστρολογικές ώρες (ζωδιακοί δαίμονες). Δεν υπάρχει μέση οδός. Να κάνω κοσμική ζωή και να αμαρτάνω και να πολεμήσω το Διάβολο. Είναι πλάνη αυτό.
Ο άνθρωπος, από τη στιγμή που θα αποποιηθεί το Σατανά, από εκεί και πέρα πρέπει να είναι έτοιμος να το αντιμετωπίσει αυτό. Δεν υπάρχει μέση οδός γι' αυτούς τους ανθρώπους. Γι' αυτό και κανένας, ή σπάνια περίπτωση να ξεφύγει κάποιος, γιατί δεν υπάρχει μετάνοια.
Όχι γιατί είναι αδια­νόητο ή αδύνατο, είναι λίγοι εκείνοι που πραγματικά θα τους φωτίσει ο Θεός να καταλάβουν, ότι μόνο δια των αγιαστικών μυστηρίων θα γλυτώσουν.
Διότι αν δεν είναι συγκοινωνός ο άνθρωπος μετά του Θεού δια των μυστηρίων, είναι σε κοινω­νία με το Διάβολο.
Δεν υπάρχει μέση λύση.
Τα ψυχιατρεία έχουν γεμίσει και οι αυτοκτονίες είναι στην ημερησία διάταξη.
Στους ανθρώπους που ασχολούνται με το χώρο αυτό, όσο και αν φαίνεται τραγικό, είναι πραγματικότητα.
Όταν ασχολήθηκα με τις δαιμονικές δυνάμεις, είχα οπα­δούς, συμπαρέσυρα άτομα, έκανα πάρα πολλά πράγματα. Πήγα σε μυστικές εκκλησίες και μάλιστα έκανα και διαλέ­ξεις (σε μυημένους ανθρώπους).
Η μεταστροφή μου ήλθε, γύρισα στο χώρο της Εκκλησίας με τη χάρη του Θεού έγινα Ορθόδοξος, κατάλαβα την αξία της Ορθοδοξίας....
Μεγάλω­σα και έζησα στην Ελλάδα, αλλά δεν ήξερα τι είναι Ορθοδο­ξία.
Ο Θεός ίσως ήξερε τη μεταστροφή μου και δεν είμαι σήμερα σ' ένα ψυχιατρείο ή στο χώμα. Και μπορώ να το πω αυτό με βεβαιότητα.
Δεν έχουν γλυτώσει, όχι ελάχιστοι, μπορώ να πω διεθνώς πάρα πολύ λίγοι είναι αυτοί και αυτοί ακό­μα παραπαίουν...




<>







Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς της Σερβίας: «Πρόσφατα κρέμασαν ἕνα ἄνθρωπο στόν τόπο μας γιά ἔγκλημα. Ἐκεῖνος, πρίν πεθάνη, μετάνιωσε βαθειά καί εἰλικρινά! Ἔκλαιγε καί ὀδυρόταν γιά τήν κακή του πράξι. Τόσο πολύ προσευχόταν στό Θεό κατά τή διαδρομή πρός τήν κρεμάλα, πού ὅταν ἔφθασε κάτω ἀπ᾽ τήν κρεμάλα, ὑποκλινόταν στούς ἀνθρώπους γύρω του φωνάζοντας: “Συγχωρῆστε με ἀδέλφια, συγχωρῆστε με!”. Ὅλοι δάκρυσαν. Φίλησε πολλές φορές τό χέρι τοῦ ἱερέα καί τό σταυρό καί τρεμάμενος ὁλόκληρος παρακαλοῦσε: “Πάτερ, προσευχήσου στό Θεό, νά μέ συγχωρέση!”. Κάποιος ἀπ᾽ τούς παρισταμένους μᾶς διηγιόταν μετά ὅτι αἰσθάνονταν, σάν νά ἀποχαιρετοῦσαν πρός τόν ἄλλο κόσμο ὄχι ἕνα ἐγκληματία ἀλλά ἕνα Ἅγιο! Τόσο εὔκολα μπορεῖ νά ἀλλάξη ὁλόκληρος ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρώπου μέσῳ τῆς μετάνοιας!»(ΔΦ, 166).

<>






«Ἀπ᾽ τά πρῶτα χρόνια πού [ὁ π. Χρυσόστομος Γιαλούρης, μετέπειτα Μητροπολίτης Χίου] ἦρθε στόν Πειραιᾶ τόν ἀπασχόλησαν σοβαρά οἱ ἄνθρωποι πού γέμιζαν κάθε βράδυ τά κακόφημα bars τῆς Φίλωνος-Νοταρᾶ καί τό χῶρο τοῦ λιμανιοῦ.
Ἔτσι ἀποφάσισε μαζί μέ τρεῖς σοβαρούς καί ἡλικιωμένους Χριστιανούς καί ἕνα βράδυ ἐπισκέφθηκαν τά bars. Μπροστά ὁ π. Χρυσόστομος καί οἱ λαϊκοί πού τόν πλαισίωναν ἀπό κοντά. Πέρασαν τήν εἴσοδο τῶν πρώτων bars. Ὅταν τόν εἶδαν οἱ θαμῶνες ταράχθηκαν.
Τούς καλησπέρισε, ζήτησε νά σταματήσουν γιά λίγο τό χορό καί τή μουσική, τούς εἶπε δυό καλωσυνάτα λόγια τοῦ Εὐαγγελίου καί τούς συμβούλευσε νά ἔχουν ἐπικοινωνία μέ τό Χριστό, πού εἶναι ἡ Ἐσταυρωμένη Ἀγάπη.
Τούς καληνύχτισε λέγοντας: “Συνεχίστε τή διασκέδασί σας”. Ἀπό αὐτές τίς ἐπισκέψεις στά bars περίπου 12 γυναῖκες κατέφυγαν στήν Ἐκκλησία  γιά ἐξομολόγησι.
Αὐτό πού ἔκανε ὁ π. Χρυσόστομος δέν μπορεῖ νά τό κάνη ὁ καθένας, γιατί πρέπει νά εἶσαι ἀνάστημα πνευματικό καί ὁ π. Χρυσόστομος ἦταν κάτι ξεχωριστό μέσα στόν Κλῆρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»(ΜΙ, 18).

INS


<>





Ήρθε ένας φαρμακοποιός Νικόλαος, με την γυναίκα του. Μου είπε η γυναίκα του: «Δεν έχουμε παιδιά, αλλά ο άντρας μου δίνει φάρμακα χωρίς να παίρνη λεφτά. Του λέω ότι θα κλείση το φαρμακείο μας. «Ευλογεί ο Θεός», μου λέει. Μόνο, π. Ιάκωβε, που δεν βαφτίστηκε».

Του είπα ότι πρέπει οπωσδήποτε να βαφτιστή, το λέει το Ευαγγέλιο: «Πορευθέντες εις πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς…», αλλοιώς δεν έχουμε ζωήν αιώνιον. Και μου λέει:

–Τι με κωλύει να με βαπτίσετε; Νερό έχετε, βάλτε μια κολυμβήθρα, πέστε τα γράμματα!

Τον έστειλα με έναν ευλαβή γνωστό μου στον Δεσπότη της περιοχής του, για να τον αναθέση σε κάποιον Ιεροκήρυκα, πατέρα της Εκκλησίας, να τον κατηχήση και μετά, αν θέλη ο άνθρωπος να βαπτιστή, να τον βαπτίσωμε.

Πήγαν στον Δεσπότη, τον έστειλε σε έναν Ιεροκήρυκα και μετά από λίγο καιρό μου έστειλε ο Δεσπότης ένα έγγραφο, με την άδειά του να τον βαπτίσουμε.

Ήταν της Πεντηκοστής που θα τον βαπτίζαμε. Κατά την διάρκεια της ακολουθίας ήρθε ένα παιδάκι 10 ετών και μου λέει ότι ο Νικόλαος έφυγε. Άφησε την γυναίκα του στο Μοναστήρι που ήταν και είχε φτάσει ήδη στον Αγιόκαμπο.

(Αμέσως προσευχήθηκα): «Παναγία μου! Εγώ χάρηκα που θα βαπτιστή και θα γίνη Χριστιανός. Παναγία μου! βάλε το χέρι σου. Σκέπασέ τον με την σκέπη σου την αγία, το άγιό σου μαφόριο και γύρισέ τον πίσω. Άγιέ μου Δαυΐδ! εμείς κάναμε τόσα για τον άνθρωπο αυτόν…».

Ξαφνικά, σε ένα τέταρτο, τον βλέπω στο Ιερό μέσα, βάζει μια μετάνοια:

–Σε ζητώ συγγνώμη, πάτερ μου. Σηκώνει το στιχάρι και φιλάει τα πόδια μου…

–Τι κάνεις τώρα και με φιλάς τα πόδια και θα σκανδαλιστούν και οι άλλοι!

–Σας ζητώ συγγνώμη που έφυγα. Με πείραξε ο διάβολος. Μου έλεγε: «Θα σε βάλουν κάτω από τον πολυέλεο, θα σε ξεντύσουν, θα σε βλέπη ο κόσμος. Τριακόσια άτομα θα σε βλέπουν γυμνό!».

–Ποιος, παιδί μου, σου είπε ότι θα σε βλέπωμε γυμνό;

–Ο διάβολος!… Αφού πήγα στον Αγιόκαμπο, βλέπω μια σκοτεινιά μπροστά μου, ένα εμπόδιο και λέω: «Θεέ μου! Δεν υπάρχει κανένας παπάς, δεν υπάρχει καμμιά εκκλησία να μπω μέσα να βοηθήση να πάω πίσω στον όσιο Δαυΐδ;

Έστω και ένας κοσμικός να μου πη να γυρίσω! Πού βρίσκομαι!…». Ξαφνικά, ακούω μια φωνή να μου λέη: «Νικόλαε, γύρισε σύντομα στον Όσιο Δαυΐδ, να πας να βαπτιστής». Βλέπω μια σκιά σαν καλόγερο. (Σκέφθηκα): «Πώς να πάω να αντικρύσω τον π. Ιάκωβο μετά από αυτό που έκανα;». (Τελικά επέστρεψα).

Τον καθησύχασα και του είπα ότι δεν θα τον βαφτίσουμε στην μεγάλη εκκλησία και ούτε θα είναι τελείως γυμνός. Έτσι και έγινε και ήμασταν τρεις ιερείς, η γυναίκα του και ο νουνός, στο εκκλησάκι του Αγίου Χαραλάμπους.

Μετά την βάπτιση ευωδίαζε το εκκλησάκι για 15 μέρες. Ο άνθρωπος συνεχίζει να κάνη τις ελεημοσύνες του, αλλά τώρα μεταλαμβάνει και είναι μέσα στην Εκκλησία.

Από το βιβλίο: «Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)»
Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη»

https://www.askitikon.eu/agiologio/ofelima-psychis/63399/avaptistos-farmakopios-ti-me-kolyi-na-me-vaptisete-nero-echete-valte-mia-kolymvithra-peste-ta-grammata/

<>



 
 
Ἦταν κάποτε ἕνας μοναχός πού προχωροῦσε στό δάσος καί ξαφνικά περνάει ἕνας ἄνδρας τρέχοντας.
Μετά ἀπό λίγη ὥρα περνάει καί ἕνας ἄλλος ἄντρας πού κρατάει ὅπλο καί ρωτάει τό μοναχό.
—Πρίν λίγο πέρασε ἕνας τύπος ἀπό ἐδῶ, ποῦ πῆγε;
Ἐκεῖνος δέν ἀπάντησε.
—Λέγε!, τοῦ φώναξε.
—Δέν θέλω νά σοῦ πῶ.
Ὁ ἄνδρας τά ἔχασε.
Ἔστριψε τό πιστόλι του νά ρίξη στό μοναχό.
—Τί ἐννοεῖς;
—Ἄν σοῦ πῶ ποῦ πῆγε θά τόν σκοτώσης, ἄν σοῦ πῶ ψέμα πώς πῆγε ἀπό ἀλλοῦ θά ἁμαρτήσω ἄρα σοῦ λέω μιά ἀλήθεια, πώς δέν θέλω νά σοῦ πῶ.
Ὁ μοναχός προτίμησε νά πεθάνη παρά νά πῆ ψέματα! Μά ὁ ἄνδρας τά ἔχασε... Πέταξε τό ὅπλο ζήτησε συγχώρεσι καί ἔγινε μετά ἀπό καιρό μοναχός.


INS.

<>



<<<



Η μεταστροφή του Οσίου Βαρσανουφίου της Όπτινα της Ρωσίας (+1913) από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία


Ἰδού καί ἡ ἐπίδρασι στήν ψυχή τοῦ μετέπειτα Στάρετς Βαρσανουφίου: «Σπούδασε στήν σχολή Εὐελπίδων καί ἔγινε ἀξιωματικός τοῦ τσαρικοῦ στρατοῦ. Στά καθήκοντά του συμπεριλαμβάνονταν: νά ὀργανώνη δεξιώσεις, χορούς, φεστιβάλ μουσικῆς, χαρτοπαιξίες κ.ἄ.. Μά ὅλα αὐτά τόν κούραζαν ψυχικά. 
Ἐνῶ ζοῦσε στήν κατάστασι αὐτή, ἔτυχε νά παρακολουθήση τή θεία Λειτουργία, τήν ὁποία τελοῦσε ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης. Ἐνῶ, λοιπόν, στεκόταν καί προσευχόνταν, ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης — ἀμέσως μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων— διέκοψε τήν θεία Λειτουργία, βγῆκε ἀπό τήν Ὡραία Πύλη, κατευθύνθηκε πρός τό νεαρό ἀξιωματικό, ἔσκυψε, τοῦ φίλησε τό χέρι, καί ξαναγύρισε σιωπηλός στό Ἱερό. Πολλοί, πού ἤξεραν τό προφητικό χάρισμα τοῦ ἁγίου, ἄρχισαν νά λένε: ὁ νεαρός αὐτός θά γίνη κληρικός. Οἱ συζητήσεις ἔκαναν τόν Παῦλο Πλεχάνκωφ [τόν μετέπειτα στ. Βαρσανούφιο] νά νευριάζη. Δέν ἤθελε τότε, οὔτε νά τό ἀκούη κάτι τέτοιο! Καί, ὅμως, ἔγινε, ὄχι ἁπλῶς κληρικός ἀλλά ἱερομόναχος»(ΣΒ, 9). 
Ἔλεγε, μάλιστα, ὁ ἴδιος: «Ὅποιον δέν φροντίζει ὁ ἴδιος νά σωθῆ, καλό εἶναι νά τόν βάλουμε στόν δρόμο τῆς σωτηρίας μέ τό ζόρι»(ΣΒ, 13) καί ἐννοοῦσε νά τόν σπρώξουμε στήν ἀρχή πρός τήν πίστι.

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


INS.

<>







Μεταστροφές από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία μέσω των βιβλίων του λαϊκού ιεροκήρυκα Δημήτριου Παναγόπουλου (+1982)

Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπιδρᾶ μέσῳ τοῦ λαϊκοῦ ἱεροκήρυκος Δ. Παναγοπούλου: «Κάποια μέρα ἐπισκέφθηκε τό Λεπροκομεῖο. Πηγαίνοντας ἀπό ἀσθενῆ σέ ἀσθενῆ, ἔλεγε λίγα λόγια καί ἔδινε καί κάτι. Παράλληλα, ὅμως, ἄφηνε καί ἀπό ἕνα βιβλίο του.
Ἕνας ἀσθενής, παίρνοντας, τά δῶρα του, εἶδε καί τό βιβλίο “Περί μετανοίας”... ἐνοχλήθηκε καί μέ ὕφος θυμωμένο λέει: 
—Δέν μοῦ χρειάζεται αὐτό. Πάρτο πίσω.
Ὁ Παναγόπουλος μέ καλωσύνη καί πραότητα, τοῦ ἀπαντᾶ:
—Ἀφοῦ δέν σοῦ χρειάζεται, πέταξέ το ἤ δῶσε το σέ κανένα ἄλλο. Ἐγώ δέν μπορῶ νά τό ξαναπάρω. Καί ἀμέσως ἔφυγε.
Μετά ἀπό μερικούς μῆνες ξαναπῆγε, ἔδινε πάλι τά δῶρα του κλπ.. Φεύγοντας ἀπό ἕνα θάλαμο, τοῦ φωνάζει κάποιος:
—Κύριε Παναγόπουλε, σᾶς θέλω. 
Ὅταν πλησίασε κοντά του, ἐκεῖνος συνεχίζει:
—Περίμενα νά μέ ρωτήσετε τί ἔκανα τό βιβλίο τό ὁποῖο μοῦ δώσατε τήν προηγούμενη φορά, ἀλλά ἀφοῦ δέν μέ ρωτᾶτε ἐσεῖς, θά σᾶς πῶ ἐγώ. Μόλις φύγατε, τό πῆρα νά τό δώσω κάπου ἀλλοῦ ἤ νά τό πετάξω. Αἰσθανόμουν πολύ ἄσχημα ἀπέναντί σας, ἐπειδή νόμιζα ὅτι μέ εἴχατε προσβάλει μέ αὐτό τό βιβλίο. Παράλληλα, ὅμως, ἡ ἐμφανής καλωσύνη σας καί ἡ πραότητά σας, μοῦ ὑπεδείκνυαν νά τό διαβάσω καί δειλά-δειλά ἄρχισα νά τό κάνω. Δέν σᾶς λέω πολλά, κύριε Παναγόπουλε, εὐεργέτα μου· δεχθῆτε μόνο ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ. Δοξάζω τό Θεό ὅλη τήν ὥρα, πού μ᾽ ἔστειλε ἐδῶ μέσα καί Τόν βρῆκα! Μακάρι νά μή ξαναβγῶ ποτέ ἔξω, μή τυχόν καί Τόν ἀρνηθῶ πάλι. Δόξα Τῷ Θεῷ! Μεγάλο πρᾶγμα ἡ ἐξομολόγησι»(ΜΓ, 95).

«Ὁ ἀδελφός τοῦ λαϊκοῦ ἱεροκήρυκα Δημητρίου Παναγοπούλου, Σωτήριος, ἀξιωματικός τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, ὑπηρετοῦσε σέ μία ἀκριτική περιοχή τῆς Ἑλλάδος καί ἔμενε σέ μιά κωμόπολι. Ἕνα ἀπόγευμα πῆγε στήν Ἐκκλησία γιά τόν Ἑσπερινό. Ὅταν τελείωσε ὁ Ἑσπερινός, ἐκεῖνος ἔφευγε γιά τό σπίτι του, ἐνῶ ὁ Ἱερεύς βρισκόταν ἀκόμη στό Ἱερό. Στόν περίβολο τοῦ Ναοῦ εὑρισκόμενος ὁ ἀξιωματικός, βλέπει νά καταφθάνη ἕνα νεαρό ζεῦγος καί μέ ἀγωνία νά ρωτοῦν: 
—Εἶναι ὁ Ἱερεύς ἐδῶ;
Τούς βεβαίωσε ὅτι ἦταν ἀκόμη μέσα καί τότε ἐκεῖνοι ἀνέπνευσαν ἀνακουφισμένοι. Καί τότε, μέχρι νά τελειώση ὁ Ἱερεύς κάτι πού ἔκανε καί νά βγῆ ἀπό τό Ἱερό, λένε στό Σωτήριο:
—Ξέρετε, μένουμε μακρυά στό τάδε μέρος, στά σύνορα, εἴμασθε τελωνειακοί ὑπάλληλοι. Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει οὔτε Ἐκκλησία οὔτε συγκοινωνία καί μόνο μέ ἰδιωτικό αὐτοκίνητο μποροῦμε νά ἔλθουμε, ἀλλά ὄχι ὅποτε θέλουμε, διότι δέν ἔχουμε δικό μας. Ἤλθαμε ἄλλες δύο φορές καί δέν προφθάσαμε τόν Ἱερέα, γι᾽ αὐτό τώρα εἴχαμε τόση ἀγωνία. Ξέρετε τί μᾶς συμβαίνει;, συνέχισε ὁ τελωνειακός: Κάποια μέρα, ἐνῶ βαδίζαμε σ᾽ ἕνα δρόμο, πέρασε ἕνα ἐκδρομικό ποῦλμαν, γιατί συγκοινωνία δέν ὑπάρχει ἐκεῖ καί κάποιος μᾶς πέταξε ἕνα βιβλιαράκι. Τό πήραμε καί τό διαβάσαμε, ἀλλά τρελλαθήκαμε ἀπό τήν στενοχώρια μας, διότι ἐξ αὐτοῦ καταλάβαμε ὅτι εἴμασθε πολύ ἁμαρτωλοί καί πρέπει τό ταχύτερον νά ἐξομολογηθοῦμε, μή τυχόν καί πεθάνουμε καί κολασθοῦμε.
Καί βγάζοντας ἡ κυρία τό βιβλιαράκι ἀπό τήν τσάντα της, λέει:
—Νά, αὐτό εἶναι πού μᾶς ἄνοιξε τά μάτια.
Ἔκπληκτος τότε ὁ Σωτήριος βλέπει τό βιβλίο τοῦ ἀδελφοῦ του Περί Μετανοίας καί Ἐξομολογήσεως! Συγκινήθηκε, ρίγησε, δέν τούς ἀποκάλυψε, ὅτι ἦταν ἀδελφός τοῦ συγγραφέα καί τούς προέτρεψε νά κάνουν αὐτό τό ὁποῖο ἀποφάσισαν»(ΜΓ, 94).

«Κάποτε ἄλλοτε πάλι, ὁ λαϊκός ἱεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος, ἑτοίμαζε ἕνα πακέτο μέ βιβλία νά τό στείλη στήν Αὐστραλία. Δέν τό εἶχε ἀκόμη δέσει, ὅταν ἀπό τό τυπογραφεῖο τοῦ πῆγαν τά πρῶτα βιβλία “Περί Μοναχισμοῦ”. Παίρνει δύο ἀπ᾽ αὐτά καί τά βάζει στό πακέτο. Σκέπτεται, ὅμως, ὅτι τέτοιου εἴδους βιβλία δέν χρειάζονται ἐκεῖ καί τά ξαναβγάζει, ἀλλά κάτι μέσα του τοῦ ἔλεγε νά τά στείλη καί αὐτά. Τά ξαναπαίρνει, τά βάζει στό πακέτο καί τά ταχυδρομεῖ. Ὅταν ὁ παραλήπτης ἔλαβε τό πακέτο καί τό πῆγε στό σπίτι του, τήν ὥρα κατά τήν ὁποία τό ἄνοιγε βρισκόταν ἐκεῖ κι ἕνας νεαρός φίλος του. Εἶδε ὅλα τά βιβλία καί θέλησε νά χαρίση καί σ᾽ αὐτόν ἕνα, ὁπότε παίρνει τό ἕνα “Περί Μοναχισμοῦ” καί τοῦ τό δίνει. Στή συνέχεια παίρνει καί τό ἄλλο καί τό δίνει καί αὐτό λέγοντάς του:
—Πάρε το καί δῶσε το ὅπου θέλεις. 
Τά πῆρε ὁ φίλος του καί ἔφυγε. Κράτησε τό δικό του καί τό ἄλλο τό ἔδωσε σέ μιά γνωστή του κοπέλλα, Ἑλληνίδα. Ἀποτέλεσμα: Καί οἱ δύο ἔφυγαν γιά τήν Ἑλλάδα καί σήμερα βρίσκονται σέ Μοναστήρια, δοξολογοῦντες τόν Κύριο νυχθημερόν, πού διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ τούς κάλεσε κοντά Του καί, μάλιστα, νά γίνουν καί Μοναχοί!»(ΜΓ, 95).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>










Η μεταστροφή ενός Ρώσου στρατιωτικού από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία

Ἰδού καί μία μεταστροφή ἀπό τό Σοβιετικό block: «Ἔφευγε ὁ νεαρός ἀξιωματικός μέ τή μονάδα του γιά τό Ἀφγανιστάν. Ἕνα βράδυ, τίς παραμονές τῆς ἀναχωρήσεώς του, συγκεντρώθηκαν στό σπίτι του συγγενεῖς καί φίλοι νά τόν ἀποχαιρετίσουν. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν καί ἕνα ἱερέας, ξάδελφος τοῦ ἀξιωματικοῦ.
Πρός τό τέλος τῆς οἰκογενειακῆς αὐτῆς συγκεντρώσεως ὁ ἱερέας ζήτησε μέ τρόπο ἀπό τόν ἀξιωματικό νά τοῦ γράψη τά ὀνόματα ὅλων τῶν ἀνδρῶν τούς ὁποίους διοικοῦσε, γιά νά τά μνημονεύη κάθε μέρα στή θ. Λειτουργία. Ὁ ἀξιωματικός στήν ἀρχή ξαφνιάσθηκε καί στή συνέχεια φάνηκε πώς πῆγε νά προβάλη κάποια ἀντίρρησι. Ἴσως ἀπό εὐγένεια, ἤ ἴσως βλέποντας τήν ἤρεμη μά ἀποφασιστική ματιά τοῦ ἱερέα, συγκρατήθηκε. Ἔγραψε τά ὀνόματα τῶν ἀνδρῶν τῆς μικρῆς μονάδος τήν ὁποία διοικοῦσε καί, χωρίς ἐνθουσιασμό, τά ἔδωσε στόν ξάδελφό του ἱερέα.
Ἡ μονάδα αὐτή ἔλαβε μέρος σέ πολλές πολύνεκρες συγκρούσεις μέ Ἀφγανούς ἀντάρτες. Κι ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, ἔτσι πού ἔβλεπε ὁ νεαρός ἀξιωματικός ζωντανούς τούς ἄνδρες του μετά ἀπό κάθε μάχη, ἄρχισε νά συνειδητοποιῆ πώς αὐτόν καί τή μονάδα του τούς θωράκιζε ἡ προσευχή τοῦ ἱερέα. Μιά δύσκολη στιγμή ἦταν πού, μέσα στόν ὀρυμαγδό τῶν ἐκρήξεων, φώναξε αὐθόρμητα στούς ἄνδρες του: “Ἱερέας προσεύχεται γιά μᾶς· μή φοβᾶσθε”.
Ἡ περιπέτεια τοῦ Ἀφγανιστάν κάποτε τελείωσε, καί τελείωσε μέ βαρύ τίμημα γιά τούς σοβιετικούς. (Δεκαπέντε χιλιάδες οἱ νεκροί καί τριάντα χιλιάδες οἱ τραυματίες. Εἶναι ἀριθμοί πού ἐπίσημα παραδέχεται ἡ σοβιετική πλευρά). Οἱ ἄνδρες τῆς μικρῆς μονάδος τοῦ νεαροῦ ἀξιωματικοῦ ἐπέστρεψαν ὅλοι σῶοι στήν πατρίδα τους. Ὁ ἴδιος παραιτήθηκε πιά ἀπό τό στρατό. Τά χέρια πού κράτησαν φονικό ὅπλο, ἑτοιμάζονται τώρα νά κρατήσουν τό Ποτήριον τῆς Ζωῆς. Ὁ πρώην ἀξιωματικός ἀπαρνήθηκε τά ἀξιώματα τοῦ κόσμου καί προετοιμάζει τόν ἑαυτό του γιά νά δεχθῆ τό φοβερό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης»(ΟΓ, 1990-91, 63).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011




<>







Ένας ταξιτζής: Εγώ δεν πίστευα

Ὅπως ὄχι σπάνια, βιαστική ξεκινώντας τή μέρα, ἄπλωσα τό χέρι κάνοντας σῆμα νά σταματήση ταξί.
Μέριμνες, ἐπικείμενες συνεργασίες ἔσφιγγαν τό νοῦ καί τήν καρδιά μου.
Κάθισα στό κάθισμα ἀνακουφισμένη· εἶχα κερδίσει τουλάχιστον λίγα λεπτά τῆς ὥρας...
Εἶπα τόν προορισμό μου. Ὁ ὁδηγός, νεαρός ἀρκετά, ἔγνεψε καί μοῦ χαμογέλασε στόν καθρέφτη.
... “Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις...”.
Ἔκλεισα τά μάτια μου κι ἀφέθηκα νά ἀκούω τόν ἐκκλησιαστικό σταθμό στό ραδιόφωνο τοῦ ταξί σάν μιά παρηγοριά, μιά ἐλπίδα, μιά ἐνίσχυσι στίς ἔγνοιες μου.
Τί ἔδωσε τήν ἀφορμή νά ποῦμε ἕνα λόγο μέ τόν ὁδηγό δέν πρόσεξα... δέν θυμᾶμαι.
Θυμᾶμαι τί μ᾽ ἔφερε σέ μιά τόσο ὄμορφη πραγματικότητα!
—Κυρία, ἐγώ δέν πίστευα. Ὁ Θεός ἔκανε στή ζωή μου ἕνα θαῦμα. Ἔνιωσα τήν ἀγάπη Του. Δέν ξέρω νά μιλάω γιά Ἐκεῖνον. Τί νά πῆς γιά ἕνα τόσο μεγάλο Θεό! Ἀπό τότε ὅμως Τοῦ εἶπα: “Νά μιλάω ἐγώ δέν μπορῶ. Θά ἔχω ὅμως συντονισμένο τό ραδιόφωνο τοῦ αὐτοκινήτου μου στόν ἐκκλησιαστικό σταθμό καί θά μιλᾶς Ἐσύ! Αὐτό μπορῶ νά τό κάνω”.
Σταμάτησε νά μιλάη τό παλληκάρι κι ὁ ὄρθρος συνεχιζόταν ἁπαλά, παρακλητικά.
Ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ φωνή Του ἦταν τό κήρυγμα ἑνός διαφορετικοῦ ἱεραποστόλου.
Κι ὁ Θεός σίγουρα θά ἀνταποκρινόταν μυστικά καί στή δική του ψυχή καί σέ κάποιους πού Τόν ἀναζητοῦν καί παλεύουν.
Ἡ ἀμοιβή γιά τή διαδρομή συνοδεύτηκε μ᾽ ἕνα ἐγκάρδιο “εὐχαριστῶ”, μιά δοξολογία γιά τούς δρόμους πού ἀνοίγει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί μιά ἱκεσία νά πληθαίνουν οἱ ταπεινοί μάρτυρες τοῦ θείου ἐλέους!

Ε.

(περ. Ἡ Δράση μας, τεῦχ. 584).



<>







Η μεταστροφή του μετέπειτα ιατρού και Επισκόπου Anthony Bloom από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία

Ἰδού πῶς μᾶς ἀφηγεῖται τή μεταστροφή του ὁ μετέπειτα ἰατρός καί Ἐπίσκοπος Anthony Bloom: «Θυμᾶμαι ὅτι μοῦ εἶπε ὁ πατέρας μου κάποτε, ὅταν γύρισα ἀπό διακοπές: 
—Ἀνησύχησα γιά σένα.
Καί ἐγώ τοῦ εἶπα: —Νομίσατε ὅτι μοῦ συνέβη κάποιο ἀτύχημα;
Ἐκεῖνος ἀπάντησε: —Αὐτό δέν θά εἶχε καμμιά σημασία, ἀκόμη κι ἄν δέν εἶχες σκοτωθῆ. Νόμιζα ὅτι εἶχες χάσει τήν ἀκεραιότητά σου»(ΑΒ, 9). 
«—Πότε γίνατε Χριστιανός; Ὑπῆρξε στή ζωή σας καμμιά συγκεκριμένη στιγμή μεταστροφῆς;
—Αὐτό συνέβη σέ διάφορα στάδια. Μέχρι τά μέσα τῆς ἐφηβικῆς μου ἡλικίας ἤμουνα ἕνας ἄπιστος καί τρομερά ἀντιεκκλησιαστικός. Δέν γνώριζα τό Θεό, δέν ἐνδιαφερόμουνα γι᾽ Αὐτόν καί μισοῦσα ὅ,τι ἦταν συνδεδεμένο μέ τήν ἰδέα τοῦ Θεοῦ.
—῞Ολα αὐτά παρά τίς ἰδέες τοῦ πατέρα σας;
—Ναί, γιατί μέχρι τά δεκαπέντε μου χρόνια ἡ ζωή μας ἦταν πολύ δύσκολη. Δέν ζούσαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη. Ἐγώ ἤμουν ἐσωτερικός σέ ἕνα σχολεῖο πού ἦταν πολύ αὐστηρό. Τά μέλη τῆς οἰκογενείας μου ζοῦσαν σέ διαφορετικά σημεῖα τοῦ Παρισιοῦ. Μόνον ὅταν ἔγινα δεκατεσσάρων χρόνων συγκεντρωθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη καί αὐτό ἦταν μιά πραγματική εὐτυχία καί χαρά. Εἶναι πράγματι παράξενο νά σκέπτεται κανείς ὅτι, σέ ἕνα σπίτι μιᾶς συνοικίας τῶν Παρισίων, μποροῦσε νά ἀνακαλύψη μιά τέλεια εὐτυχία· καί, ὅμως, αὐτό συνέβαινε. Τότε γιά πρώτη φορά, μετά τήν ἐπανάστασι [τήν κομμουνιστική τοῦ 1917], ἀποκτήσαμε σπίτι.
Ἀλλά πρίν ἀπό αὐτό, πρέπει νά πῶ ὅτι συνέβη κάτι πού μέ εἶχε προβληματίσει πάρα πολύ. ῞Οταν ἤμουν περίπου ἕνδεκα χρονῶν μέ ἔστειλαν σέ μιά θερινή κατασκήνωσι ἀγοριῶν, ὅπου συνάντησα ἕναν ἱερέα, πού θά ἦταν περίπου τριάντα χρονῶν. Κάτι ἀπ᾽ αὐτόν τόν ἄνθρωπο μοῦ τράβηξε τήν προσοχή. Εἶχε ἀγάπη τήν ὁποία σκορποῦσε στόν καθένα μας. Ἡ ἀγάπη του δέ αὐτή δέν εἶχε σχέσι μέ τό ἄν ἤμαστε καλοί, καί δέν ἄλλαζε ὅταν ἤμασθαν κακοί. Μποροῦσε ν᾽ ἀγαπάη χωρίς ὅρους. Ποτέ πρίν στήν ζωή μου δέν εἶχα συναντήσει κάτι τέτοιο. Μέ ἀγαποῦσαν στό σπίτι, ἀλλά αὐτό τό εὕρισκα φυσικό. Ἐπίσης εἶχα φίλους, ἀλλά κι αὐτό ἦταν φυσικό. Τέτοια ἀγάπη δέν εἶχα συναντήσει ποτέ. Τήν ἐποχή ἐκείνη δέν προσπάθησα νά δώσω καμμιά ἐξήγησι σ᾽ αὐτό, ἁπλῶς βρῆκα σ᾽ αὐτό τόν ἄνθρωπο κάτι πού μέ προβλημάτιζε καί συγχρόνως μοῦ ἄρεσε. Μόνο μετά ἀπό χρόνια, ὅταν πιά εἶχα ἀνακαλύψει τό Εὐαγγέλιο, σκέφθηκα ὅτι, αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ἀγαποῦσε μέ μιά ἀγάπη πού ἦταν πέρα ἀπό αὐτό τόν ἴδιο. Μοιραζόταν μαζί μας τή θεία ἀγάπη, ἤ ἄν προτιμᾶτε ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη του ἦταν τόσο βαθειά καί εἶχε τέτοιο στόχο καί τέτοιο ἄνοιγμα ὥστε μποροῦσε νά περιλαμβάνη ὅλους μας, εἴτε εἴμασθε χαρούμενοι εἴτε πονεμένοι, ἀλλά πάντοτε μέσα στήν ἴδια ἀγάπη. Αὐτή ἡ ἐμπειρία, νομίζω, ἦταν ἡ πρώτη βαθειά πνευματική ἐμπειρία τήν ὁποία εἶχα.
—Τί συνέβη μετά ἀπ᾽ αὐτό;
—Τίποτε. Γύρισα πίσω στό σχολεῖο, στό ὁποῖο ἤμουν ἐσωτερικός καί κάθε τι συνεχίσθηκε ὅπως καί πρίν, μέχρις ὅτου βρεθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἵδια στέγη. ῞Οταν γεύθηκα τήν πλήρη εὐτυχία, συνέβη κάτι τό τελείως ἀπροσδόκητο. Ξαφνικά ἀνακάλυψα ὅτι, ἡ εὐτυχία, ἄν δέν ἔχη κάποιο σκοπό, γίνεται ἀνυπόφορη. Δέν θά μποροῦσα νά ἀποδεχθῶ μιά ἄσκοπη εὐτυχία. Δυσκολίες καί βάσανα ἔπρεπε νά ὑπερνικηθοῦν, ὑπῆρχε, ὅμως, πάντοτε κάτι πέρα ἀπ᾽ αὐτά. Ἀλλά ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ὑπῆρχε τέτοιο νόημα καί ἐπειδή δέν πίστευα σέ τίποτε, ἡ εὐτυχία φαινόταν ἀνούσια. Ἀποφάσισα, λοιπόν, νά δώσω στόν ἑαυτό μου μιά προθεσμία ἑνός ἔτους, νά ἀνακαλύψη ἄν ἡ ζωή εἶχε κανένα νόημα. Ἐάν δέ, στό διάστημα αὐτοῦ τοῦ χρόνου, δέν θά μποροῦσα νά βρῶ κάποιο νόημα ἀποφάσισα νά μήν συνεχίσω νά ζῶ πλέον, θά αὐτοκτονοῦσα.
—Καί πῶς λοιπόν βγήκατε ἀπό τήν κατάστασι αὐτῆς τῆς ἄσκοπης εὐτυχίας;
—Ἄρχισα νά ψάχνω γιά ἕνα ἄλλο νόημα ζωῆς πέρα ἀπό ἐκεῖνο τό ὁποῖο μποροῦσα νά βρῶ μέσα στή σκοπιμότητα. Τό νά σπουδάζη κανείς γιά νά γίνη χρήσιμος στή ζωή ἦταν κάτι πού δέν μέ συγκινοῦσε καθόλου. Ὅλη ἡ ζωή μου μέχρι τώρα εἶχε συγκεντρωθῆ σέ ἄμεσους σκοπούς καί ξαφνικά ὅλα αὐτά βρέθηκαν χωρίς νόημα. ῎Ενοιωσα μέσα μου κάτι τό δραματικό καί κάθε τι γύρω μου μοῦ φαινόταν μικρό καί ἀνόητο.
Πέρασαν μῆνες καί κανένα νόημα δέν παρουσιάσθηκε στόν ὁρίζοντα. Μιά μέρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς —ἤμουνα τότε μέλος μιᾶς Ρωσικῆς ὀργανώσεως νέων στό Παρίσι— ἕνας ἀπό τούς ὑπευθύνους ἦλθε κοντά μου καί μοῦ εἶπε: 
—Καλέσαμε κάποιον ἱερέα νά σᾶς μιλήση, ἔλα καί ἐσύ. 
Ἐγώ ἀπάντησα μέ φανερή ἀποδοκιμασία ὅτι δέν θά πήγαινα. Δέν χρειαζόμουν τήν Ἐκκλησία. Δέν πίστευα στό Θεό. Δέν ἤθελα νά χάσω τόν καιρό μου μέ κάτι τέτοια. Ὁ ὑπεύθυνος χειρίσθηκε ἔξυπνα τήν ὑπόθεσι —μοῦ ἐξήγησε ὅτι ὅλοι ὅσοι ἀνῆκαν στήν ὁμάδα μου εἶχαν ἀντιδράσει ἀκριβῶς μέ τόν ἴδιο τρόπο καί θά ἦταν ντροπή νά μήν πάη κανείς, γιατί ὁ ἱερέας εἶχε ἔλθει καί θά ἦταν πολύ ἄσχημο, ἐάν, οὔτε ἕνας, δέν παρακολουθοῦσε τήν ὁμιλία του.
—Μήν τόν προσέχεις, εἶπε ὁ ὑπεύθυνος, δέν μέ ἐνδιαφέρει, μόνον ἔλα γιά μιά τυπική παρουσία. Μέχρι αὐτοῦ τοῦ σημείου ἤμουν πρόθυμος νά φανῶ νομοταγής στή νεανική ὀργάνωσί μας. ῎Ετσι παρέμεινα μέχρι τέλους τῆς διαλέξεως. Δέν εἶχα σκοπό νά προσέξω. Τά αὐτιά μου, ὅμως, ἔπιαναν μερικές φράσεις καί ἀγανακτοῦσα περισσότερο. Ὁ Χριστός καί ὁ Χριστιανισμός παρουσιάσθηκαν μέ τέτοιο τρόπο πού μοῦ ἦταν βαθύτατα ἀποκρουστικά. Ὅταν τελείωσε ἡ διάλεξι ἔτρεξα στό σπίτι μέ σκοπό νά ἐλέγξω, ἐάν ἦταν ἀλήθεια αὐτά τά ὁποῖα εἶπε ὁ ὁμιλητής. Ρώτησα τή μητέρα μου ἄν εἶχε Εὐαγγέλιο, γιατί ἤθελα νά διαπιστώσω ἐάν τό Εὐαγγέλιο θά ὑποστήριζε τήν τερατώδη ἐντύπωσι τήν ὁποία ἀπεκόμισα ἀπό τήν ὁμιλία. Δέν προσδοκοῦσα τίποτε καλό ἀπό τήν ἀνάγνωσί μου καί ἔτσι μέτρησα τά κεφάλαια τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων, ὥστε νά εἶμαι σίγουρος ὅτι διαβάζω τό συντομότερο, γιά νά μή χάσω ἄδικα τό χρόνο μου. Ἄρχισα, λοιπόν, νά διαβάζω τό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιον.
Ἐνῶ διάβαζα τήν ἀρχή τοῦ κατά Μᾶρκον Εὐαγγελίου, πρίν φθάσω στό τρίτο κεφάλαιο, ξαφνικά, συνειδητοποίησα ὅτι στήν ἄλλη πλευρά τοῦ γραφείου μου ὑπῆρχε κάποιος. Καί ἡ βεβαιότητα, ὅτι ἦταν ὁ Χριστός πού στεκόταν ἐκεῖ, ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε ποτέ, ἕως τώρα, δέν μέ ἔχει ἐγκαταλείψει. Αὐτό ὑπῆρξε πραγματικά ἡ ἀποφασιστική μου καμπή. Διότι, ἀφοῦ ὁ Χριστός ἦταν ζωντανός καί ἐγώ εἶχα ζήσει τήν παρουσία Του, μποροῦσα νά πῶ μέ βεβαιότητα ὅτι αὐτά τά ὁποῖα τό Εὐαγγέλιο ἔλεγε γιά τή σταύρωσι τοῦ Προφήτου τῆς Γαλιλαίας ἦταν ἀλήθεια, καί ὁ ἑκατόνταρχος εἶχε δίκηο ὅταν εἶπε: “Ἀληθῶς Υἱός Θεοῦ ἐστι”(πρβλ. 15, 39). Μέσα στό φῶς τῆς Ἀναστάσεως μποροῦσα νά διαβάσω μέ βεβαιότητα τήν ἱστορία τοῦ Εὐαγγελίου, γνωρίζοντας ὅτι τό κάθε τι ἔκρυβε μέσα του ἀλήθεια, ἀκριβῶς διότι τό ἀπίστευτο γεγονός τῆς Ἀναστάσεως ἦταν γιά μένα πιό βέβαιο ἀπό κάθε ἄλλο ἱστορικό γεγονός. Τήν ἱστορία ἤμουν ὑποχρεωμένος νά τήν πιστέψω, τήν Ἀνάστασι τή γνώριζα σάν γεγονός. Καθώς βλέπετε, δέν ἀνακάλυψα τό Εὐαγγέλιο ἀρχίζοντας μέ τό πρῶτο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί δέν ξετυλίχθηκε μπροστά μου σάν μιά ἱστορία, τήν ὁποία κανείς μπορεῖ νά πιστέψη ἤ ὄχι. Ἄρχισε μέ ἕνα γεγονός τό ὁποῖο παραμέριζε ὅλα τά προβλήματα ἀπιστίας ἀκριβῶς διότι ἦταν μιά ἄμεση καί προσωπική ἐμπειρία»(ΑΒ, 11).

Ἀπό το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννης Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Αθήνα 2011


<>











Ο διακο-Διονύσιος ο Φιρφιρής διηγείται την μεταστροφή ενός αθέου προς την Θεία Εξομολόγηση και την Εκκλησία


«Διηγήθηκε ὁ διακο-Διονύσιος ὁ Φιρφιρῆς:
“Κάποτε βρέθηκα γιά δουλειά ἔξω στή Θεσ/νίκη. Πῆγα σ᾽ ἕνα ἐστιατόριο νά φάω. Ἔκανα τήν προσευχή μου καί κάθησα νά φάω. Παραδίπλα ἦταν μιά παρέα. Μοῦ λέει κάποιος λαϊκός...
—Λοιπόν, τί μᾶς παριστάνεις τώρα; Τί θέλεις νά μᾶς δείξης;
—Γιά νά μήν μοῦ σταθῆ κανένα κόκκαλο στόν λαιμό, βρέ ἀδελφέ, ἀπάντησα λίγο ὀργισμένα.
Σέ λίγο ἀπ᾽ τό τραπέζι αὐτῆς τῆς παρέας ἀκούστηκε θόρυβος καί βιαστικά κάποιον τόν ἔβγαλαν ἔξω. Ἐγώ δέν γύρισα νά κοιτάξω. Μετά ἀπό καιρό πού ξαναβγῆκα στή Θεσ/νίκη μέ συναντᾶ κάποιος κοντά στό Λευκό Πύργο καί μέ χαιρετᾶ ρωτώντας:
—Μέ γνωρίζεις, Πάτερ;
—Ὄχι, ἀπαντῶ.
—Δέν μέ θυμᾶσαι; Ἐσύ μ᾽ ἔκανες Χριστιανό.
—Δέν σέ θυμᾶμαι.
—Θυμᾶσαι κάποτε σ᾽ ἕνα ἑστιατόριο πού ἔτρωγες καί κάποιος σοῦ εἶπε αὐτό καί αὐτό;
—Ναί, κάτι θυμᾶμαι.
—Ἔ, ἐγώ ἤμουν. Βλέπεις ἐδῶ; Μοῦ στάθηκε ἕνα κόκκαλο στό λαιμό καί μοῦ ἔκαναν ἐγχείρησι γιά νά τό βγάλουν, ἐνῶ συγχρόνως μοῦ ἔδειχνε τό λαιμό του μέ τό σημάδι τῆς τομῆς. Μετά ἀπ᾽ αὐτό καί στήν Ἐκκλησία πηγαίνω καί ἐξομολογοῦμαι καί προσευχή κάνω. Σ᾽ εὐχαριστῶ, Πάτερ· ἐσύ μ᾽ ἔσωσες”»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/04/blog-post_304.html).





<>










1995: Ο ετοιμοθάνατος κυρ-Αλέκος, φανατικός άθεος, εξομολογήθηκε και κοινώνησε

Ανδρόγυνο ο κυρ-Αλέκος και η κυρά-Καίτη, παντρεμένοι το 1920 περίπου. Κατοχή-εμφύλιος-φτώχεια κάργα και των γονέων. Η κυρά-Καίτη ευλαβέστατη, προσευχή, εξομολόγηση, θεία κοινωνία κλπ.

Ο κυρ-Αλέκος φανατικός άθεος, κομμουνιστής αλλά πολύ δίκαιος, ελεήμων, φιλάνθρωπος. Ήξερε από φτώχεια, στέρηση, κατατρεγμό. Συμπονούσε και βοήθαγε όσους μπόραγε. Φθάσανε και οι δυο, τ’ αντρόγυνο γύρω στα 1995. Ο κυρ-Αλέκος βαριά αρρώστια, κατάκοιτος, ετοιμοθάνατος. Η κυρά-Καίτη λαμπάδα δίπλα του, διακονούσε, έκλαιγε, προσευχότανε.

Παιδιά και εγγόνια είχανε στη ζωή τους, τις μέριμνές τους, σπουργιτάκια περνάγανε αστραπή από τους γέρους και φεύγανε.

Η κυρά-Καίτη παρακάλαγε τον άνδρα της:

«να φέρουμε άνδρα μου τον παπά της ενορίας να εξομολογηθείς, να κοινωνήσεις μη φύγεις σαν άψυχο ζώο για την άλλη ζωή και κολασθείς».

Τίποτε ο μπάρμπας, την σιχτήραγε και την απειλούσε:

«Μη φέρεις παππά στο σπίτι μας γιατί θα σας αμολήσω από το μπαλκόνι, εσένα, τον παπά και τα λιβανιστήρια σας».

Μια νύχτα ανοιξιάτικη ψιθύριζε κατατρομαγμένος ο μπάρμπας την κυρά του:

–  Τρέχα Καίτη, φοβάμαι.

– Τι θέλεις άντρα μου τ’ αποκρίθηκε αλαφιασμένη εκείνη.

-Να Μωρή, της απάντησε αυτός πανικόβλητος. Δεν βλέπεις αυτόν τον αγριεμένο αράπη, τον δίμετρο που με κοιτάει άγρια και γελάει; Ποιος είναι; Πως μπήκε στο σπίτι μας; Τι θέλει;

Η γυναίκα δεν είδε κανέναν άλλο, σταυροκοπήθηκε φωτίστηκε, κατάλαβε:

-«Άντρα μου στο ορκίζομαι όπου θες δεν βλέπω κανένα άλλο. Είμαι σίγουρη ότι είναι ο διάβολος και ήλθε ο κακούργος να σ’ αρπάξει να σε κολάσει».

Αστραπιαία ο κυρ-Αλέκος συνήλθε, κατάλαβε και της είπε:

– Σε πιστεύω -άμανες υπάρχει ο διάβολος- υπάρχει και ο Χριστός και παράδεισος και κόλαση.

Πήγαινε γρήγορα μόλις ξημερώσει και φέρε τον παπά, όποιον βρεις στην ενορία, να με ξομολογήσει και να με κοινωνήσει.

‘’Κατουρήθηκε’’ από φόβο και χαρά η Γριά. Μόλις ξημέρωσε πήγε στην ενορία, βρήκε κάποιον παπά Δημήτρη, το και το παπά μου και έλα γρήγορα. Έτσι και γίνανε όλα. Μόλις ξομολογήθηκε και κοινώνησε ο μπάρμπα Αλέκος γαλήνεψε, έλαμψε το προσωπάκι του και πέθανε συγχωρεμένος με Θεό και ανθρώπους.

Πόσο μας αγαπά ο Χριστός μας, πόσο ζητά ένα ψίχουλο καλή πρόθεση, καλό λογισμό να μας σώσει!

Από το βιβλίο ”Η ζωή διδάσκει τον Χριστό”, Αθήνα 2017






<>










Η μεταστροφή ενός αθέου αναρχικού στην Ορθόδοξη Πίστη μέσω ποιημάτων μετά από συνάντηση με τον Άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη (+1991)

Ὅταν ἤμουν 20 χρόνων ἀγαπητέ μου καθηγητή, ἤμουν ἀναρχικός. Εἶχα μακριά μαλλιά, εἶχα σκουλαρίκια, εἶχα τυραννήσει πνευματικούς ἀνθρώπους, τους δασκάλους μου.

Μέ ἔστειλαν σ’ ἕνα χριστιανικό οἰκοτροφεῖο και τό ἔκανα ἄνω-κάτω!

Μία μέρα, μέ τήν προτροπή ἑνός θείου μου, ἀποφάσισα νά ἐπισκεφθῶ τόν πατέρα Πορφύριο. Νόμιζα ὅτι θά συναντοῦσα ἕνα ἀφελές γεροντάκι, ἀλλά γρήγορα διαψεύστηκα! Μόλις μέ εἶδε ὁ Γέροντάς μου εἶπε:

«Μωρέ ἐσύ θέλεις νά πιστέψεις, ἀλλά δέν σέ ἀφήνει τό πολύ σου, τό δυνατό σου μυαλό! Ἀλλά ποῦ θά πᾶς; Σέ ἀγαπάει, σέ περιμένει ὁ Χριστός καί θά σέ κερδίσει μία μέρα! Μωρέ, ἔλα αὔριο νά τά ποῦμε!»
Πῆγα ἐγώ τήν ἄλλη μέρα νά τά ποῦμε…!

Ὁ Γέροντας, μόλις μέ εἶδε, μοῦ εἶπε:
«Μωρέ, σού ἀρέσουν τά ποιήματα; Γιατί, κι ἐγώ εἶμαι…ποιητής! Πᾶμε στό δάσος νά σού ἀπαγγείλω;»
Μέ πῆρε ἀπό τό χέρι κι ἄρχισε νά μοῦ λέει ποιήματα…!
Ἐγώ, καθώς ἄκουγα ἀναλύθηκα σέ δάκρυα καί ἔκλαιγα. Γιατί…;
Διότι, αὐτά τά ποιήματα, πού ἀπάγγελνε ὁ Γέροντας, ἤσαν τά δικά μου ποιήματα! Αὐτά, πού εἶχα γράψει καί τά εἶχα κρυμμένα σ’ ἕνα τετράδιο, πιστεύοντας ὅτι κάποια μέρα θά τά δημοσίευα. Εἶχα συγκλονισθεῖ!
Ὁ νέος ἐκεῖνος ἔγινε καθηγητής σέ δύο πανεπιστήμια καί ἱερέας!

Ἐλεύθερη ἀπόδοση ὁμιλίας τοῦ καθηγητοῦ κ. Γ. Κρουσταλάκη.



<>









Η μεταστροφή στην Ορθόδοξη Πίστη ενός αθέου Ελληνοαμερικάνου στο Σικάγο των ΗΠΑ μετά από θαυμαστή εμφάνιση του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτη (+1994) κατα τη δεκαετία του 1980


«Τό ἀκόλουθο περιστατικό μέ τό Γέροντα Παΐσιο, εἶναι ἀληθινό, ἐνῶ ἡ δημοσιοποίησί του ἄργησε λόγῳ τῆς ταπεινότητος τῶν ἀνθρώπων πού ἀρχικά τό διηγήθηκαν.
Ὁ Ν.Α., εὐκατάστατος ὁμογενής ἀπ᾽ τό Σικάγο τῶν Η.Π.Α., πολύ κάλος ἄνθρωπος καί ἄθεος, πρίν 25 περίπου χρονιά, εἶδε μιά βραδυά στόν ὕπνο του ἕνα μικροσκοπικό παππούλη νά τοῦ ζητάη εὐγενικά νά τόν παραλάβη ἀπό κάποιο ἀεροδρόμιο τοῦ Σικάγου, δίνοντάς του συγκεκριμένη ἡμερομηνία καί ὥρα.
“Νίκο καλό μου παιδί, ἔλα τάδε μέρα τάδε ὥρα στό τάδε ἀεροδρόμιο νά μέ παραλάβης σέ παρακαλῶ”.
Ὅταν ξύπνησε τό πρωΐ, ὁ Ν. διηγήθηκε στή σύζυγό του Μ. τό ὄνειρο πού εἶχε δεῖ.
Ἐκεῖνη, ἀρχίζοντας τά πειράγματα λόγῳ τῆς ἀθεΐας του, τοῦ εἶπε ὅτι ἦταν ἀπλῶς ἕνα ὄνειρο καί νά μήν δώση σημασία.
Τό ὄνειρο μέ τό μικροσκοπικό παππούλη ἐπαναλήφθηκε στόν ὕπνο τοῦ Ν. πολλές φόρες, σέ σημεῖο πού ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἀρχίσει νά ταράζεται. Κάποτε ὁ “ἐφιάλτης” σταμάτησε καί ὁ Ν. ἠρέμησε.
Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό ἔφθασε ἡ καθορισμένη ἡμερομηνία πού ὁ παππούλης εἶχε προαναγγείλει στό ὄνειρο. Ὁ Ν. ἀποφάσισε νά πάη κρυφά στό ἀεροδρόμιο γιά νά ἀποφύγη τά κοροϊδευτικά σχόλια τῆς γυναίκας:
“Τί ἔχω νά χάσω”, συλλογίστηκε, “στό κάτω κάτω θά κάνω τή βόλτα μου, θά πιῶ τό καφεδάκι μου καί ὕστερα θά πάω στή δουλειά μου”.
Πράγματι ἔτσι κι ἔγινε. Πῆγε καί ἀφοῦ κάθισε σέ μιά γωνιά τοῦ χαώδους ἀεροδρομίου τοῦ Σικάγου, περίμενε τόν ἄγνωστο παππούλη τοῦ ὀνείρου.
Ἦπιε κάμποσους καφέδες, ἄλλα ἡ ὥρα περνοῦσε καί ὁ παππούλης δέν φαινόταν πουθενά. Μέτα ἀπό μιά-μιάμιση ὥρα, σκέφτηκε, “ἕνα τσιγάρο ἀκόμα καί φεύγω, καλά καί δέν τό εἶπα στή Μ. γιατί θά μέ κορόιδευε αἰωνίως”.
Πρίν καλά καλά προλάβη νά τελειώση τή σκέψι του, γυρίζοντας ἀπ᾽ τήν ἄλλη μεριά, βλέπει ξαφνικά μπροστά του νά ἐμφανίζεται στ᾽ ἀλήθεια ὁ μικροσκοπικός παππούλης πού ἔβλεπε στόν ὕπνο του. “Εὐχαριστώ Ν. καλό μου παιδί πού ἦρθες, ἤξερα πώς θά ἐρχόσουν”, τοῦ ἐἶπε ὁ Γέροντας Παΐσιος.
Μήν πιστεύοντας στά μάτια του, ἔχοντας μπροστά του στήν πραγματικότητα τόν παππούλη πού ἔβλεπε στόν ύπνο του, ὁ Ν. παραλίγο νά πάθη συγκοπή!
Εντελώς σαστισμένος καί σοκαρισμένος, ἀφοῦ τρόμαξε νά συνέλθη, πήρε τόν παππούλη καί πῆγαν στό σπίτι του, στά προάστια τοῦ Σικάγου, ὀπού ὁ Γέροντας διέμεινε κάμποσο καιρό.
Ὁ Ν. καί ἡ Μ. μεταμελήθηκαν καί μπῆκαν στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ὁρκισμένος ἄθεος, ὁ Ν. ἔγινε πολύ πιστός Χριστιανός.
Μοῦ διηγήθηκαν οἰ ἴδιοι τό ἀπίστευτο αὐτό περιστατικό, στό σπίτι τούς στό Σικαγο, πρίν 15 περίπου χρόνια (δεκαετία 1980).
Μαρτυρία: Ἀντωνία Μποτονάκη-Ἁγιορείτικο Βῆμα»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>








Γεωργία: Πώς πείστηκε ένας άθεος Καθηγητής Πανεπιστημίου ότι η Θεωρία της Εξέλιξης δεν ισχύει

Αρχές της δεκαετίας του 1980. Κρατικό Πανεπιστήμιο Τιφλίδας.

Νεαρός Γεωργιανός φοιτητής, τελείωνε μια Θεωρητική Σχολή. Για να πάρει το πτυχίο του έπρεπε να περάσει την κρατική εξέταση του μαθήματος «Αθεΐα». Το επέβαλλε το καθεστώς. Ο νεαρός είχε τότε το δικαίωμα να διαλέξει τον καθηγητή, (η εξέταση ήταν πάντα προφορική). 

Διάλεξε λοιπόν έναν που του φάνηκε κάπως συμπαθής. Όταν πήγε να εξεταστεί του δήλωσε ορθά–κοφτά ότι δεν πιστεύει σε αυτές τις αθεϊστικές θεωρίες και δεν πρόκειται να απαντήσει σε καμία σχετική ερώτηση.

-Μπορείτε να με κόψετε, είπε στον καθηγητή.

-Βέβαια και θα σε κόψω, αλλά πρώτα πες μου, τι θα κάνεις. Σπούδασες πέντε χρόνια και αποφασίζεις να μην πάρεις το πτυχίο σου; Κρίμα δεν είναι;

-Δεν πειράζει, απάντησε ο νεαρός ψύχραιμα. Υπάρχει ποίηση, φιλία.... όλα αυτά θα με βοηθήσουν να το ξεπεράσω. Σε καμία περίπτωση όμως δε θα μπορούσα να σας πω αυτό που δεν πιστεύω.

-Δικό σου το πρόβλημα.

-Τώρα μεταξύ μας (ο νεαρός χαμήλωσε τη φωνή του) εσείς στ’ αλήθεια πιστεύετε ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο; Δηλαδή, οι πρόγονοί μας που έχυσαν τόσο αίμα για να υπερασπιστούν την πίστη ήταν ανόητοι;

Ο καθηγητής χαμογέλασε.

-Πολύ θαρραλέος είσαι και αυτό το 2 που θα σου βάλω τώρα (δηλαδή σε κόβω) είναι μόνο για το θάρρος σου. Στο καλό να πας.

Ο καθηγητής έγραψε το βαθμό στο φοιτητικό βιβλιάριο του νεαρού, όπως συνήθιζαν τότε και συνέχισε την εξέταση άλλων φοιτητών. Ο νεαρός έφυγε. Κάθισε σε ένα καφενείο πικραμένος. Άνοιξε το φοιτητικό του βιβλιάριο. Αυτό που είδε ήταν απίστευτο. Ο καθηγητής, του είχε βάλει 20… άριστα...!!!

Γ.Π.

Σημείωση: Το περιστατικό το διηγήθηκε Γεωργιανή φοιτήτρια, που έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Ο αντίπαλος και ο αντίθεος όχι μόνο βαθμολογεί με άριστα το θάρρος της ομολογίας αλλά και το θαυμάζει και τον πείθει.


<>







Η μεταστροφή ενός Αυστραλού από τον Ινδουϊσμό στην Ορθοδοξία με την βοήθεια της Αγίας Γαβριηλίας Παπαγιάννη ιεραπόστολο της Ινδίας (+1992)

Διηγείται η Ἅγία Γαβριηλία Παπαγιάννη (+1992), ιεραπόστολος στην Ινδία: 

«Μιά φορά, στήν Ἰνδία, ἦταν ἕνας πολύ μεγάλος “Δάσκαλος”, ἀπ᾽ αὐτούς πού λένε guru (Ἐγώ τότε ἐργαζόμουν στό μικρό Νοσοκομεῖο πού ἀνῆκε στό Αshram του (: τή Μονή του)). Μιά μέρα λοιπόν, ἦρθε ἕνα νέος 26 χρονῶν ἀπό τήν Αὐστραλία, πολύ χαριτωμένος, φέρνοντας μαζί του ἕνα μεγάλο κιβώτιο. Παρουσιάσθηκε ἐκεῖ πού ἦταν ὁ μεγάλος αὐτός Δάσκαλος καί εἶχε γύρω του κόσμο πού τόν ἄκουγε νά μιλᾶ... Ὅταν μπῆκε αὐτός ὁ νέος, ἦταν κατακόκκινος ἀπό τή χαρά καί τή συγκίνησί του. Κοίταζε τό Δάσκαλο, ὅπως κοιτάζουμε, τί νά σᾶς πῶ, μιάν εἰκόνα Ἁγίου! Ἀφοῦ λοιπόν ὁ “Δάσκαλος” τόν κοίταξε καλά-καλά, τοῦ λέει: “Ὥστε ἐσύ εἶσαι πού ἦρθες ἀπό τήν Αὐστραλία; Τί μᾶς ἔφερες;”. Αὐτός ὁ καημένος ἀπό τή συγκίνησί του δέν μποροῦσε νά μιλήση. Κι ὁ ἄλλος νά ἐπιμένη: “Μᾶς ἔφερες μπανάνες; Μᾶς ἔφερες φροῦτα; Μᾶς ἔφερες γλυκά; Τί μᾶς ἔφερες;”... Ἀρχίζει τό δύστυχο τό παιδί νά ἀνοίγη τό κιβώτιο. Καί βγάζει χαρτιά, καί δεύτερα χαρτιά, καί τρίτα χαρτιά... “Ἐ, δεῖξε μας πιά τί θά μᾶς χαρίσης;”. Στό τέλος ἔβγαλε ταινίες καί τό μαγνητόφωνο πού εἶχε φέρει γιά νά ἠχογραφήση τή φωνή τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Δασκάλου! “Μπά!... Αὐτά εἶναι ὅλα; Τίποτε ἄλλο δέν ἔφερες;... Πηγαίνετε νά τοῦ δείξετε τό δωμάτιό του!”.

Πάει ὁ καημένος στό δωμάτιό του, καί κάθεται καί κλειδώνεται καί δέν ἤθελε πιά νά βγῆ ἔξω καθόλου. Ἔπαθε σόκ! Περίμενε νά δῆ ἕνα ἄνθρωπο πού τόν εἶχε σχεδόν θεοποιήσει καί τόν βλέπει τώρα νά περιμένη μπανάνες καί φροῦτα σάν κοινός θνητός, καί στό τέλος νά τοῦ λέη καί νά πάη στό δωμάτιό του, μιά καί δέν ἔφερε τίποτε... Ἐνῶ ὁ δύστυχος εἶχε ἔρθει γιά νά ἀπαθανατίση τή φωνή τοῦ guru καί νά τή στείλη πίσω στήν Αὐστραλία (... κι ὅλοι νά θαυμάσουν τό κατόρθωμά του, γιατί βέβαια, μέσα σ᾽ ὅλα αὐτά ὑπῆρχε λιγάκι τό Ἐγώ)... Τό παιδί, ὅπως καταλαβαίνετε, ἔπαθε πραγματικό σόκ. Τήν ἄλλη μέρα προσπάθησαν νά τόν βγάλουν ἀπό τό δωμάτιό του, νά πάη νά ἀκούση τίς διδαχές, ἀλλ᾽ αὐτός δέν ἤθελε. 

Μιά φορά μοῦ λέει: “Ἐσύ μοῦ λές ὅτι ὅταν θέλη ὁ Θεός κάτι, γίνεται, κι ὅτι ὅταν ἀφήσης τόν ἑαυτό σου ἐλεύθερα στά χέρια τοῦ Θεοῦ, σοῦ τό κάνει, κι ὅτι ὁ μόνος τρόπος νά φθάσης στό Θεό εἶναι μέσῳ τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος σέ παίρνει ἀπό τό χέρι καί σέ διαπαιδαγωγεῖ καί σέ πάει ἐκεῖ ὅπου πρέπει, φθάνει νά ἀφεθῆς”. “Ναί” τοῦ λέω “φθάνει ὅμως νά ἀφεθῆς πραγματικά”! Κάποια ἄλλη μέρα μοῦ λέει: “Ἐσύ λές ὅτι πρέπει νά ἀφεθοῦμε τελείως στό χέρι τοῦ Θεοῦ, κι ὅτι τότε... ῾Ὡραῖα! Ἄς πᾶμε λοιπόν οἱ δύο μας, χωρίς χρήματα, σ᾽ ἕνα βουνό, σ᾽ ἕνα ἄγνωστο μέρος, νά δοῦμε... Θά βροῦμε τροφή καί κατοικία, ὅπως μοῦ λές;”.  “Καί βέβαια θά βροῦμε! Ρωτᾶς;”. “Ὥστε εἶσαι βεβαία;”. “Εἶμαι βεβαία”. “Ἄν τό δῶ αὐτό, θά πιστέψω στό Χριστό καί θά παρατήσω ὅλους τούς Δασκάλους καί ὅλους τούς guru”. Ὅμως παιδιά μου, στήν Ἁγία Γραφή λέει: μήν ἐκπειράσης Κύριον τόν Θεόν σου, καί: μή ζητᾶς σημεῖο. Ἀλλά ἐγώ τότε, εἶχα μιά τέτοια λαχτάρα καί βεβαιότητα ὅτι αὐτό τό παιδί πρέπει νά μή χάση τό Χριστό του, ἀφοῦ γεννήθηκε σέ χριστιανική χώρα. Τί θά μποροῦσε νά γίνη τώρα; Ὁπότε τοῦ λέω: “Ναί, θά φύγουμε”. Εἴχαμε μαζί μας χρήματα γιά τό τραῖνο καί γιά τόν ὕπνο τό πρῶτο βράδυ κάτι πολύ λίγο, ἕνα ρούπι (κάτι σάν ἑκατό δραχμές). Τήν ἄλλη μέρα θά περιμέναμε πιά τί θά γίνη.  Εἶχα μιά τέτοια βεβαιότητα! Σάν νά πήγαινα σέ γνωστό μέρος... Λοιπόν, τό παιδί αὐτό εἶχε μαζί του μερικά φροῦτα καί τά πήραμε μαζί μας.

Τήν ἄλλη μέρα τό πρωΐ, ξεκινᾶμε γιά τό βουνό. Κι ἀνεβαίνουμε, κι ἀνεβαίνουμε, κι ἀνεβαίνουμε... Κι ἔγινε μεσημέρι. Κάποια στιγμή καθίσαμε σ᾽ ἕνα λόφο νά ξεκουρασθοῦμε. Μοῦ λέει: “Δέν ἔγινε κανένα θαῦμα ἀκόμη”. Τοῦ λέω: “Πολύ βιάζεσαι. Ἐγώ σοῦ εἶπα ὅτι ἀπόψε, ἄν θέλη ὁ Θεός, θά βροῦμε ποῦ νά μείνουμε”. “Καλά” λέει. Ὁ ἥλιος ὅμως σέ λίγο ἄρχισε νά πέφτη, γιατί ἐκεῖ ἦταν βουνό καί χαμήλωνε γρήγορα. Βλέπαμε κάτω τήν κοιλάδα, καί νά σᾶς πῶ τήν ἀλήθεια, εἶχα ἀρχίσει νά σκέπτωμαι ὅτι κάπως ... ἄργησαν νά γίνουν τά θαύματα πού περίμενα, ἀλλά ὅτι ἔχει ὁ Θεός... Γυρίζει καί μοῦ λέει: “Καί τώρα, τί λές ἐσύ;”. “Λέω ὅτι ἀπόψε θά κοιμηθοῦμε ἐκεῖ πού θέλει ὁ Θεός”. Καί δέν περνᾶ λίγη ὥρα, καί κοντά στό δειλινό πιά, τήν ὥρα πού θά ἔφευγε ὁ ἥλιος, βλέπουμε κάτω ἀπό τό λόφο νά ἀνεβαίνη σιγά-σιγά πρῶτα ἕνα τροπικό καπέλλο, ὕστερα ἕνα πρόσωπο, ὕστερα δύο φιγοῦρες Ἰνδές. Σέ λίγο διακρίναμε ὅτι τό πρόσωπο μέ τό τροπικό καπέλλο ἦταν γυναικεῖο, μέ γυαλιά, ἡλικιωμένο καί Εὐρωπαϊκό. Οἱ δύο Ἰνδές ἦταν νέες κοπέλλες. Ἀνεβαίνουν, ἀνεβαίνουν τά πρόσωπα καί φθάνουν κοντά μας.

“Καλησπέρα σας”. “Καλησπέρα”. “Ἀπό ποῦ ἔρχεσθε”; “Ἐρχόμασθε ἀπό κάτω”. “Καί ποῦ πᾶτε”; “Σέ φίλους”. Αὐτός μέ ἀγριοκοίταξε. Σοῦ λέει, γιατί λέει ψέμματα αὐτή; “Κι ἀπό ποῦ εἴσασθε”; “Εἶμαι ἀπό τήν Ἑλλάδα καί ὁ νέος ἀπό τήν Αὐστραλία”. Λέει: “Κι ἐγώ ἀπό τήν Ὁλλανδία. Εἶμαι μεγαλωμένη στήν Ἀμερική κι αὐτές οἱ δύο Ἰνδές πού βλέπετε, εἶναι δύο ἀπό τίς ἕξι κόρες πού ἔχω υἱοθετημένες ἐδῶ καί τίς σπούδασα Νοσοκόμες. Ἐσεῖς τί δουλειά κάνετε;”. Λέω: “Διδάσκω Φυσιοθεραπεία καί τώρα μόλις τελείωσα ἀπό κάποιο Νοσοκομεῖο”. “Ἄχ! Ὁ Θεός σέ ἔστειλε. Μήπως εἶσαι ἐλεύθερη νά ἔρθης ἀπόψε στό σπίτι μας; Τά δύο αὐτά κορίτσια μου ἔχουν ἄδεια γιά ἕνα μῆνα, κι ἄν ἤθελες νά τούς μάθαινες λιγάκι”... Λέω “Εὐχαρίστως... Ἀλλά ἔχω κι αὐτόν τό νέο μαζί μου καί πηγαίναμε...”. “Ἔχω υἱοθετημένο καί ἕνα ἀγόρι. Θά μοιρασθοῦν τό δωμάτιό του, καί ἀπόψε θά εἴμασθε μιά οἰκογένεια”. “Εὐχαριστῶ κι ἐσᾶς καί τό Θεό πού μᾶς ἔφερε κοντά”. Ὁ νέος ἀπό τήν Αὐστραλία, πραγματικά δηλαδή, εἶχε τελείως ἀποσβολωθῆ... Ὁ Θεός εἶχε κάνει τό θαῦμα του κι ἐγώ πετοῦσα! Εἶχα ἕναν ἐνθουσιασμό τότε πού δέν λέγεται. Ἡ Ἰνδία ἦταν ἡ μεγάλη περιπέτειά μου μέ τήν Πίστι τοῦ Θεοῦ. Γιατί εἶχα πάει χωρίς νά ξέρω τίποτε. Σέ ξένη χώρα καί σέ ξένη γλῶσσα. Τέλος πάντων, φθάσαμε στό σπιτάκι τους στό βουνό. Ἕνα ὡραῖο σπίτι, πάνω σ᾽ ἕνα λόφο. Ἐκείνη μοῦ διηγήθηκε πῶς εἶχε φύγει νέα, πῶς ἔζησε τόσα χρόνια ἐκεῖ, πῶς οἱ φίλοι μόνο τή συντηροῦσαν, γιατί δέν ἀνῆκε σέ καμμία ὀργάνωσι, κι ὅλα αὐτά, καί πῶς ὁ Θεός τήν ἔχει εὐλογήσει. Ἐκεῖνο τό βράδυ, τό παιδί ἀπό τήν Αὐστραλία εἶχε τόσο πολύ συγκινηθῆ, πού μέ δάκρυα στά μάτια, μοῦ λέει: “Ἀδελφή μου Λίλα, κάτσε στό πιάνο νά παίξουμε τώρα ὅλα τά Χριστουγεννιάτικα τραγούδια! Ὁ Χριστός μόλις γεννήθηκε μέσα μου”! Καί κάθομαι στό πιάνο κι ἀρχίζουμε νά τραγουδᾶμε, κατακαλόκαιρα, ὅλα τά Χριστουγεννιάτικα τραγούδια! Κι ἀρχίζουν νά τραγουδοῦν καί τά κορίτσια μαζί μέ τή μητέρα καί τό γιό καί ὅλοι... Κι αὐτό τό παιδί, ὁ Ἄλαν, ἦταν κυριολεκτικά μέσα στήν εὐδαιμονία τοῦ Θεοῦ!

Ἀλλά βλέπετε, ὁ Θεός κάνει τά θαύματά του ἐκεῖ πού πρέπει νά τά κάνη. Γιατί αὐτό τό παιδί ἦταν τόσο παραστρατημένο σέ ἄλλες κατευθύνσεις. Κι ἐπειδή ὁ Θεός τόν ἤθελε, μᾶς ἔκανε ὅλα αὐτά. Κι ἐγώ εἶχα μιά τέτοια βεβαιότητα ὅτι δέν μπορεῖ νά χαθῆ ἔτσι, στά 26 του, μ᾽ ὅλα αὐτά τά γυμνάσματα πού φέρνουν ἀλλοιθωρισμούς καί ἕνα σωρό ἄλλα πράγματα, ὅταν δέν εἶναι... Τέλος πάντων. Μείναμε ἐκεῖ δεκαπέντε μέρες. Ἔδειξα στά κορίτσια αὐτά τά ὁποῖα ἤθελαν, κι ὕστερα αὐτός πῆγε πίσω στήν Αὐστραλία. Αὐτή ἡ κυρία, ἡ Ἱεραπόστολος, ἔκτοτε μέ προσκαλοῦσε κάθε καλοκαίρι καί πέρναγα ἕνα διάστημα κοντά της. Δέν ξέχασαν ποτέ αὐτή τήν ἱστορία, εἰδικά ὅταν τούς διηγήθηκα τί ἔγινε μ᾽ αὐτό τό παιδί ἀργότερα...

Γιατί δέν τελείωσε ἡ ἱστορία του. Πέρασε ἄλλος ἕνας χρόνος, κι ἄλλος ἕνας καί ξαναγυρίζει στά γυμνάσματα καί στούς ἄλλους ἐκεῖ. Ἐγώ τότε εἶχα φύγει μακριά, πάνω σ᾽ ἕνα βουνό καί δέν μποροῦσε κανένας νά μέ βρῆ. Ὅπως μοῦ εἶπε ἀργότερα, θυμήθηκε τί τοῦ ἔλεγα καί σκέφτηκε: “Ὅπως ἡ ἀδελφή Λίλα λέει ναί ἅμα τήν προσκαλοῦν, ἔτσι κι ἐγώ αὐτή τή φορά θά πῶ ναί κι ὅπου μέ βγάλει ἡ ἄκρη”! Γιατί δέν ἦταν πάλι εὐχαριστημένος μέσα του, ἐκεῖ. Σηκώνεται λοιπόν καί πάει ἐκεῖ, πού νόμιζε ὅτι θά μέ βρῆ —ἐκεῖ πού εἴχαμε ξανασυναντηθῆ. Ἀλλά τοῦ εἶπαν: “Δέν θά ᾽ρθη ἐδῶ φέτος, εἶναι πάνω στό βουνό”. Κοιτᾶτε τώρα “σύμπτωσι”! Ἔρχεται κάποιος ἐκεῖ πού ἤμουν καί μοῦ λέει: “Ξέρεις, ὁ Ἄλαν ἀπό τήν Αὐστραλία εἶναι στό τάδε μέρος”. “Ἄχ”, σκέφθηκα, “νά τοῦ στείλω ἕνα γράμμα νά ἔρθη ἐδῶ”, χωρίς νά ξέρω τήν καινούργια περιπέτεια πού εἶχε πάθει... Κι ἐκεῖ πού ἐκεῖνος περίμενε νά τοῦ ἔρθη μιά πρόσκλησι ἀπό κάποιον ἄλλο γιά μιά μεγάλη ἀλλαγή στή ζωή του καί δέν ξέρω τί ... ἔρχεται τό γράμμα μου. Ἦταν ἡ μόνη πρόσκλησι πού τοῦ ἔγινε! Καί παίρνει δρόμο κι ἔρχεται σ᾽ ἐκεῖνο τό βουνό, ὅπου δέν ὑπάρχουν Εὐρωπαῖοι, παρά μόνο ἐκεῖνος κι ἐγώ. Κι ἔρχεται καί μοῦ λέει: “Ὅλα καλά καί ἅγια ὅσα γίνανε τότε. Ἐγώ ἐν τῷ μεταξύ, ὅμως, εἶδα ἕνα σωρό πράγματα νά μή γίνωνται ἔτσι ὅπως τά λές. Γι᾽ αὐτό ἦρθα πάλι ἀναζητώντας τήν Ἀλήθεια στήν Ἰνδία”. “Μά ἀφοῦ σοῦ εἶπα, παιδί μου, ὅτι ἡ Ἀλήθεια δέν εἶναι μία θεωρία, εἶναι ὁ Χριστός πού εἶπε: Ἐγώ εἶμαι ἡ Ἀλήθεια. Τί ἄλλο θέλεις; Μήπως θέλεις καί ἄλλα θαύματα”; “Μά ἐσύ λές ὅτι ζῆς πάντα μέσα στά θαύματα”. “Ναί, ζῶ στό θαῦμα. Γιατί τό ὅτι εἶσαι ζωντανός καί ξανάρχεσαι, τό ὅτι ἔχουμε τά μάτια μας καί τά πόδια μας, ὅλα αὐτά εἶναι θαῦμα. Βλέπεις ἐδῶ πού δουλεύω μέ τούς λεπρούς; Βλέπεις ἐκεῖ τούς τυφλούς; Τούς βλέπεις ὅλους αὐτούς ἐδῶ τούς ἄρρωστους ἀνθρώπους; Γιατί αὐτοί καί ὄχι ἐμεῖς; Τό ρώτησες ποτέ; Κατά Χάρι τά ἔχουμε ὅλα! Κατά Χάρι! Παρ᾽ ὅλη τήν ἁμαρτία μας! Κατά Χάρι εἴμαστε ὅπως εἴμαστε. Μέ τό Αἷμα τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ! Δέν τό καταλαβαίνεις αὐτό;”... Κι ἐκεῖ πάνω πού μιλούσαμε, ἔρχεται ἕνας γέρος ὅλο κλάματα... “Τρέξτε, στό Νοσοκομεῖο εἶναι βαριά τό παιδί μου. Ἐλᾶτε!”. Καί πηγαίνουμε. Τό χωριουδάκι αὐτό ἦταν πολύ μικρό καί τό Νοσοκομεῖο δέν ἦταν καί πολύ... Μοῦ λέει ὁ γιατρός: “Ἤρθατε νά δῆτε τό παιδί. Ἔπεσε ἀπό μιά σκαλωσιά καί μοῦ φαίνεται ὅτι ἔσπασε ἡ σπονδυλική του στήλη κι ὅτι ὥς τό πρωΐ θά ἔχη πεθάνει”. Βλέπουμε τό παιδί. Ἦταν δεκαοκτώ χρονῶν. Κι ἐγώ τόσο πολύ συγκινήθηκα πού εἶδα αὐτό τό παιδί, πού ἄρχισα νά τοῦ χαϊδεύω τό μέτωπο λιγάκι. Καί λέω στόν πατέρα του: “Ὄχι. Τά θαύματα τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγάλα! Τό παιδί θά ζήση. Μή σέ μέλει”.

“Τότε βοήσῃ καί ὁ Θεός εἰσακούσεταί σου· ἔτι λαλοῦντος σου ἐρεῖ· Ἰδού πάρειμι (: ἐνῶ ἀκόμα θά μιλᾶς, θά σοῦ πῆ· εἶμαι παρών)”(Ἡσ 58, 9).

Ἐκείνη τήν ὥρα, τό παιδί ἄνοιξε λίγο τά μάτια του. Ὁ πατέρας περίμενε ὅτι θά πεθάνη. Ὅταν ὅμως ἄκουσε ὅτι μπορεῖ καί νά ζήση τό παιδί του, γυρίζει καί μοῦ λέει: “Ἔ, ἀφοῦ θά ζήση τό παιδί μου, δός μου λίγα χρήματα νά πάω νά φάω, γιατί πεινῶ”. Τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεως! Λέω: “Ἐγώ δέν ἔχω χρήματα, θά σοῦ δώση αὐτό τό παιδί”. Καί τό παιδί ἀπό τήν Αὐστραλία τοῦ ἔδωσε. Φύγαμε. Τήν ἄλλη μέρα τό πρωΐ μοῦ λέει: “Πᾶμε νά δοῦμε ἄν ζῆ τό παιδί”. Μόλις πήγαμε, βρίσκουμε στήν πόρτα τό γιατρό καί μᾶς λέει: “Θά σᾶς πῶ ἕνα πρᾶγμα, νά ἀπορήσετε. Ἡ Φύσι κάνει κάποτε τέτοια παιχνίδια! Τό παιδί ἔγινε καλά καί σήμερα τό πρωΐ ξεκίνησε μέ τά πόδια μέ τόν πατέρα του γιά τό χωριό τους, πού εἶναι δέκα μίλια μακρυά”! Ἔ!... Ὁ Αὐστραλός αὐτή τή φορά κόντεψε νά πέση κάτω! Ἦταν πραγματικά συγκλονισμένος. Γυρίζει καί μοῦ λέει: “Τώρα, πιστεύω στήν Παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ! Πιστεύω στό Χριστό! Εἶμαι Χριστιανός μέσα στήν ψυχή μου! Φεύγω πίσω στήν Αὐστραλία! Βρῆκα αὐτό πού ζητοῦσα”!

Φεύγει τό παιδί... Τά χρόνια περνοῦν. Φεύγω κι ἐγώ ἀπό τήν Ἰνδία... Πάω στή Βηθανία, γίνομαι Δόκιμη καί μιά μέρα παίρνω ἕνα γράμμα ἀπ᾽ αὐτό τό παιδί πάλι, ὅπου μοῦ λέει: “Ἡ μεγάλη μου ὑπερηφάνεια μ᾽ ἔφερε σέ ἀπόγνωσι. Τρεῖς νέες κόντεψαν νά πνιγοῦν τήν ὥρα πού κολυμποῦσαν, κι ἐπειδή ἤμουν πολύ καλός κολυμβητής, ἔπεσα στό νερό καί τίς ἔσωσα. Ἔπαθα ὅμως τόσο μεγάλη ἔπαρσι, πού τό διατυμπάνισα σ᾽ ὅλο τόν κόσμο καί στό τέλος ἔχασα τό νοῦ μου καί μέ κλεῖσαν σέ Νευρολογική Κλινική. Βγῆκα μετά, εἶμαι λένε καλά, ἀλλά ἐγώ μέσα μου δέν αἰσθάνομαι καλά. Τώρα τί μέ συμβουλεύεις νά κάνω”; Ἐγώ τότε εἶχα γνωρίσει στήν Ἰνδία τόν πατέρα Λάζαρο, τόν Ἄγγλο Ὀρθόδοξο. Τοῦ λέω: “Πήγαινε πάλι στήν Ἰνδία. Αὐτή τή φορά, ὅμως, κατευθείαν στόν πατέρα Λάζαρο σέ παρακαλῶ”. Κάθομαι καί γράφω στόν πατέρα Λάζαρο. Πῆγε τό παιδί...

Ὅταν μοῦ ἔγραψε ὁ πατήρ Λάζαρος μοῦ εἶπε ὅτι ἕνα ὁλόκληρο χρόνο τόν κοίταζε μόνο. Παρακολουθοῦσε κάθε μέρα τή Θεία Λειτουργία καί δέν τοῦ μιλοῦσε καθόλου. Ἦταν ἕνα αἴνιγμα. Κι ἕνα πρωΐ τοῦ λέει: “Πάτερ, τόσα χρόνια γνωρίζω τήν ἀδελφή Λίλα, ἀλλά ἐκείνη δέν μέ ρώτησε ποτέ ἄν εἶμαι βαπτισμένος, οὔτε ἄν εἶμαι Χριστιανός. Θά νόμισε ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον εἶμαι γεννημένος στήν Αὐστραλία, θά ἤμουν. Ἀλλά δέν εἶμαι βαπτισμένος. Δέν εἶμαι οὔτε Χριστιανός! Σέ παρακαλῶ, βάπτισέ με”! Ἡ χαρά τοῦ πατρός Λαζάρου ἦταν μεγάλη. Τόν βάπτισε κι ἀπό Ἄλαν τόν ὀνόμασε Ἀδριανό. Πῆρε τήν εὐλογία του κι ἔφυγε καί ἔγινε Ἱεραπόστολος... Αὐτά εἶναι τά μεγάλα καί συγκλονιστικά θαύματα τοῦ Θεοῦ!».


Ἀπό το βιβλίο:

Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ

ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ἀπό τόν  Προτεσταντισμό στήν Ὀρθοδοξία

Μεταστροφές 1

ΕΚΔ. ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
ΑΘΗΝΑ 2011


<>








«Ὁ κ. Θωμᾶς Kipazula ἀπ᾿ τή Butumba τοῦ Congo τῆς Ἀφρικῆς μᾶς ἐξιστόρησε πῶς ἔγινε Χριστιανός:
—Κάποια μέρα πῆγα γιά ψάρεμα στο ποτάμι.
Ἐπιστρέφοντας στό σπίτι μου ἔπεσα ἄρρωστος στό κρεββάτι. Γιά μέρες δέν μποροῦσα οὔτε νά κινηθῶ.
Ἕνα βράδυ εἶδα στόν ὕπνο μου ὅτι ἕνα αὐτοκίνητο σταμάτησε κοντά στό σπίτι μου. Ἄνοιξε ἡ πόρτα καί βγῆκε ἕνας Εὐρωπαῖος μέ ἄσπρα ροῦχα καί μεγάλη γενειάδα. Κρατοῦσε στά χέρια του κι ἕνα βαλιτσάκι. Ἐγώ φοβήθηκα πολύ. Ἀνοίγοντας τό βαλιτσάκι μέ ρώτησε:
―Γνωρίζεις ποιός εἶμαι;
—Ὄχι, τοῦ ἀπάντησα.
—Ἐγώ εἶμαι ὁ Ὀρθόδοξος παπᾶς. Μέ λένε παπα-Κοσμᾶ καί πέθανα πρίν ἀπό λίγα χρόνια. Πήγαινε στήν ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων καί πές ἐκεῖ στόν κατηχητή καί στούς Χριστιανούς νά κάνουν προσευχή γιά σένα καί θά γίνης καλά.
Πράγματι πῆγα καί βρῆκα τόν κατηχητή
Ἀπόστολο καί τοῦ ἐξιστόρησα τό ὄνειρό μου. Ἐκεῖνος ἀπόρησε, πῶς ἕνας μή Ὀρθόδοξος εἶδε στόν ὕπνο του τόν παπα-Κοσμᾶ [Γρηγοριάτη]! Ἄρχισε νά μοῦ μιλάη γιά τή ζωή τοῦ παπα-Κοσμᾶ καί μέ συγκίνησε. Δέχθηκα νά παρακολουθήσω μαθήματα κατηχήσεως καί μετά ἀπό ἀρκετό διάστημα, ὁ π. Μελέτιος μέ βάπτισε, δίνοντάς μου τό ὄνομα Θωμᾶς.
Τήν περίοδο τῆς κατηχήσεως, πρίν βαπτιστῶ, ἡ γυναῖκα μου ἦταν ἔγκυος. Ἀλλά ἦταν ἀδύνατον να γεννήση φυσιολογικά καί κόντεψε νά πεθάνη. Τότε θυμήθηκα τό ὄνειρο μέ τόν παπα-Κοσμᾶ καί μέ πόνο στήν καρδιά μου φώναξα δυνατά:
―Πάτερ Κοσμᾶ, ἔλα νά μέ βοηθήσης...
Τό βράδυ τόν εἶδα στόν ὕπνο μου ἀκριβῶς ἴδιο, ὅπως καί τήν προηγούμενη φορά. Μοῦ μίλησε καί μοῦ εἶπε:
―Πήγαινε καί πές στούς Ὀρθοδόξους να κάνουν προσευχή.
Πράγματι ἡ γυναῖκα μου γέννησε χωρίς κίνδυνο ἕνα ἀγοράκι. Τό βαπτίσαμε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τοῦ δώσαμε τό ὄνομα Κοσμᾶς»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2024/01/kipazula-butumba.html).

<>




Η πορεία μου από τις ανατολικές θρησκείες στην Ορθοδοξία (μαρτυρία μίας αδελφής μας)


Ειμαι 72 χρόνων, γυναίκα χωρισμένη μ ένα κορίτσι 42 χρόνων. Ο γάμος κράτησε μόνο 1,5 χρόνο. Έκτοτε ζω μόνη μου. Προέρχομαι από μια οικογένεια που δεν είχε ιδιαίτερους δεσμούς με την Ορθοδοξία. Ακολουθούσε τυπολατρικά κάποιες νηστείες τη Μεγάλη βδομάδα, κοινωνούσε 2-3 φορές το χρόνο, είχε ένα εικονοστάσι ψηλά κοντά στο ταβάνι κάποιου δωματίου, για προστασία άκουγα, στο οποίο απευθύνονταν όταν ζητούσαν να γίνει η να αποτραπεί κάτι.

Δεν μιλούσαν για το Θεό παρά μόνο για να με φοβίσουν, δεν υπήρχαν εκκλησιαστικά βιβλία, εκτός από την Καινή διαθήκη του Τρεμπέλα, κάπου παρατημένη. Πήγαινα στο κατηχητικό στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού και τις πρώτες του Γυμνασίου επειδή μας υποχρέωναν οι δάσκαλοι.Το βαριόμουνα, όλα μου φαινόντουσαν αδιάφορα, δεν με συγκινούσε τίποτε, ήμουνα πολύ κλεισμένη στον εαυτό μου ως παιδί μονάκριβο που δεν ήξερε το μοίρασμα, το άνοιγμα στους ανθρώπους.

Όταν πέρασα στη Νομική Σχολή Αθηνών, συναναστράφηκα κύκλους της αριστεράς, μυήθηκα στο Μαρξισμό, συμμετείχα σε αριστερές φεμινιστικές ομάδες κι έτσι για μια εικοσαετία έζησα την αθεΐα, ενώ είχα αρχίσει να διερευνώ και διάφορα ρεύματα συμμετέχοντας σε ομάδες μελέτης Θεοσοφίας, Στωικών, Πλατωνιστών, Αριστοτελικών.

Κατά τα 50 άρχισα να σπουδάζω εναλλακτικές θεραπείες, βελονισμό, ρεφλεξολογία, ινδική, θιβετάνικη ιατρική, γιόγκα, ται-τσι, οι οποίες μ έφεραν σ επαφή με τον πολιτισμό και τις θρησκείες αυτών των χωρών, Ινδουισμό και Βουδισμό. Θέλησα να γνωρίσω τι μπορούν να προσφέρουν στον άνθρωπο για να ‘χει καλλίτερη σχέση με τον εαυτό του και τους άλλους, ποιο είναι κατ αυτούς το νόημα ζωής, ποια η σχέση τους με το Θεό, πως προσεύχονταν, τι σκέφτονταν για τη μετά θάνατον ζωή . Όταν συνταξιοδοτήθηκα, άρχισα να ταξιδεύω Ινδία, Κίνα, Ιαπωνία, Θιβέτ και άλλες ασιατικές χώρες, μένοντας σε άσραμ και μοναστήρια ακολουθώντας τα ειδικά προγράμματα διδασκαλίας στα αγγλικά αυτών των θρησκειών για ξένους. Όταν επέστρεφα στην Ελλάδα πήγαινα σε ομάδες Βουδιστικές και Ινδουιστικές όπου μελετούσαμε ιερά κείμενα, ακούγαμε Θιβετάνους δασκάλους που κατά καιρούς έρχονταν για να μας εκπαιδεύσουν, παρακολουθούσαμε τελετές.

Οι αλλαγές που ήρθαν στον εαυτό μου από αυτές τις επιρροές ήταν η δημιουργία ανάγκης να μιλάω σ ένα Θεό και να του απευθύνω τα αιτήματά μου, κάτι που δεν υπήρχε στη ζωή μου πιστεύοντας μέχρι τότε ότι όλα είναι ύλη, κόσμος προερχόμενος από Κοσμική έκρηξη κλπ. Κατά δεύτερον έμαθα μέσω της διαλογιστικής γαλήνης να κρατάω απόσταση απ’ ότι συνέβαινε, και να το θεωρώ ως μάθημα για να γίνω καλλίτερη, πλησιάζοντας τις αρετές του Θεού. Αυτό θα με βοηθούσε ν αποφύγω κύκλο πολλών επαναγεννήσεων [σαμσάρα λεγόμενη] στον οποίο μπαίνουν όσοι δεν βελτιώνονται στον κάθε κύκλο ζωής και χάνουν τις ευκαιρίες-μαθήματα.

Κατά τρίτον έμαθα να στηρίζομαι στον εαυτόν μου την εσωτερική μου δύναμη,για ότι κάνω να νοιώθω αυτόνομη ν αποφασίζω, χωρίς να ρωτάω το Θεό, παρά μόνο στα δύσκολα. Η επαφή μου με το Βουδισμό κράτησε περίπου 8 χρόνια μέσα σε ομάδες που κλονίζονταν από έριδες και ανταγωνισμούς και λίγο- λίγο απογοητευμένη αραίωσα. Πέρασα κάποιο διάστημα μελετώντας μόνη μου τα Βουδιστικά βιβλία και ερχόμενη σ᾽ επαφή με ομάδες αυτογνωσίας. Ένιωθα ότι κάτι έλειπε, κενό, που γινότανε πιο έντονο και από αδιέξοδες ερωτικές σχέσεις από τις οποίες ζητούσα νόημα ζωής, σκοπό να υπάρχω, κι αν δεν βρισκόμουν σε ερωτική σχέση ήμουν θλιμμένη και η αποκτηθείσα αταραξία μου πήγαινε περίπατο.

Μια Κυριακή πρωί, πριν 4 χρόνια, ακούγοντας την καμπάνα σηκώθηκα με τη διάθεση να πάω εκκλησία. Πήγα στην Πλάκα, στον Αγιο Νικόλαο το Ραγκαβα που μου ήταν γνώριμη από χρόνια, γιατί ήταν μια φίλη μου νεωκόρος και πήγαινα κάποιες φορές. Αισθάνθηκα γαλήνια και απ’ όλη τη λειτουργία και τον κηρυγματικό λόγο του π. Καριώτογλου μου γεννήθηκε η περιέργεια να γνωρίσω την Ορθοδοξία σε βάθος, να βρω απαντήσεις στα ερωτήματα που ήδη έχω αναφέρει προηγουμένως.

Αρχισα να πηγαίνω τις Κυριακές, περιόρισα τις Κυριακάτικες εκδρομές, τις έκανα Σάββατα, τους χορούς τα Σαββατόβραδα γιατί με ανάπαυση είχα αυτή την προτεραιότητα. Θα ήθελα να προσθέσω ότι όλο αυτό τον καιρό των αλλόθρησκων επιρροών, πήγαινα αραιά και που στον Ραγκαβά, να δω τη φίλη μου και καθόμουνα και στη λειτουργία, τη Μεγάλη Εβδομάδα, μου άρεσαν οι ύμνοι. Θεωρούσα τον Χριστό σαν ένα ιστορικό πρόσωπο που δίδασκε τους ανθρώπους να κάνουν το καλό, να συγχωρούν, να μην έχουν απληστία.

Μέσα σ᾽ αυτά τα τέσσερα χρόνια μελέτησα ασκητές Πατέρες κι εντυπωσιάσθηκα βλέποντας να μιλούν για τα ανθρώπινα και να προτείνουν συμπεριφορές ευεργετικές για τον άνθρωπο σεβόμενοι την ιδιοσυγκρασία αυτού που θ’ ασκηθεί, με τον τρόπο που είχα διδαχθεί τόσα χρόνια στις ομάδες αυτογνωσίας, με ποικίλες ψυχολογικές μεθόδους. Αυτή η γνώση είχε βαθιά επίδραση μέσα μου, μ’ έπεισε ότι βρίσκομαι με κάτι αυθεντικό, αληθινό, αισθάνθηκα την ουτοπία να ψάχνω σε λάθος δρόμους αυτά που θα με ωφελήσουν στη πνευματική μου πορεία, δρόμοι που μου τα πρόσφεραν και παραποιημένα, π χ σε μια ομάδα διδασκόμουν ότι ο Χριστός είναι δάσκαλος, φίλος αδερφός, μάθαινα τη συγχώρεση, αλλά και την μετεμψύχωση και ότι είμαι αθώα και αναμάρτητη δεν υπήρχε η έννοια του προπατορικού αμαρτήματος και της μετάνοιας.

Η γνώση ότι ο Χριστός ήρθε ως νέος Αδάμ να εξαγνίσει την ανθρωπότητα και με τη θυσία Του στο Σταυρό ήρθε να σώσει αυτούς που θα τον πιστέψουν και θα μετανοήσουν στάθηκε η αρχή της προσωπικής μου σχέσης μαζί Του. Η συναίσθηση ότι δεν είμαι αναμάρτητη και αθώα, όπως πίστευα, αλλά φέρω από τη σύλληψή μου το προπατορικό αμάρτημα που εξαγνίσθηκε με το βάπτισμα αλλά χρειάζεται τη διαρκή εγρήγορση να μην παραβαίνω το λόγο του Θεού και ότι έχω μια μόνο, αυτή τη ζωή να εξαγνισθώ, μ᾽ έκανε να καταλάβω τη βαθιά μου πλάνη που ζούσα κοντά στις άλλες διδασκαλίες. Αλλά μ᾽ έκανε πιο υπεύθυνη απέναντί Του να θέλω να τηρώ τον λόγο Του και για να μην Τον στεναχωρήσω Εκείνον που έχει υποστεί τόσα βάσανα για μένα κι έχει τόση υπομονή να περιμένει να συνειδητοποιώ τα λάθη μου, να περιμένει να είμαι έτοιμη να μετανοήσω. Με πόση υπομονή προς τους άλλους με έχει οπλίσει αυτή η στάση Του!! Κάτι πρωτόγνωρο για μένα.

Η ανάγκη μου να Του απευθύνομαι σε ότι κάνω, κόβει πολύ από την υπερηφάνειά μου. Γιατί πίστευα ότι όλα μπορώ να τα κάνω μόνη μου με την δύναμή μου, και αγνοούσα ότι ό,τι έχω Εκείνος μου το έχει δώσει, όσο θέλει μου το διατηρεί κι όταν θέλει μου το παίρνει. Η δύναμή μου βρίσκεται στην εμπιστοσύνη που Του έχω, ότι Εκείνος ξέρει προς τα πού με κατευθύνει, και μου δίνει τη διάκριση να αναγνωρίζω πόσο να αφαιρώ με κάθε νέα συνειδητοποίηση, από τον παλιό μου εαυτό, σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία μου, ώστε κάθε αλλαγή να γίνεται με ανάπαυση και όχι πίεση, αλλά και με την βοήθεια του Πνευματικού μου .

Πηγή:

http://www.sostis.gr/blog/item/2962-i-poreia-mou-apo-anatolikes


<> 













Βιετνάμ, 2017: Η μεταστροφή της Βιετναμέζας Nguyen Thi Mai Anh από το Βουδισμό στην Ορθοδοξία μετά από εμφάνιση της Παναγίας ενώ βρισκόταν σε κώμα

O π. Γεώργιος, ένας ιερέας από τη Μόσχα, ο οποίος συχνά εξυπηρετεί σε ιεραποστολικά ταξίδια στην Ασία, πόσταρε στο Facebook τα λόγια μιας Βιετναμέζας γυναίκας η οποία μετεστράφη στην Ορθοδοξία κατόπιν εμφανίσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Η γυναίκα, Nguyen Thi Mai Anh, που ήταν προηγουμένως Βουδίστρια, δούλευε και εργαζόταν στο Vũng Tàu, στο Βιετνάμ, βαπτίστηκε και εντάχθηκε στην Αγία Ορθοδοξία μας, το Μεγάλο Σάββατο του τρέχοντος έτους [2017].

Γράφει ότι κάτι καταπληκτικό συνέβη στη ζωή της πέρυσι. «Βρισκόμουν ξαπλωμένη, σε κώμα στο νοσοκομείο. Κάποια στιγμή, είδα μια ακτινοβολία, ένα υπέρλαμπρο φως. Αμέσως, είδα μπροστά μου την Υπεραγία Θεοτόκο. Κρατούσε και έτεινε προς εμένα ένα μπουκάλι νερό το οποίο και μου έδωσε. Όσο έπινα το νερό, η λάμψη και η Θεοτόκος εξαφανίστηκαν».

«Το επόμενο πρωί», συνεχίζει, «ξαφνικά επανήλθα από το κώμα, έχοντας απολέσει τις αισθήσεις μου για πολύ ώρα». Η Nguyen επιβίωσε και άρχισε να προσεύχεται στον Κύριο Ιησού Χριστό και την Παναγία Μητέρα Του για ταχεία ανάρρωση και αποφάσισε ότι θα γίνει Χριστιανή, μόλις επιστρέψει στο σπίτι.

«Λίγες ημέρες αργότερα, είδα ένα ακόμη όραμα, με έναν άνδρα ο οποίος με οδήγησε στην Εκκλησία όπου έφαγα άρτο και ήπια Αγιασμό μαζί με όλους. Στην συνέχεια, περπάτησα γύρω γύρω την εκκλησία.»

Όταν πήρε εξιτήριο και επέστρεψε σπίτι της, δέχθηκε επίσκεψη από έναν φίλο της, ο οποίος της έφερε μια Εικόνα της Παναγίας με τον Χριστό. «Ήμουν πάρα πολύ χαρούμενη γιατί η μορφή της Παναγίας στην Εικόνα ήταν ίδια με την Θεοτόκο, όπως την είδα στο όνειρό μου. Εκδήλωσα τη χαρά μου στο φίλο μου και του είπα το όνειρό μου. Εκείνος με οδήγησε σε μια Ορθόδοξη Εκκλησία, όπου προσεύχονταν οι Ρώσοι, στην 5η συνοικία της πόλης Vũng Tàu, για να συναντήσω τον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο.»

Η γυναίκα αργότερα βαπτίσθηκε στην ίδια εκκλησία και γεννήθηκε εκ νέου υπό την προστασία της Πλατυτέρας Θεοτόκου και την ευλογία του Κυρίου.

«Είμαι πανευτυχής!» λέει, συνεχίζοντας «ευχαριστώ Θεέ μου, ευχαριστώ Παναγία μου, για αυτήν την δεύτερη γέννηση και το μέγα δώρο να βρω την Πηγή της Ζωής!»

Ο π. Γεώργιος αναφέρει ότι πριν από την βάπτιση έσπασε το πόδι της, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε καθόλου. Βαπτίστηκε και ονομάστηκε Άννα και τώρα διαβάζει προσευχές στα βιετναμέζικα στις Ιερές Ακολουθίες!



<>







Οι πραγματικοί αναζητητές της αλήθειας

Ο πρώην Βουδιστής  Κινέζος Αγιορείτης π. Ησαιας Σιμωνοπετριτης, λέει:

Οι πραγματικοί αναζητητές της αλήθειας θα “οργώσουν” τη Γη για να βρουν την Αλήθεια! Και η Αλήθεια… θα είναι πάντα μπροστά τους να τους αποκαλυφθεί!



<>






Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (+1994) και ο Γιωργάκης από το Θιβέτ - Η μεταστροφή ενός Έλληνα Βουδιστή Θιβετιανού μοναχού στην Ορθοδοξία


Ήρθε στο Άγιον Όρος και γύριζε στα μοναστήρια ένας νέος ηλικίας 16-17 χρόνων, ο Γιωργάκης. Από ηλικίας τριών ετών οι γονείς του τον έβαλαν σε βουδδιστικό μοναστήρι στο Θιβέτ. Προχώρησε πολύ στην Γιόγκα, έγινε τέλειος μάγος, μπορούσε να καλή όποιον δαίμονα ήθελε. Είχε μαύρη ζώνη και ήξερε τέλεια καράτε. Με την δύναμη του Σατανά έκανε επιδείξεις που προξενούσαν εντύπωση. Χτυπούσε με το χέρι του μεγάλες πέτρες και έσπαζαν σαν καρύδια. Μπορούσε να διαβάζη κλειστά βιβλία. Έσπαζε στην παλάμη του φουντούκια, έπεφταν κάτω τα τσόφλια και οι καρποί έμεναν κολλημένοι στο χέρι του.

Καποιοι μοναχοί έφεραν τον Γιωργάκη στον Γέροντα Παΐσιο για να τον βοηθήση. Ρώτησε τον Γέροντα, τι δυνάμεις είχε και τι μπορούσε να κάνη. Απάντησε ότι ο ίδιος δεν έχει καμμιά δύναμη και ότι όλη η δύναμη είναι του Θεού.

Ο Γιωργάκης θέλοντας να επιδείξη την δύναμή του συγκέντρωσε το βλέμμα του σε μια μεγάλη πέτρα που ήταν σε απόσταση και η πέτρα έγινε θρύψαλα. Τότε ο Γέροντας σταύρωσε μια μικρή πέτρα και του είπε να την σπάση και αυτή. Αυτός συγκεντρώθηκε, έκανε τα μαγικά του, αλλά δεν κατάφερε να την σπάση. Τότε άρχισε να τρέμη και οι σατανικές δυνάμεις, που νόμιζε ότι έλεγχε, μη μπορώντας να σπάσουν την πέτρα, στράφηκαν εναντίον του και τον εκσφενδόνισαν στην άλλη όχθη του ρέματος. Ο Γέροντας τον μάζεψε σε άθλια κατάσταση.

«Άλλη φορά», διηγήθηκε ο Γέροντας, «ενώ συζητούσαμε, ξαφνικά σηκώθηκε, μου έπιασε τα χέρια και μου τα γύρισε προς τα πίσω. “Αν μπορή, ας έρθη να σ’ ελευθερώση ο Χατζεφεντής”, μου είπε. Το αισθάνθηκα σαν βλασφημία. Κούνησα έτσι λίγο τα χέρια μου και τινάχθηκε πέρα. Μετά σαν αντίδραση πήδησε ψηλά και πήγε να με χτυπήση με το πόδι του, αλλά το πόδι του σταμάτησε κοντά στο πρόσωπό μου, σαν να βρήκε ένα αόρατο εμπόδιο! Με φύλαξε ο Θεός.

»Τη νύχτα τον κράτησα και κοιμήθηκε στο Καλύβι. Οι δαίμονες τον έσυραν μέχρι κάτω στον λάκκο και τον έδειραν για την αποτυχία του. Το πρωί σε κακή κατάσταση, τραυματισμένος, γεμάτος αγκάθια και χώματα, ωμολογούσε: “Με έδειρε ο Σατάν, γιατί δεν μπόρεσα να σε νικήσω”».

Έπεισε τον Γιωργάκη να του φέρη τα μαγικά του βιβλία και τα έκαψε. «Όταν ήρθε εδώ», διηγήθηκε ο Γέροντας, «είχε μια Σολομωνική. Πήγα να την πάρω, δεν την έδινε με τίποτε. Πήρα ένα κερί και του είπα: “Σήκωσε λίγο το παντελόνι σου” και έβαλα το αναμμένο κερί στο πόδι του. Ξεφώνισε και πήδηξε πάνω από τον πόνο. “Ε, αν την φλόγα ενός μικρού κεριού δεν υπομένεις, πώς θα υπομείνεις το πυρ της κολάσεως μ’ αυτά που κάνεις;”»

Ο Γέροντας τον κράτησε λίγο κοντά του και τον βοήθησε, όσο έκανε υπακοή. Τον συμπόνεσε τόσο πολύ ώστε είπε: «Θα μπορούσα γι’ αυτό το παιδί ν’ αφήσω την έρημο και να βγω μαζί του στον κόσμο για να το βοηθήσω». Ενδιαφέρθηκε να μάθη αν είναι βαπτισμένος, και μάλιστα έμαθε και σε ποια Εκκλησία είχε βαπτισθή. Ο Γιωργάκης συγκλονισμένος από την δύναμη και την χάρι του Γέροντα, επιθυμούσε να γίνη μοναχός αλλά δεν μπόρεσε.

Ο Γέροντας χρησιμοποιούσε την περίπτωση του Γιωργάκη για να αποδείξη πόσο μεγάλη είναι η πλάνη αυτών που νομίζουν ότι όλες οι θρησκείες είναι ίδιες, όλες τον ίδιο Θεό πιστεύουν, και ότι δεν διαφέρουν οι Θιβετιανοί μοναχοί από τους Ορθοδόξους.

Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 246



<>









Ελένη, πρώην δασκάλα Yoga: Το θαύμα της μεταστροφής μου - Πώς πέρασα από την πλάνη της Yoga στην Ορθοδοξία

Στα 22 μου χρόνια άρχισε η πνευματική μου αναζήτηση. Μεγαλωμένη σε θρησκευτική οικογένεια και σηκώνοντας έναν προσωπικό σταυρό βρήκα μία φαινομενική διέξοδο στη yoga. Μόδα, γυμναστική, ευεξία…

Ένα δελεαστικό πακέτο πολύ καλά τυλιγμένο με φανταχτερά χρώματα. Με τράβηξε σαν μαγνήτης και χωρίς να έχω πλήρη έλεγχο της ζωής μου βρέθηκα να διδάσκω yoga. Ξεκίνησε η πλάνη πως οδεύω στον σωστό δρόμο που από μικρή πίστευα και ήθελα, στον ένα και μοναδικό τριαδικό Θεό. Άρχισα να ψάχνω απαντήσεις, να γνωρίζω πλανημένους ανθρώπους προσπαθώντας να γεμίζω τα κενά που όλο και μεγάλωναν. Καμία απάντηση και η πλάνη μεγάλωνε…

Ακολούθησε ταξίδι στην Ινδία ζώντας την απόλυτη “ύπνωση” και το ρέικι μπήκε στην ζωή μου. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί. Ένας φύλακας άγγελος με βοήθησε να επιστρέψω στην Ελλάδα. Σταμάτησα για προσωπικούς λόγους τα πάντα και έφυγα εκτός Αθηνών.

Μέχρι που ήρθε ένα βιβλίο στα χέρια μου: “Οι γκουρού, ο νέος και ο Γέροντας Παΐσιος”.

Το διάβασα σε μία μέρα και πήρα όλες τις απαντήσεις. Ένιωσα ότι κοιμόμουν και ξαφνικά ξύπνησα. Ξεκαθάρισαν όλα στο μυαλό μου συνειδητοποιώντας πως:

Δεν είναι απλά μία αίρεση η yoga και όλα τα εναλλακτικά που κυκλοφορούν. Είναι δαιμόνια που τους ανοίγεις την πόρτα και σου καταστρέφουν την ζωή.

Φόρεσα τον σταυρό μου, άρχισα να προσεύχομαι και να πηγαίνω στην εκκλησία, να κάνω μετάνοιες, να εξομολογούμαι και μετά από έναν πολύ δύσκολο πνευματικό πόλεμο βρέθηκα στα χέρια του Θεού αφήνοντας όλη μου την ζωή σ’ Εκείνον.

Ο Άγιος Παΐσιος έκανε το θαύμα του και με βοήθησε να αναγεννηθώ από τις στάχτες μου.

Σήμερα στα 31 μου χρόνια προσπαθώ να δίνω τον πνευματικό μου αγώνα με την βοήθεια του Θεού ακολουθώντας πιστά μία από τις συμβουλές του πνευματικού μου:

“Ακούμπησε την ζωή σου στα χέρια του Θεού και της Παναγίας”.

Ελένη

Πηγή:


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΑΥΣ - ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΛΕΥΣΗ 


<>









Ιάπωνας παλαιστής βαφτίστηκε Ορθόδοξος Χριστιανός

Από τα παιδικά του χρόνια ασχολήθηκε με τις πολεμικές τέχνες, οι οποίες τον ώθησαν στην μελέτη των παραδοσιακών ανατολικών θρησκειών και ειδικά στον Βουδισμό.

Μετά από διάστημα πολλών χρόνων ο Τοκάσι Κίσι γνώρισε τον Χριστιανισμό, με αποτέλεσμα να διαβάσει πάρα πολλά βιβλία.

Ο Χριστιανισμός για τον Τοκάσι ήταν μια ακόμη ηθική διδασκαλία και φάνηκε σ΄ αυτόν κάτι σαν τον Βουδισμό.

Μετά από μια επίσκεψή του στην Ρωσία, ένιωσε εσωτερικά μια επιθυμία να μάθει περισσότερα για την ορθοδοξία.

Η επιθυμία του να γίνει Χριστιανός έγινε ακόμη πιο ισχυρή μετά την επιστροφή του στην Ιαπωνία, όπου μετά από Κατήχηση στην Ιαπωνική γλώσσα, αναγνώρισε την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Επισκεπτόμενος πριν λίγο καιρό ξανά την Ρωσία, ανακοίνωσε την επιθυμία του να βαπτισθεί Ορθόδοξος Χριστιανός.

Τελικά με ευλογία του Μητροπολίτη Μπέλγκοροντ κ. Ιωάννη, ο Ιάπωνας μαχητής πολεμικών τεχνών, βαπτίστηκε και έλαβε το όνομα του Αγίου και Βαπτιστού Ιωάννη.


<>










Από τον διαλογισμό και την μαγεία στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό

Αναφέρει κάποιος Έλληνας Ορθόδοξος Χριστιανός την προσωπική του μεταστροφή από τον διαλογισμό και την μαγεία στην Ορθόδοξη Πίστη :

Έκανα κι εγώ διαλογισμό κάποτε, είχα φτάσει σε σημείο να ελέγχω διάφορα πράγματα, να παίρνω άφατη ενέργεια, ηρεμία και χαρά όμως όταν κουνούσα αντικείμενα με τη σκέψη, μέσα μου ένιωθα ότι δεν ενεργούσα εγώ αλλά κάποιος άλλος στη θέση μου... μίλησα με τον πνευματικό μου και έκοψα εντελώς με αυτές τις ασχολίες. 

Όταν μας λένε τα χαρτιά ή τον καφέ ή όποια μορφή μαντείας, συμβαίνει το εξής: το παρελθόν και το παρόν, όπως είπες, ο διάβολος τα γνωρίζει, το μέλλον όμως, δεν το γνωρίζει, όπως και κάθε ανομολόγητη σκέψη μας. Γνωρίζει όμως εμάς πολύ καλά, παίζει την ψυχολογία μας και το σκεπτικό μας στα δάχτυλα, (κι όχι μόνο ημών αλλά και όλων των προσώπων με τα οποία σχετιζόμαστε ή κρίνει ότι θα σχετιστούμε) οπότε καταλαβαίνει πώς θα ενεργήσουμε σε κάθε μελλοντική κατάσταση και μας το αποκαλύπτει μέσω του μάντη, οπότε εμείς, λέμε ωωω, όλα μου τα βρήκε ο/η τάδε!  

Ο Χριστός όμως είναι εκεί για να μας αγκαλιάσει και να κάτσει να ακούσει τον πόνο μας και να σκουπίσει τα δάκρυά μας, όταν την πατήσουμε, και το Άγιο Πνεύμα για να εμποδίσει περαιτέρω πλάνες.


<>








Ένας πρώην Βραχμάνος μεταστράφηκε με όλη του την οικογένεια στην Ορθοδοξία μετά από θαυμαστή εμφάνιση του Χριστού σε αυτόν

Ένας μικρός Ρωσικός Ορθόδοξος Ι. Ναός αφιερώθηκε στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο στο Bangalor της Ινδίας.

Μεταξύ των ενοριτών είναι ένας πρώην Βραχμάνος, ο οποίος μεταστράφηκε μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του στην Ορθοδοξία μετά από θαυμαστή εμφάνιση του Χριστού σε αυτόν.

Πηγή:


ORTHODOX CHRISTIANITY

<>











Ο Άγιος Νικόλαος Κασάτκιν της Ιαπωνίας (+1912) και οι μεταστροφές των Ιαπώνων μυστικών πρακτόρων στην Ορθοδοξία

Τον Δεκέμβριο βαπτίσθηκαν ακόμη δέκα πρόσωπα. Η κατασκόπευση πάντως των κινήσεων του Ορθόδοξου ιερομονάχου δεν μειώθηκε. Το πρόσωπό του έγινε αντικείμενο ποικίλων φημών μεταξύ όλων των τάξεων του λαού. Άλλοι τον θεωρούσαν πράκτορα· μερικοί έλεγαν ότι απέβλεπε στην κατάκτηση της συμπάθειας των Ιαπώνων για να διευκολύνει την κατάλληλη στιγμή τα στρατιωτικά σχέδια των Ρώσων. Ορισμένοι πίστευαν ότι ανήκε στη Ρωσική αυτοκρατορική οικογένεια. Για να διασκεδάσει τις υποψίες περί πολιτικών σκοπιμοτήτων των ενεργειών του ο π. Νικόλαος έστειλε υπόμνημα στο Υπουργείο Εξωτερικών, διαβεβαιώνοντας ότι οι Χριστιανικές διδασκαλίες που κήρυττε δεν απέβλεπαν κατά κανένα τρόπο στην υπονόμευση της νομιμότητος και του πατριωτισμού των Ιαπώνων. Η διάλυση όμως των φόβων των αρμοδίων δεν ήταν τόσο εύκολη υπόθεση.

Διάφοροι πράκτορες της αστυνομίας συνέχισαν να παρακολουθούν τα μαθήματα του Ρώσου Ιερέα. Ακόμη όμως και σ’ αυτό το τραχύ σώμα των Ιαπώνων πρακτόρων ο λόγος του Θεού είχε δραστικότητα. Ένας απ' αυτούς όχι μόνο έγινε Χριστιανός, αλλά συνέταξε ειδική αναφορά υπέρ της επίσημης αναγνωρίσεως του Χριστιανισμού, την οποία προσπάθησε, παρά τις αντιρρήσεις του Όνο, να προωθήσει μέχρι τον αυτοκράτορα. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, καθώς φαίνεται, η αναφορά εκείνη παραπέμφθηκε στα αρχεία της πρώτης κρατικής υπηρεσίας που την έλαβε, η μεταστροφή του δείχνει την επίδραση του Ορθόδοξου ιερέα και της διδασκαλίας του. Εκτός από τις άμεσες αυτές μεταστροφές, φαίνεται ότι και άλλες μυστικές ζυμώσεις γίνονταν στις ψυχές των Ιαπώνων κατασκόπων. Μετά πενταετία ένας σπουδαστής της Θεολογικής Σχολής, που ίδρυσε ο π. Νικόλαος μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων, ομολόγησε στον τελευταίο ότι αρχικά είχε σταλεί από την ιαπωνική αστυνομία για να τον κατασκοπεύσει.



<>







Rin Yamashita, Ιαπωνία (1857-1939): Η Ιαπωνέζα ζωγράφος, καταγώμενη από οικογένεια Samurai, η οποία βαπτίστηκε Ορθόδοξη Χριστιανή από τον Άγιο Νικόλαο Κασάτκιν Φωτιστή της Ιαπωνίας (+1912)

Η Rin Yamashita γεννήθηκε το 1857 σε μία φτωχή οικογένεια Samurai στην πόλη Kashima της Ιαπωνίας. Σαν μικρό κορίτσι, της άρεσε η γλυπτική και η ζωγραφική. Όταν η Rin ήταν 16, πήγε στο Tokyo να σπουδάσει ζωγραφική. Εκεί συνάντησε τον Άγιο Νικόλαο Κασάτκιν τον Φωτιστή της Ιαπωνίας (+1912) και ενδιαφέρθηκε σοβαρά για την Ορθόδοξη Πίστη. Μερικοί από τους Ιάπωνες φίλους της στο Tokyo ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Η Rin βαπτίστηκε και της δόθηκε το Ρωσικό όνομα Irina (Rin).

Η Irina αγάπησε την Ρωσική τέχνη, ειδικά το έργο του Ivan Kramskoy ο “Χριστός στην Έρημο”.

Εκείνο τον καιρό, η Ορθόδοξη Εκκλησία στο Tokyo δεν είχε Ι. Εικόνες και υπήρχε ανάγκη για μία σχολή αγιογραφίας. Ο Επίσκοπος Άγιος Νικόλαος Κασάτκιν είδε πόσο ταλαντούχα ήταν η Irina και την έστειλε στην Αγία Πετρούπολη να σπουδάσει αγιογραφία.

Το κλίμα της Αγίας Πετρούπολης ήταν πολύ δύσκολο για την Irina και ήταν συχνά άρρωστη. Όμως ήταν καλή μαθήτρια και μάθαινε γρήγορα. Το αγαπημένο της μέρος στην Αγία Πετρούπολη ήταν το Μουσείο Hermitage.

Ο Άγιος Νικόλαος Κασάτκιν έστελνε γράμματα στην Irina για να την ενθαρρύνει. Έλεγε στην Irina πως θα γίνει μία εξαιρετική αγιογράφος.

Το 1883 η Irina επέστρεψε στην Ιαπωνία. Ζωγράφισε Ι. Εικόνες για την Εκκλησία και δίδαξε πολλούς μαθητές. Με την βοήθεια της, πολλοί Ιάπωνες έμαθαν να κατανοούν και να αγαπούν την Ρωσική παράδοση και τέχνη. Η Ι. Εικόνα της Θεοτόκου που ζωγράφισε δόθηκε στον Τσάρο Νικόλαο τον Β´ όταν αυτός επισκέφτηκε την Ιαπωνία το 1891.

Η Irina πέθανε το 1939. Δυστυχώς, πολλές Ι. Εικόνες που σχεδιάστηκαν από την Irina Yamashita χάθηκαν σε έναν σεισμό. Η Ι. Εικόνα της Θεοτόκου που δόθηκε στο Τσάρο Νικόλαο τον Β´ φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο Hermitage.



<>









Nilus Stryker, ΗΠΑ - Από τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία μέσω Βουδισμού



Γράφει ὁ Nilus Stryker, ΗΠΑ: «Ἕνα ἀπόγευμα στά τέλη Ἰανουαρίου τοῦ 1999, πῆγα στό βωμό μου γιά τήν τακτική ἡμερήσια πρακτική μου. Συνήθιζα νά ἀρχίζω μέ ἕνα γιόγκικο τραγούδι, ἔλεγα τήν προσευχή mantra καί μετά ἔκανα καθιστική σιωπή. Ἄναψα τά κεριά στό βωμό μου καί ἀφοῦ τελείωσα τό τραγούδι καί τήν προσευχή μου, προχώρησα στήν ἄσκησι σιωπῆς. Δέν μπορῶ νά πῶ πόση ὥρα ἀκριβῶς καθόμουν ἔτσι, ὅταν ἄκουσα ὁλοκάθαρα τήν φωνή μου νά ξεστομίζη, μέ δικά μου λόγια, “Μοῦ λείπει ὁ Ἰησοῦς”. Τό εἶπα μεγαλόφωνα. Ἔμοιαζε σάν νά βγῆκε μέσῳ ἐμοῦ καί ὄχι σάν νά τό πρόφερα ἐγώ ὁ ἴδιος, ὅμως, δέν ἐπρόκειτο γιά ἔξωθεν φωνές. Ἦταν ξεκάθαρο πώς ἐγώ τό εἶπα. Ὅταν εἶπα “Μοῦ λείπει ὁ Ἰησοῦς” αἰσθάνθηκα νά γεμίζω μέ μιά λαχτάρα. Δέν ξέρω πῶς ἀλλιῶς νά τό ὀνομάσω. Ἄλγος. Πονοῦσα μέσα μου. Αἰσθανόμουν αὐτό τόν ἀπόλυτο νόστο (: νοσταλγία ἐπιστροφῆς) καί δέν τό πίστευα…

Σίγουρα θά εἶχε σχέσι μέ τή Χριστιανοσύνη τῶν παιδικῶν μου χρόνων… Ἄν καί οἱ γονεῖς μου ἦταν νομιναλιστές Χριστιανοί, εἶχα ἀνατραφῆ ὡς Πρεσβυτεριανός λόγῳ τῆς κοντινῆς ἀποστάσεως τῆς ἐκκλησίας ἀπ’ τό σπίτι μας. Οἱ γονεῖς μου πάντως δέν ἦταν ἀπ’ αὐτούς τούς φανατικούς καί ἐπικριτικούς Χριστιανούς…

Ἐκείνη τή νύκτα, στίς τρεῖς μετά τά μεσάνυκτα, ξύπνησα ἀπό μιά “παρουσία” μέσα στό δωμάτιό μου. Ἀνησύχησα, μήπως κάποιος εἶχε μπεῖ κρυφά μέσα στό σπίτι. Βγῆκα ἀπ’ τό κρεββάτι καί ἔλεγξα ὅλα τά δωμάτια τοῦ σπιτιοῦ. Δέν ὑπῆρχε κανένας ἄλλος (ἐκτός ἀπ’ τή σύζυγό μου) μέσα στό σπίτι καί αὐτή κοιμόταν βαθειά. Ἀποφάσισα —μιᾶς καί ξαγρύπνησα— νά κάνω καμμία ἄσκησι, ἔτσι πῆγα στό βωμό μου στό ἀτελιέ μου. Ἔκανα διαλογισμό γιά περίπου 30-45 λεπτά καί ἐπέστρεψα στό κρεββάτι μου. Τό ἑπόμενο πρωΐ ἔλεγξα ἄν ὅλες οἱ πόρτες ἦταν κλειδωμένες καί κάπως διστακτικά ἔρριξα μιά ματιά σ᾽ ὅλο τό σπίτι, μήπως καί βρῶ κάτι πού νά ἐξηγοῦσε ἐκείνη τήν “παρουσία”. Κατοικίδια δέν ἔχουμε, ὁπότε, ρώτησα τή Νταϊάν ἄν εἶχε σηκωθῆ τή νύκτα γιά κάποιο λόγο. Κοιμόταν συνεχῶς…

Ἐπί μία ἑβδομάδα, [ἡ “παρουσία”] μέ καλοῦσε νά ξυπνήσω στίς τρεῖς μετά τά μεσάνυκτα. Ἄρχισα νά τρομάζω λιγάκι. Δέν διέθετα καμμία ἐξήγησι γι’ αὐτά τά ὁποῖα συνέβαιναν καί καμμία ἀπολύτως ἰδέα γιά τό πῶς νά τό χειρισθῶ. Παραδέχθηκα πώς ἦταν κάτι πέραν ὅλων ὅσα εἶχα βιώσει καί ἤλπιζα πώς θά μέ βοηθοῦσε ὁ δάσκαλός μου νά καταλάβω καί νά ἀντιμετωπίσω τίς ἐμπειρίες μου. Ἄν κάποιος θά μποροῦσε νά ξέρη τί ἦταν αὐτό πού μοῦ συνέβαινε, θά ἦταν αὐτός. Τελικά, ἐπικοινώνησα μέ τό δάσκαλό μου στήν Οὐαλία καί τοῦ ἀφηγήθηκα ὁλόκληρη τήν σειρά τῶν ἐμπειριῶν μου. Μοῦ ἔδωσε τό ὄνομα μίας θεότητος τοῦ Θιβέτ τήν ὁποία μποροῦσα νά ἐπικαλεσθῶ, καθώς καί μιά προσευχή-mantra πού συσχετιζόταν μέ ἐκεῖνο τό “Ὄν τῆς Ἐπαγρυπνήσεως” (τό sangha μας (: τό βουδιστικό μας τάγμα) χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο “Ὄν τῆς Ἐπαγρυπνήσεως” ἐν ἀντιθέσει μέ τόν παραδοσιακό ὅρο “θεότητα”). Μοῦ εἶπε πώς ἄν συνέχιζαν οἱ ἐμπειρίες, νά κάνω τήν ἄσκησί μου καί νά ἀπαγγείλω τήν προσευχή-mantra τήν ὁποία μοῦ εἶχε δώσει.

Ἐκεῖνο τό βράδυ μέ ξύπνησε πάλι ἡ αἴσθησι μιᾶς “παρουσίας”. Πῆγα στό βωμό μου καί ἄναψα τά κεριά. Κάθησα σέ σιωπηλό διαλογισμό γιά λίγο, πρίν ἀρχίσω νά λέω τήν προσευχή-mantra καί νά καλῶ τή Βουδιστική θεότητα τήν ὁποία μοῦ εἶχαν ὑποδείξει νά χρησιμοποιήσω. Ἡ μεσιτεία του ἦταν ἰσχυρότατη. Ἐπικράτησε μιά βαθειά σιγή καί ἔνοιωσα μιά ἠρεμία καί γαλήνη πού διαπερνοῦσαν —μοῦ φάνηκε— τό δωμάτιό μου. Κάλεσα τό ὄνομα τῆς θεότητος ὅπως μοῦ εἶχε ὑποδείξει ὁ Rinpoche (τιμητικός τίτλος γιά δάσκαλο Vajrayana πού στήν κυριολεξία σημαίνει Πολύτιμο Πετράδι). Πρός μεγάλη μου ἔκπληξι, ἄκουσα μιά φωνή νά λέη “Ἐγώ δέν εἶμαι αὐτό”. Δέν μπορῶ νά σᾶς πῶ ἀπό ποῦ ἐρχόταν ἡ φωνή αὐτή. Μοῦ φάνηκε σάν τήν δική μου φωνή, παρότι δέν θυμᾶμαι νά ξεστόμισα ἐγώ ἐκεῖνες τίς λέξεις. Δέν μπορῶ νά σᾶς πῶ μέ ἀκρίβεια ἄν ἡ φωνή αὐτή ἦταν ἐσωτερική ἤ ἐξωτερική, πάντως ἦταν μιά φωνή πού εἶπε καθαρά καί χαρακτηριστικά “Ἐγώ δέν εἶμαι αὐτό”.

Ταράχθηκα συθέμελα. Καθόμουν ἀποσβολωμένος καί ἀμίλητος. Σηκώθηκα καί βγῆκα ἔξω ἀπ’ τό σπίτι. Πρέπει νά ἦταν τρεῖς καί μισή τά ξημερώματα καί ἕνα χλωμό φεγγάρι μόλις διακρινόταν πάνω ἀπ’ τόν ὠκεανό. Κάθισα στό κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ μας καί ἄρχισα νά κλαίω. Ὁ πόνος καί ὁ νόστος μέσα μου δέν εἶχαν μειωθῆ. Μᾶλλον εἶχαν φουντώσει περισσότερο. Εἶχα φθάσει στά ὅρια τῆς τρέλλας. Ἤμουν σίγουρος πώς κάτι συνέβαινε. Μόνο πού δέν ἤξερα τί. Ἔκλαψα μέ τήν καρδιά μου. Μέ λυγμούς. Τελικά, σήκωσα τό κεφάλι καί ρώτησα, “Ποιός εἶσαι;”.

Μόλις ξεστόμισα ἐκεῖνες τίς λέξεις, συνέβη κάτι τό ἀπίστευτο… Μόλις πρόφερα ἐκεῖνες τίς λέξεις, γέμισα μ’ ἕνα ἁπαλό Φῶς. Ξέρω, εἶναι δύσκολο νά κατανοηθῆ, ἀλλά ἐγώ πράγματι γέμισα ἀπ’ αὐτό τό Φῶς. Δέν ἦταν “ὁρατό” μέ τή συνηθισμένη ἔννοια. Ἦταν μιά φωτεινότητα πού μέ γέμιζε. Δέν μπορῶ νά περιγράψω ἐκεῖνο τό Φῶς, οὔτε νά περιγράψω πῶς ἕνα φῶς μπορεῖ νά κουβαλάη “γνῶσι”, πάντως ἐγώ ἤξερα πώς ἕνα Φῶς εἶχε διεισδύσει μέσα μου καί μάλιστα μέ γνώριζε προσωπικά. Ξέρω πώς αὐτό ἀκούγεται ἀπίστευτο, ἀλλά συνέβη. Τό Φῶς ὄχι ἁπλῶς μέ γνώριζε ἐμένα, τό Nilus, τόν ἀψίθυμο γερο-παράξενο, πού ὅλα τά εἶχε θαλασσώσει, ἀλλά μέ ἀγαποῦσε κιόλας —μέ ἀγαποῦσε πραγματικά…

Τηλεφώνησα στόν Καθεδρικό Ναό Ἁγ. Τριάδος (ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανικός Ναός τῆς Ἀμερικῆς στό San Francisco). Τό τηλέφωνο τό σήκωσε ἕνας ἄνδρας καί τόν ρώτησα ἄν οἱ ἀκολουθίες τελοῦνται στά Ἀγγλικά. Μοῦ ἀπάντησε μέ μιά βαρειά, Ρωσσική προφορά: “σέ σπαστά μόνο”. Ἔσκασα στά γέλια. Μέ καταγοήτευσε τό ἀνέκφραστο style τοῦ χιοῦμορ του. Σημείωσα τίς ὧρες τῶν Λειτουργιῶν καί τόν εὐχαρίστησα…

Ἔβρεχε καταρρακτωδῶς καί οἱ δρόμοι ἦταν σχετικά ἄδειοι. Ὁδήγησα μέχρι τήν πόλη τοῦ San Francisco καί μοῦ ἦλθε στό νοῦ μιά ἀχνή εἰκόνα μιᾶς Ρωσσικῆς ἐκκλησίας μέ γαλάζιους τρούλλους στήν ἄλλη ἄκρη τῆς πόλεως. Στό εὑρετήριο, ὁ Καθεδρικός Ναός εἶχε διεύθυνσι τήν ὁδό Γκρήν καί εἶχα τήν ἐντύπωσι πώς πήγαινα στή σωστή κατεύθυνσι. Κάποια στιγμή, ἐντόπισα τόν τροῦλλο καί τό σταυρό… Ποτέ δέν βρίσκεις χῶρο γιά στάθμευσι στή συνοικία ἐκείνη, ἔτσι, καθώς πλησίαζα, εἶπα μέσα μου: “ἄν καταφέρω νά σταθμεύσω, θά σταματήσω. Ἄν ὄχι, θά πάω στά hamburgers”. Τή στιγμή κατά τήν ὁποία τό εἶπα, κάποιος ἔβαζε ὄπισθεν καί ἔφευγε ἀπό ἕνα χῶρο ἀπέναντι ἀπ’ τήν ἐκκλησία… “Ἐντάξει, ἐντάξει, θά πάω”.

Μπῆκα μέσα στήν ἐκκλησία τήν 7η Φεβρουαρίου 1999. Δέν τό ἤξερα ἐκείνη τήν ἡμέρα, ἀλλά ἦταν Κυριακή τοῦ Ἀσώτου…

Ξαναπῆγα τήν ἑπομένη Κυριακή.

Ἄρχισα νά παρακολουθῶ τά λόγια τῆς Λειτουργίας. Πολύ σύντομα, ἄρχισα νά πηγαίνω σέ μερικές βραδινές ἀκολουθίες κι ἔμεινα κατάπληκτος μέ ὅσα ἀπαγγέλλονταν. Δέν εἶχα ξανακούσει γιά θεολογία πού τραγουδιόταν καί ψαλλόταν μαζί μέ τά ἀναγνώσματα. Ἄρχισα νά ἀντιλαμβάνωμαι ὅλο καί περισσότερο πώς ὑπῆρχε ἕνας Χριστιανισμός μέσα στήν Ὀρθοδοξία πού ἦταν πιό ἀπέραντος καί πιό βαθύς ἀπ’ ὅ,τι γνώριζα. Ἐπίσης, ἄρχισα νά ἀκούω ἀναφορές γιά τό Φῶς, τό Φῶς πού ἔμοιαζε νά ἔχη πολλά κοινά μέ τήν ἐμπειρία μου τοῦ Φωτός πού δέν εἶναι Φῶς καί πού Γνωρίζει τό Ὄνομά μου. Ὑπῆρχε μέχρι καί μιά θεολογία πού ἀναγνώριζε τό Φῶς καί πού χρησιμοποιοῦσε αὐτό τό Φῶς ὡς περιγραφή γιά τό πῶς ὁ Θεός, ὁ Λόγος καί τό Ἅγ. Πνεῦμα καλεῖ καί ἀγαπᾶ… Ἄρχισα νά αἰσθάνωμαι πιό ἄνετα μέ τίς λέξεις Θεός καί Χριστός…

Ὅσο περισσότερο πήγαινα στίς θεῖες Λειτουργίες, τόσο περισσότερο ἔνοιωθα πώς ἐδῶ ἦταν τό μέρος πού θά ἔνοιωθα ἄνετα ὡς Χριστιανός. Πρέπει νά καταλάβετε, ὅμως, πώς ποτέ δέν ἔκανα χρῆσι αὐτῆς τῆς λέξεως. Ἀκόμα ἀντιστεκόμουν. Ἀκόμα δίσταζα. Τριγυρνοῦσα σάν κλεφτης, στίς παρυφές τῆς Χριστιανοσύνης, τόσο μέσα στίς σκιές τῶν κεριῶν ὅσο καί στό φῶς. Κρατιόμουν μέ τό ζόρι νά μήν κάνω μετάνοιες ἤ νά σταυροκοπηθῶ… Σκέφθηκα πώς τό παράκανα… Ἤμουν ἀκόμα Βουδιστής, ἁπλῶς ἐπισκεπτόμουν τό Χριστιανισμό. Αὐτή ἡ ἰδέα μοῦ ἐπέτρεπε νά συνεχίζω τόν ἐκκλησιασμό, χωρίς καμμία δέσμευσι… Ἕνα βράδυ, ἡ Μάτουσκα Βαρβάρα μέ πλησίασε καί μέ ρώτησε ἄν ἤθελα νά μάθω πῶς νά κάνω τό σταυρό μου. Ὅταν ἀπάντησα “ναί”, ξάφνιασα τόν ἑαυτό μου.

Ξέρω πώς ἀκούγεται παράδοξο, ἀλλά τό σταυροκόπημα ἄλλαξε τό πῶς ἔβλεπα τόν ἑαυτό μου καί πῶς ξεκίνησα νά λατρεύω ἔμπρακτα. Ἧταν τό πρῶτο σημεῖο τό ὁποῖο ἔκανα δημοσίως, σέ ἔνδειξι πώς ἐμπιστευόμουν τό Χριστιανισμό καί πώς ἄρχισα νά βλέπω τόν ἑαυτό μου ἐντός τοῦ Χριστιανικοῦ πλαισίου. Εἶναι δύσκολο νά ἐξηγηθῆ. Εἶναι μιά τόσο ἁπλή πρᾶξι, ἀλλά, κατά πολλούς τρόπους ἔγινε ἡ πρώτη μου πρᾶξι Χριστιανικῆς ἀποδοχῆς. Ἔγινε τό πρῶτο σημεῖο “ἐνδύσεως ἐν Χριστῷ”…

Ἡ Μ. Σαρακοστή εἶναι περίοδος ἔντονης πνευματικῆς ἀξιολογήσεως. Ὁλόκληρη ἡ ἐκκλησία ἀρχίζει ἕνα συλλογικό ταξίδι πρός τήν Ἰερουσαλήμ, μαζί μέ τό Χριστό. Ὁλόκληρο τό 40ήμερο μεταμορφώνεται σ’ ἕνα κοσμικό δρᾶμα, πού αἰωρεῖται μέσα σ’ ἕνα χρόνο πού σπανίως εἶχα βιώσει στό Βουδισμό. Ὁ χρόνος ἔμοιαζε νά σμικρύνεται σχεδόν ἀναλογικά μέ τό πόσο μεγάλωναν οἱ ἀκολουθίες. Κατά περίεργο τρόπο, ὁ χρόνος χρησιμοποιόταν γιά νά ἐξαφανίση τό χρόνο…

Ἕνα βράδυ… τά γόνατά μου λύγισαν… Κατάλαβα τόν ἑαυτό μου νά γονατίζη ἑνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἔνοιωσα φοβερά ἄσχημα πού συγκρατιόμουν τόσο καιρό… Ἔνοιωσα τόσο κορόιδο καί ὑπερόπτης βλάκας… Τά πάντα μέσα μου μοῦ εἶχαν πεῖ γιά τήν Μεγάλη Ἀγαθή Καρδιά τοῦ Χριστοῦ καί ἐγώ εἶχα ἀρνηθῆ τήν ἀγκαλιά Του… Ὅταν τό μέτωπό μου ἄγγιξε τό πάτωμα, τότε ὁ Θεός ἄγγιξε τήν καρδιά μου… Μέ ἔπιασαν λυγμοί… Ὅταν ὁ πατήρ Βίκτωρ πλησίασε νά θυμιατίση τήν εἰκόνα, ἤξερα πώς εἶχε ἀντιληφθῆ τό κλάμα μου… Δέν μποροῦσα νά σταματήσω… Ντράπηκα τόσο πολύ… Ἔνοιωσα τόσο ἐκτεθειμένος… Τριγύρω μου ἦταν ὁ κόσμος τόν ὁποῖο συναναστρεφόμουν σέ τακτική βάσι, ὅλες τίς τελευταῖες ἑβδομάδες. Μέ εἶχαν δεῖ αὐθάδη, μέσα στό Βουδισμό μου καί φαίνονταν νά κρατοῦν ἀπόστασι ἀπό μένα. Μέ εἶχαν δεῖ νά κάνω πίσω. Μέ εἶχαν δεῖ νά κάνω τό σταυρό μου καί νά συνεχίζω νά κάνω πίσω. Τώρα ἔβλεπαν τά γόνατά μου νά λυγίζουν καί τό μέτωπό μου νά ἀγγίζη τό ξύλινο πάτωμα καί ἐμένα νά κλαίω, καθώς ὁ Θεός μοῦ ράγιζε τήν καρδιά…

Μοῦ ράγισε τήν καρδιά ἐκεῖ, ἐπί τόπου… Μπορῶ νά σᾶς ὑποδείξω καί τό ἀκριβές σημεῖο… Μέ εἶχε καλέσει μέσα στή νύκτα. Εἶχε διεισδύσει μέσα μου σάν Φῶς. Τώρα, μοῦ ράγισε τήν καρδιά… Δέν μπορῶ νά τό ἐξηγήσω πιό καθαρά. Ὁ Θεός συνέτριψε τήν καρδιά μου καί τήν ὑπεροψία μου καί τήν μοναχικότητά μου καί εἶχε κάνει τή μοναξιά κάτι τό ἀδύνατο. Μέ κρατοῦσε μετέωρο μέσα στό χρόνο καί στήν Ἀγάπη, παρότι δέν μοῦ ἄξιζε οὔτε μιά κεραία ἀπό αὐτήν.
Τώρα ἤμουν διαλυμένος ἀπ’ τήν Ἀγάπη. Ἤμουν ζητιάνος. Εἶμαι ζητιάνος…

Ὁδηγοῦσα πάνω ἀπ’ τή γέφυρα τοῦ Κόλπου τοῦ San Francisco, ὅταν μοῦ ἦλθε ξαφνικά ἡ σκέψι πώς… ὑπῆρχε ἡ αἴσθησι τῆς βεβαιότητος πώς ἡ ἀπόφασί μου ἦταν σωστή. Ὀφειλόταν στήν περίεργη, γλυκόπικρη ἀνάμνησι τοῦ Φωτός πού δέν εἶναι Φῶς καί Γνωρίζει τό Ὄνομά μου. Ἀκόμα καί μέσα στήν στενοχώρια ἐκείνη, τό Φῶς ἦταν παρόν. Ἄρχισα νά θυμᾶμαι καί νά ἐπαναφέρω τά πάντα στή μνήμη μου, ἀπ’ τό μεταμεσονύκτιο κάλεσμα καί τήν ἀναζήτησι διαρρηκτῶν… Ὅλο τόν ξεχνάω τό Θεό. Αὑτό εἶναι τό κουσούρι μου. Εἶχα ξεχάσει τό Θεό ἐπί εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια…

Στίς 23 Μαΐου 1999 βαπτίσθηκα μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν Ἀμερική».

Από το βιβλίο:

Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ

Τα Ίχνη του Θεού – Από τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία

εκδ. Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός

Αθήνα 2011


<>









Alexios Setir Cahyadi, Ινδονησία: Πώς μέ κέρδισε η Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη
 

O Alexios Setir Cahyadi περιγράφει την συγκλονιστική του ιστορία. Πως τον κέρδισε η Ορθόδοξη Εκκλησία μας και άφησε τον Βουδισμό.

Σας την παρουσιάζουμε:

“Αφιερώνω αυτή τη μαρτυρία στην Αγία Τριάδα, με την καρδιά γεμάτη ευχαριστίες που δεν μπορούν να εκφραστούν πλήρως με λέξεις, σαν ελάχιστο δείγμα ταπεινής ευγνωμοσύνης και βαθιάς εξυμvήσεως του ενδόξου ονόματος του Θεού, επειδή η Χάρη Του με βοήθησε να γνωρίσω το αληθινό φως, που είναι ο Σωτήρας της ψυχής.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε βουδδιστική οικογένεια και με ζήλο παρακολούθησα τη βουδδιστική διδασκαλία. Έτσι έγινα τόσο καλός βουδδιστής, ώστε κατόρθωσα να φέρω στο Βουδδισμό και τη μωαμεθανή μνηστή μου. Παντρευτήκαμε σύμφωνα με το βουδδιστικό τυπικό.

Κατά τη διάρκεια του γάμου μας δεν είχα καμμιά ιδιαίτερη θρησκευτική εμπειρία σαν βουδδιστής. Λίγο αργότερα οι περιστάσεις με ανάγκασαν να εγκαταλείψω το χωριό μου και εγκατασταθώ στην πόλη Solo. Εκεί άρχισα να εργάζομαι στους σιδηροδρόμους, προς απογοήτευση της οικογένειας μου, η οποία ήθελε να γίνω διδάσκαλος του Βουδισμού.

Όσο καιρό εργαζόμουν στους σιδηροδρόμους (μετά εργάστηκα σε Ασφαλιστική Εταιρεία) έμενα σε μια συνοικία ότου κατοικούσαν πολλές χριστιανικές oικογένειες. Εκείνη την εποχή είχα την ευλογία να αποκτήσω δύο παιδιά, και τα δύο κορίτσια. Η μεγαλύτερη κόρη μου είχε πολλές χριστιανές φίλες. Μερικές απ’ αυτές παρακολουθούσαν το Κατηχητικό σχολείο της περιοχής. Η κόρη μου ήθελε να πηγαίνει μαζί τους στο Κατηχητικό, αλλά εγώ της το απαγόρευα. Εκείνη όμως έκλαιγε και ζητούσε να πηγαίνει. Τελικά αναγκάστηκα να υποχωρήσω.

Μια μέρα η κόρη μου έφερε μια μικρή καινή Διαθήκη, την οποία της είχαν δώσει στο Κατηχητικό. Από περιέργεια διάβαζα αυτό το μικρό βιβλίο, όταν είχα καιρό και αισθανόμουν ότι από κάπου μου εδίδετο η ικανότητα κατανοήσεώς του. Τώρα γνωρίζω ότι αυτό ήταν ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος. Σιγά-σιγά άρχισα να καταλαβαίνω πόσο μοναδική και διαφορετική είναι η χριστιανική διδασκαλία, σε σύγκριση με τη διδασκαλία, που εγώ πριν θεωρούσα σωστή. Η μοναδικότητα της μου αύξησε την επιθυμία να μάθω περισσότερα γι’ αυτήν την καινούργια και παράξενη χριστιανική διδασκαλία. Όσο διάβαζα, τόσο με συνέπαιρνε. Τελικά αποφάσισα ότι έπρεπε κάτι να κάνω. Ένας χριστιανός (προτεστάντης) φίλος με πήγε σε μια σύναξη προσευχής στο Solo. Δεν είχα όμως διδαχθεί να είμαι μέλος οποιασδήποτε Εκκλησίας, ούτε την αναγκαιότητα του Βαπτίσματος. Αυτή η προτεσταντική σύναξη προσευχής έδιδε και τη Θεία Κοινωνία, χωρίς την παρουσία χειροτονημένου κληρικού.

Μια μέρα, σε μια συγκέντρωση διαφόρων χριστιανών, συνάντησα κάποιον που φαινόταν ότι είχε πλατιά γνώση της χριστιανικής διδασκαλίας και μεγάλη σοφία. Ήταν ο π. Δανιήλ Bambang. Δεν γνώριζα τότε ότι ήταν ορθόδοξος Ιερέας. Από επιθυμία να μάθω περισσότερα για την ορθή πίστη, ζήτησα να παρακολουθώ τα δικά του μαθήματα. Έτσι κατηχήθηκα στην Ορθοδοξία επί αρκετούς μήνες.

Στη συνέχεια, με τη Χάρη του Παντοδύναμου Θεού και χωρίς κανείς να με αναγκάσει, βαπτίστηκα ορθόδοξος στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Τώρα γνωρίζω ότι είμαι στις αγκάλες της Αποστολικής Εκκλησίας, στους κόλπους της αληθινής αρχικής Εκκλησίας. Η πνευματική μου αναζήτηση έχει βρει το λιμάνι της αναπαύσεως κι η καρδιά μου έχει τη βεβαιότητα ότι βρίσκομαι στην αληθινή και αναλλοίωτη πίστη των Αγίων Αποστόλων, η οποία έχει διατηρηθεί ακεραία από την Ορθόδοξη Εκκλησία, διά μέσου των αιώνων. Είθε η δόξα και η λατρεία να αποδίδονται στο όνομα του Ενός και Μοναδικού Θεού· της Υπεραγίας Τριάδος· του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.


<>







Θαύμα της Αγίας Ξένης της Αγ. Πετρούπολης της διά Χριστός σαλής (+1803) στην Αμερική - Η επιστροφή ενός ασώτου υιού

Διηγεῖται ἡ Μοναχή Cornelia (Rees): «Ἄν κάποιος γνωρίζει αὐτή τήν ἱστορία καί βρεῖ ἀνακρίβειες σέ αὐτή, παρακαλῶ νά μέ συγχωρέση: τήν ἄκουσα πρίν ἀπό 15 χρόνια καί ὄχι ἀπό πρῶτο χέρι.
Λοιπόν, ἕνας ἱερέας ἀπ᾽ τή Βόρεια California λειτουργοῦσε σέ μιά ἐνορία πού ἀποτελοῦνταν ἀπό πρώην Εὐαγγελικούς Χριστιανούς πού εἶχαν μεταστραφῆ στήν Ὀρθοδοξία. Ὅταν ἡ ἁκμάζουσα κοινότητά τους δέν εἶχε ἀκόμη γίνει Ὀρθόδοξη, τούς ἐπισκέπτονταν διάφοροι ἄνθρωποι γιά νά ἀκούσουν τόν “Εὐαγγελισμό”. Μιά μέρα στό κτίριο τῆς ἐκκλησίας πλησίασε ἕνας νεαρός ἄνδρας μέ μοτοσικλέτα Harley Davidson. Ἡ ἐμφάνισί του μαρτυροῦσε ὅτι ἦταν μόρτης, ἀλλά εἶχε εἰλικρινές ἐνδιαφέρον νά ἀκούση γιά τόν Ἰησοῦ. Ἀνέπτυξε μιά καλή σχέσι μέ τόν πάστορα (ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε Ὀρθόδοξος ἱερέας καί μου διηγήθηκε αὐτή τήν ἱστορία), καί ὁ νεαρός ἄρχισε σταδιακά νά ἀλλάζη τόν τρόπο ζωῆς του. Ἐγκατέλειπε τό ἕνα βίτσιο μετά τό ἄλλο, μέχρι πού ὁ πάστορας τοῦ εἶπε ὅτι ἄν ἤθελε νά ἀκολουθῆ πραγματικά τό Χριστό, θά ἔπρεπε νά σταματήση νά εἶναι “μηχανόβιος”. Ἀποδείχθηκε ὅτι ἦταν ἐξαιρετικά δύσκολο γιά τό νεαρό Εὐαγγελικό νά τό ὑπομείνη, ὁπότε ἐγκατέλειψε καί τήν κοινότητα καί τόν πάστορα πού τόν φρόντιζε, χωρίς σκοπό νά ἐπιστρέψη ξανά.

Ὁ μηχανόβιος ἔφυγε μέ τή Harley Davidson του. Ὡστόσο, σύντομα ἔπαθε ἕνα τρομερό ἀτύχημα, μέ ἀποτέλεσμα νά χάση τά πόδια του. Τελικά, ὁ νεαρός ἐπέστρεψε στήν παρέα τῶν “παλιῶν του φίλων” καί κατέληξε νά ζῆ σ᾽ ἕνα μισοερειπωμένο σπίτι μέ χαμηλό ἐνοίκιο. Τό σπίτι αὐτό βρισκόταν σέ μιά ὑποβαθμισμένη περιοχή τῆς πόλεως, ὅπου ἡ ἐγκληματικότητα ἄνθιζε ἰδιαίτερα. Ἕνα βράδυ, ὅταν ὁ ἴδιος καί οἱ σύντροφοί του ἐπιδόθηκαν ιδιαίτερα ἔντονα στό ἀλκοόλ καί τά ναρκωτικά, ὁ νεαρός μας ξαφνικά γλίστρησε, ἔπεσε καί ἔχασε τίς αἰσθήσεις του. Οἱ σύντροφοί του, πού ἦταν καί αὐτοί πολύ μεθυσμένοι, τόν νόμισαν νεκρό. Χωρίς νά εἶναι σίγουροι γιά τό τί ἔπρεπε νά κάνουν καί, ὡς συνήθως, ἀποφεύγοντας κάθε ἐπαφή μέ τήν ἀστυνομία, ἁπλά ἔσυραν τό σῶμα του στό δρόμο καί τό πέταξαν στόν πρῶτο κάδο ἀπορριμμάτων πού βρῆκαν.

Σέ αὐτόν τόν κάδο ὁ νεαρός ξύπνησε τό ἑπόμενο πρωΐ. Ἦταν ἕνα πραγματικά φρικτό ξύπνημα: Νά βρίσκης τόν ἑαυτό σου ἐγκαταλελειμμένο ἀπό ὅλους, πεταμένο σ᾽ ἕνα κάδο σκουπιδιῶν. Ἀφοῦ σκαρφάλωσε καί βγῆκε, πρός μεγάλη του ἔκπληξι, ἀπ᾽ τόν κάδο πού παραλίγο νά γίνη τό φέρετρό του, ὁ νεαρός κάθισε στό πεζοδρόμιο μέ τίς πιό μαῦρες σκέψεις: “Νά, πού κατάντησα. Εἶμαι πλέον ἄχρηστο ἀνθρώπινο σκουπίδι. Πεταμένο ὡς περιττό ἀπόβλητο”.

Βυθισμένος σέ αὐτές τίς σκέψεις ἀπελπισίας, παρατήρησε ξαφνικά τήν παρουσία μιᾶς ἡλικιωμένης γυναίκας ντυμένης μέ κουρέλια, μιά ἄστεγη. Τόν πλησίασε. Τό βλέμμα της ἦταν πολύ αὐστηρό γεμάτο ἐπίπληξι. Δείχνοντάς τον μέ τό χέρι, τοῦ εἶπε: “Ξέρεις ποῦ πρέπει νά πᾶς... Πήγαινε, λοιπόν, πρός τά ἐκεῖ”. Ἐκείνη ἀκριβῶς τή στιγμή, ὁ ἄνδρας θυμήθηκε τόν πρώην πάστορά του καί τήν ἐκκλησία, στήν ὁποία εἶχε σχεδόν μεταμορφωθῆ. Ἀποφασισμένος νά τήν ξαναβρῆ, ἐπέστρεψε στήν πόλι ὅπου βρισκόταν ἡ ἐκκλησία.

Ὅταν ἔφτασε στό γνωστό του κάποτε ναό, τόν εἶδε μεταμορφωμένο. Ἡ ὀροφή του ἦταν στεφανωμένη μέ χρυσούς τρούλους καί σταυρούς, καί ὁλόκληρο τό ἐσωτερικό του εἶχε ἀλλάξει ἐντελῶς. Δέν ὑπῆρχαν πιά καθίσματα, καί μπροστά ὑπήρχε κάτι σάν διαχωριστικό μέ παράξενες εἰκόνες Ἁγίων. Κοίταξε γύρω του ἔκπληκτος καί τά μάτια του ἔπεσαν στήν εἰκόνα μιᾶς γυναίκας: Ἐκείνης τῆς “ἄστεγης” πού, ἐκείνη τήν ὥρα τῆς τρομερῆς καταθλίψεως, τοῦ εἶχε ὑποδείξει ποῦ νά πάη. Ἦταν ἡ Ἁγ. Ξένη τῆς Ἁγ. Πετρουπόλεως, ἡ διά Χριστόν Σαλή.

Ἐκεῖ ὁ νεαρός συνάντησε καί τόν παλαιό του φίλο, ὁ ὁποῖος τότε εἶχε ἤδη γίνει Ὀρθόδοξος ἱερέας καί φοροῦσε ράσο καί σταυρό. Ὁ ἄνδρας ἔλαβε τό ἅγιο βάπτισμα καί ἄρχισε νά ζῆ τή ζωή ἑνός ἀφοσιωμένου ἐνορίτη, αὐτή τή φορά ἔχοντας πραγματικά μεταμορφωθῆ.

Δέν γνωρίζω τί ἀπέγινε αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἀπό τότε. Δέν ἔχω κανένα λόγο νά νομίζω ὅτι δέν βρίσκεται τώρα σέ αὐτή τήν ἐνορία. Ἀλλά, ἐπαναλαμβάνω, αὐτή τήν ἱστορία μου τήν διηγήθηκαν πρίν ἀπό 15 χρόνια. Παρόλα αὐτά, εἶναι γεγονός ὅτι αὐτό τό θαῦμα τῆς Ἁγ. Ξένης συνέβη σ᾽ ἕνα ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος προηγουμένως δέν γνώριζε τίποτε γι᾽ αὐτή καί ζοῦσε πολύ μακρυά ἀπ᾽ τή Ρωσία, καί μάλιστα τή στιγμή πού τό εἶχε περισσότερο ἀνάγκη».


ΑΝΤ.

<>






Η μεταστροφή μίας Ρωμαιοκαθολικής Ελληνικής οικογένειας στην Ορθοδοξία


Μετά φόβου Θεού αλλά και με θερμή παράκληση προς τον Θεό να με φωτίσει να εκφράσω σωστά το πιο σημαντικό βίωμα μου˙ τη μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία.
Ο παππούς μου, Ιταλός στην καταγωγή, από την Σικελία και αρχιτέκτονας στο επάγγελμα βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Σουλτάνος τον έστειλε στη Θεσσαλονίκη για να κτίσει δημόσια κτήρια. Στη Θεσσαλονίκη, η οποία ανήκε τότε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, έζησε έως το τέλος της ζωής του. Ένα από τα οκτώ παιδιά του ήταν ο πατέρας μου. Κι εγώ γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασα και δημιούργησα οικογένεια. Από παιδί προσπαθούσα να ανταποκρίνομαι στα θρησκευτικά μου καθήκοντα.
Καθώς φοιτούσα στο γαλλικό σχολείο Δελασάλ, η κατήχηση ήταν απαραίτητη, διότι την επιμέλεια του σχολείου την είχαν μοναχοί καθολικοί. Κάποια ημέρα κατέφθασε ένας καθολικός ιερέας και έκανε συζήτηση με έφηβους καθολικούς.
Κάλεσαν κι εμένα. Κατά τη συζήτηση με ρώτησε αν θέλω να γίνω ιερέας. Απάντησα αρνητικά. Παρόλο πού με συγκίνησε η πρόταση, αρνήθηκα.
Σπούδασα ιατρική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και νυμφεύτηκα Ελληνίδα ορθόδοξη.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαμε προστριβές εξαιτίας της διαφορετικότητάς μας στο δόγμα. Μετά τον γάμο βρεθήκαμε στην Ελβετία, όπου άνοιξα ιατρείο. Εκεί αποκτήσαμε δύο κόρες οι οποίες βαπτίστηκαν καθολικές. Συνολικά ζήσαμε στην Ελβετία ένδεκα χρόνια. Αποτέλεσμα της διαμονής μας στην Ελβετία ήταν να χαλαρώσουμε κάπως στα θρησκευτικά μας καθήκοντα. Ο φιλεύσπλαχνος Θεός όμως μας λυπήθηκε, μας κάλεσε κοντά Του, και μας υπενθύμισε ότι δίχως αγώνα θα μείνουμε εκτός νυμφώνος. Αλλά πως μας κάλεσε, ας με φωτίσει ο Πανάγαθος, να σας το μεταφέρω σωστά στη συνέχεια.
Έπειτα από ένδεκα χρόνια ξενιτειάς επιστρέψαμε στην πατρίδα. Κατοικία και ιατρείο στη Θεσσαλονίκη. Παρόλο πού όλα πήγαιναν πολύ καλά, μετά από τέσσερα χρόνια αποφασίσαμε να εγκατασταθούμε στα Ν. Μουδανιά Χαλκιδικής. Αυτό έγινε, διότι μας συνέβη κάτι εντελώς ξαφνικό και ανεξήγητο. Και σήμερα ακόμη απορούμε. Προσωπικά όμως αναρωτιέμαι, αν δεν γινόταν όλα αυτά, πώς θα γνώριζα την Ορθοδοξία. Το σχέδιο όμως του Θεού προχωρούσε και μας έδειχνε τον δρόμο που έπρεπε ν’ ακολουθήσουμε.
Εκείνο τον καιρό η παρουσία της Παναγίας άρχισε να γίνεται πιο αισθητή στο σπίτι μας με το εξής περιστατικό: Ο Θεός πήρε τη γιαγιά της συζύγου μου και στο σπίτι μας ήλθε η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας. Την εικόνα ο παππούς της τη βρήκε με θαύμα, θαμμένη στη γη. Η σύζυγος μεγάλωσε με την παρουσία αυτής της εικόνας και εζησε κάποια θαύματά της και εν συνεχεία αισθανθήκαμε και οικογενειακώς τη χάρη Της. Η Παναγία Οδηγήτρια με τη χάρη Της και την πρεσβεία Της με βοήθησε να βάλω τέλος στην άναζήτησή μου, αν δηλαδή θα παραμείνω καθολικός ή θα μεταστραφώ στην Ορθοδοξία. Πώς έγινε αυτό, θα το δούμε πιο κάτω.
Οι κόρες μου φοιτούσαν στα μέσα του Δημοτικού Σχολείου. Για εκκλησιασμό τις πήγαινα, οσο ήταν δυνατόν, στην καθολική εκκλησία στη Θεσσαλονίκη. Για δε την εξομολόγηση ερχόταν καθολικός ιερέας για τους καθολικούς της γύρω περιοχής και η εξομολόγηση γινόταν στο ιατρείο.
Επειδή με τη σύζυγο από παιδιά παρακολουθήσαμε κατηχητικό σχολείο, αποφασίσαμε να στείλουμε και τις κόρες μας. Δέχτηκα να πανε στα Μουδανιά, εάν τις δέχονταν ως καθολικές πού ήταν. Δεν είχε όμως τότε για παιδιά. Μία κυρία όμως είπε στη σύζυγο: «Αν θέλετε να ακούσετε λόγο Θεού, κάθε Σάββατο στο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στη Μεταμόρφωση Χαλκιδικής ομιλεί ο Γέροντας π. Γρηγόριος.
Ήταν καλοκαίρι και πήγαμε οικογενειακώς. Όλα πρωτόγνωρα για μας. Πολύς κόσμος στο προαύλιο, οπού θα γινόταν η ομιλία. Με πολλή προσοχή, ίσως και με περιέργεια παρακολουθήσαμε την ομιλία. Πιστεύουμε οτι όσα ακούσαμε εκείνη την ημέρα δεν ήταν τυχαία, αλλά θέλημα Θεού. Πιστέψαμε οτι αυτή η ομιλία εγινε ειδικά για μας. Ο Θεός μας καθοδήγησε σ’ αυτή την ομιλία για να προβληματιστώ και ν’ αρχίσω την αναζήτηση και μάλιστα με έντονο ενδιαφέρον.
Ο σεβαστός Γέροντας αναφέρθηκε στο Άγιον Όρος και στην ιστορία του. Ήταν συγκλονιστικό για μένα και τη σύζυγο μου. Οι κόρες δεν πολυκαταλάβαιναν λόγω της ηλικίας τους. Το συγκλονιστικό ήταν η περιγραφή της εισβολής των Λατίνων Καθολικών στο Άγιον Όρος επί Βέκκου (Πατριάρχου) και της άσχημης συμπεριφοράς τους απέναντι στα Μοναστήρια και τους μοναχούς οι οποίοι δεν δέχονταν να συνλειτουργήσουν μαζί τους. Με κατέπληξε ο Γέροντας, γιατί μιλούσε με ηρεμία και με πόνο ψυχής. Επίσης αναφέρθηκε και σε κάποιες διαφορές μας που δεν επιτρέπουν τη συλλειτουργία και την συμπροσευχή, διαφορές που επήλθαν μετά το Σχίσμα, αφού οι Καθολικοί κατήργησαν ή αλλοίωσαν κάποιες παραδόσεις της Χριστιανικής πίστεως. Εδώ κάνω μία επισήμανση σχετικά με την καθολικισμό. Όταν ήμουν μικρό παιδί και εμείς οι καθολικοί νηστεύαμε. Αλλά κάποια στιγμή, δεν ενθυμούμαι χρονολογία, με την ευλογία του Πάπα η νηστεία καταργήθηκε. Επίσης, όταν θέλαμε να κοινωνήσουμε, πηγαίναμε στη Θεία Λειτουργία νηστικοί. Αλλά και αυτό καταργήθηκε. Επανέρχομαι όμως στην ομιλία. Η σύζυγος μου, όπως μου έξήγησε μετά, τα αντιμετώπισε όλα ως εξής: Όταν άκουσε τα των καθολικών σκέφτηκε εμένα και με κοίταξε για να δει την αντίδρασή μου. Με είδε να ακούω με ένδιαφέρον. Έκανε όμως τον λογισμό ότι δεν θα τους πήγαινα ξανά εκεί. Μόλις μπήκαμε στο αυτοκίνητο για την επιστροφή περίμενε να ακούσει την αντίδραση μου. Εγώ όμως της είπα πως ότι εχουμε τόσες διαφορές. Πρέπει να συζητήσω με κάποιον ειδικό και να μου πει ακόμη τι πρέπει να διαβάσω για να πληροφορηθώ τα πάντα. Και αυτό έπραξα. Συζήτησα με Γέροντες και προμηθεύτηκα τα σχετικά βιβλία. Για τον λόγο αυτό επισκεφτήκαμε ορθόδοξα μοναστήρια.
Όταν μάθαινα κάποια αλήθεια σχετική με τις διαφορές μας, η οποία δεν άφηνε περιθώριο αμφισβήτησης, αισθανόμουν λύπη, αλλά και ικανοποίηση. Η χριστιανική πίστη ξανοιγόταν μπροστά μου, όπως ο Χριστός μας τη δίδαξε και όπως οι Πατέρες μας την παρέδωσαν.
Αλλά ο Θεός μου έδωσε και μία τελευταία ευκαιρία να βιώσω κι άλλες καταστάσεις σχετικές με το θέμα για να βγάλω και μόνος μου συμπεράσματα, αλλά και να αντιδράσω δικαιολογημένα.
Η επόμενη κίνησή μας ήταν η εξής: Εγκατασταθήκαμε στη Γαλλία μετά από τα τέσσερα χρόνια πού ήμασταν στα Μουδανιά. Θα εκφραστώ κάπως επιγραμματικά, διότι πολλές καταστάσεις είναι προσωπικές.
Στη Γαλλία παραμονές μεγάλης εορτής πήγα με τις κόρες για εξομολόγηση στην καθολική εκκλησία. Αντικρίσαμε αρκετά άτομα στο κέντρο της Εκκλησίας και τον ιερέα μπροστά τους. Τον πλησίασα και του είπα ότι θέλουμε να εξομολογηθούμε. Μας υπέδειξε να καθήσουμε κοντά στους άλλους. Μα του είπα, εάν όλοι αυτοί είναι για εξομολόγηση θα αργήσουμε πολύ. Όχι μου λέει. Θα τελειώσουμε αμέσως και μας εξήγησε. Θα καθήσετε και όλοι σας θα λέτε τις αμαρτίες σας από μέσα σας κι εγώ θα διαβάσω την συγχωρητική ευχή. Έμεινα άφωνος. Εγώ στην Ελλάδα ήξερα άλλα. Κάθε ένας μόνος του με τον ιερέα. Δηλαδή αναρωτήθηκα σε κάθε χώρα έχουν το δικαίωμα να κάνουν όποιες αλλαγές θέλουν; Μετά ρώτησα από περιέργεια και μου είπαν ότι σε άλλη εκκλησία διαφορετικά γίνεται.
Για τη Θεία Κοινωνία πήγαμε στην Ελβετία, στην πόλη πού κατοικούσαμε κάποτε. Ήταν πολύ κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία και με την ευκαιρία θα βλέπαμε και γνωστούς. Είχε αρκετό κόσμο, διότι ήταν μεγάλη έορτή. Γι’ αυτόν τον λόγο κατά τη στιγμή της Θείας Κοινωνίας σχηματίστηκαν τρεις σειρές. Γρήγορα όμως ένιωσα μεγάλη απογοήτευση. Ο ιερέας κοινωνούσε στη μεσαία σειρά, στην αριστερή σειρά τους πιστούς κοινωνούσε ένας λαϊκός, και στη δεξιά σειρά κοινωνούσε τους πιστούς μία λαϊκή. Επιδίωξα να κοινωνήσουμε από τον ιερέα, αλλά η ψυχολογική μου κατάσταση δεν ήταν εντάξει. Συγχρόνως διαπίστωσα ότι ο λαϊκός πού κοινωνούσε τους πιστούς ήταν συνάδελφος ιατρός από παλιά. Γνωριζόμασταν και οικογενειακώς. Εάν ήμουνα στη δική του σειρά, θα με κοινωνούσε ο συνάδελφος και φίλος μου.
Μεγάλη απογοήτευση και μεγάλος προβληματισμός, αλλά εως εκείνην τη στιγμή δεν είχα λάβει κάποια απόφαση. Την απογοήτευση αυτή ακολούθησε η απογοήτευση από την εργασία. Προέκυψε μεγάλη οικονομική καταστροφή. Έφτασα σε σημείο να βλέπω ως μόνη λύση να πουλήσω το σπίτι στην Ελλάδα και να μείνω πλέον δίχως δική μου στέγη. Η ελπίδα να αποφύγω αυτή την οδυνηρή λύση ήταν ένα κτήμα που είχα, αλλά δυστυχώς δεν γινόταν τίποτε εφόσον και οι κτηματομεσίτες το απέκλεισαν οτι θα γίνει κάτι, εφόσον δεν υπήρχε ζήτηση. Κάθε ημέρα πού περνούσε ήταν εις βάρος μας.
Αλλά ευτυχώς και τον Θεό δεν τον ξέχασα. Ζήτησα τη βοήθειά Του με μεσίτρια την Υπεραγία Θεοτόκο. Προσευχήθηκα εκ μέσης καρδίας μπροστά στην εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας και συγχρόνως έκανα ένα τάμα. Το θαύμα εγινε και το τάμα εκπληρώθηκε, όπως θα δούμε παρακάτω.
Το πρόβλημά μας το γνώριζε ένας φίλος μας στην Ελλάδα, στην περιοχή Ν. Μουδανιών. Τον είχα παρακαλέσει εάν ενδιαφερθεί κάποιος για το κτήμα να μας τηλεφωνήσει.
Είχαν περάσει μόλις λίγες ημέρες από το τάμα που έκανα, χτύπησε το τηλέφωνο το οποίο σήκωσε η σύζυγος˙ ήταν ο φίλος μας που ανέφερα πιο πάνω. Μετά τον χαιρετισμό κατ’ ευθείαν της είπε: Άκουσε, έγινε ένα θαύμα και της εξήγησε αμέσως. Ενώ είμαι πολύ συνεπής στο ωράριο της εργασίας μου, δεν ξέρω πως μου ήλθε προχθές και εγκατέλειψα την εργασία σχεδόν μισή ώρα πιο νωρίς. Κάποιος όμως με αναζήτησε την τελευταία στιγμή και, επειδή ήταν σχετικά επείγον, με αναζήτησε και στο σπίτι. Ενώ συζητούσαμε την υπόθεσή του, αυτός κάθε τόσο έλεγε: Τι ωραία που είστε εδώ στην εξοχή και η γυναίκα μου επιθυμεί ένα σπίτι στην εξοχή. Τότε του είπα για το κτήμα σας. Έδειξε ενθουσιασμό και επιθυμία να το δει εκείνη τη στιγμή. Τον πήγα, το είδε, του άρεσε και μετά από συγκατάθεση της γυναίκας του είπε εντάξει. Όλα εξελίχθηκαν και όλα τακτοποιήθηκαν ταχύτατα. Τελικά σ’ αυτό το κτήμα είκοσι χρόνια έως τώρα δεν χτίστηκε κανένα σπίτι!
Όταν επιστρέψαμε για δεύτερη φορά στην πατρίδα οι φίλοι μας και οι πελάτες μου μας δέχτηκαν με χαρά και όλα πήγαν πολύ καλά.
Με την πρώτη ευκαιρία επισκεφτήκαμε το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου˙ ήμουνα μόνος με τη σύζυγο. Στην επιστροφή, ενώ οδηγούσα, της είπα οτι αποφάσισα να βαπτιστώ Ορθόδοξος. Της εξήγησα ότι έταξα στην Παναγία ότι μόλις όλα τακτοποιηθούν θα βαπτιστώ. Οι κόρες μου δέχτηκαν επίσης να βαπτιστούν. Ήταν ήδη έφηβες και είχαν εμπεδώσει πολλά για την Ορθοδοξία παρακολουθώντας τους προβληματισμούς μου αλλά και τις διαπιστώσεις μου.
Για λίγους μήνες κατηχηθήκαμε και μετά έγινε η βάπτισή μας στην Ιερά Μονή Αγίου Αρσενίου στο Βατοπέδι Χαλκιδικής. Η βάπτισή μας έγινε από τους σεβαστούς Πατέρες π. Γρηγόριο και π. Θεόκλητο, πού τόσο μας βοήθησαν και μας βοηθούνε στην πορεία μας.
Ανάδοχος, γνωστή και φίλη της οικογενείας από την οποία και τον σύζυγο της ακούγαμε συχνά λόγια ωφέλιμα για την περίπτωσή μας.
Κατά τη διάρκεια του μυστηρίου ζήσαμε και οι τρεις μας αξέχαστες στιγμές και συναισθήματα. Δεν είναι εύκολο να ειπωθούν δημοσίως. Εκείνο που μπορώ να πω μόνο είναι, ότι όλα μαρτυρούσαν την παρουσία του Θεού.
Δοξάζω τον Θεό που ακόμη μου υπέδειξε τον δρόμο της ιερωσύνης, αφού, με την βάπτισή μου, ο φιλεύσπλαχνος Θεός με απάλλαξε από τις πολλές αμαρτίες του παρελθόντος. Βέβαια είχε προηγηθεί της βαπτίσεως και η εξομολόγηση. Όταν πληροφορήθηκα οτι μπορώ να γίνω ιερέας και μου έγινε η πρόταση, είπα το ναι με χαρά, αλλά και με φόβο κατά πόσο θα φανώ αντάξιος στην πρόσκληση του Θεού. Όταν ήμουν νέος, είπα το όχι στην ίδια πρόταση των καθολικών. Δεν θα πάψω να ευχαριστώ τον Θεό που με φώτισε τότε ν’ αρνηθώ, αλλά δεν θα πάψω κυρίως να τον ευχαριστώ που μου αποκάλυψε που βρίσκεται η αλήθεια.
 

Με αγάπη Χριστού κι ευχαριστίες προς όλους,
π. Κωνσταντίνος




<>







Η μεταστροφή του Tristram Engelhardt από το Texas των ΗΠΑ, Καθηγητή Φιλοσοφίας και Ιατρικής, της Ιρλανδής συζύγου του και των δύο παιδιών τους στην Ορθοδοξία

Στο Συνέδριο που διοργάνωσε στο Βουκουρέστι το Κέντρο Περίθαλψης και Φροντίδας συμμετείχε, όπως αναφέρθηκε και στο κύριο θέμα του τεύχους αυτού, και ο Καθηγητής Φιλοσοφίας και Ιατρικής Tristram Engelhardt. Ο κ. Engelhardt γεννήθηκε στο Τέξας των ΗΠΑ από Ρωμαιοκαθολικούς γονείς, αλλά ο ίδιος έγινε Ορθόδοξος σε ώριμη ηλικία, λαμβάνοντας το όνομα Herman (Γερμανός), από τον άγιο Γερμανό της Αλάσκας. Σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική και σήμερα είναι Καθηγητής των δύο αυτών επιστημών σε Πανεπιστημιακές Σχολές στο Χιούστον του Τέξας. Οι έρευνές του έχουν γίνει κυρίως στον τομέα της Βιοηθικής και η σημαντικότερη συμβολή του στην Ορθόδοξη ηθική είναι το βιβλίο του «Τα θεμέλια της Χριστιανικής Βιοηθικής».

Κατά την διάρκεια της συζητήσεως στο Συνέδριο στο Βουκουρέστι, του τέθηκε και η ερώτηση, πως έγινε ορθόδοξος. Η απάντησή του δημοσιεύεται κατωτέρω απομαγνητοφωνημένη από την απευθείας μετάφραση που έκανε ο κ. Αναστάσιος Φιλιππίδης.

Herman Τristram Engelhardt: Πως έγινα Ορθόδοξος

Πως έγινα Ορθόδοξος; Η απάντηση είναι: Μόνο μέσω της αγάπης του Θεού.

Μια φορά ήμουνα στο Άγιον Όρος κι ένας Μοναχός μου λέει: «Κοίτα τριγύρω σου όλους αυτούς τους ανθρώπους. Η μετάνοια όλων αυτών των ανθρώπων είναι ένα θαύμα από το Θεό».

Είχα πολύ ευλαβείς Ρωμαιοκαθολικούς γονείς που με έστειλαν σε ένα πολύ καλό Ρωμαιοκαθολικό σχολείο, και στην Ε τάξη διάβαζα την ιστορία της Εκκλησίας και αντιλήφθηκα ότι την Εκκλησία των πρώτων 5 αιώνων δεν την είχα δη ποτέ. Και ρώτησα μια μοναχή: «Γιατί η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν είναι σαν την πρώϊμη Εκκλησία;», Η αδελφή με κοίταξε σαν να ήμουνα τρελλός. Και μια και ήμουνα Ε τάξη έμεινα ήσυχος.

Το Δημοτικό μου φαινόταν πολύ βαρετό, αλλά μου άρεζε η λειτουργία. Και ήμουνα παπαδάκι και μου άρεσε πολύ, και μια και ήμουνα τεμπέλης, όταν πήγαινα στο Ιερό δεν πήγαινα σχολείο. Μου άρεζε περισσότερο αυτό, παπαδάκι στην εκκλησία.

Στην 8η τάξη, το 1954, ο Ρωμαιοκαθολικός ιερέας μου είπε ότι ένας Ουνίτης επίσκοπος θα ερχόταν από την Παλαιστίνη και αυτός θα τελούσε τη λειτουργία του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Δεν την ήξερα και θα έπρεπε να την διαβάσω για να γίνω το παπαδάκι στην λειτουργία. Και αυτό έκανα. Αλλά δεν ήξερα ότι θα υπάρχη κι ένας Όρθρος πριν από αυτό, οπότε επί μιάμιση ώρα δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει. Και μετά αυτός ο ηλικιωμένος Επίσκοπος ήρθε στο μέρος μου και μου είπε: «Έλα εδώ, αυτό είναι για σένα. Όλος ο αληθινός Χριστιανισμός θα εξαφανισθή στη διάρκεια της ζωής σου από τη Δύση. Ο αληθινός Χριστιανισμός θα έρθη από την Ανατολή και αυτό θα είναι πολύ σημαντικό για σένα». Νόμιζα ότι είναι τρελλός. Του λέω: «Τι;» Και μου είπε: «Όλος ο Χριστιανισμός θα εξαλειφθή από την Δύση στην διάρκεια της ζωής σου. Ο αληθινός Χριστιανισμός θα έρθη ως φως από την Ανατολή». Ρώτησα το πατέρα μου: «Τι λέει αυτός; Είναι ένας τρελλός άνθρωπος από την Παλαιστίνη;». Και συνέχισα να ζω την ζωή μου.

Το 1984 κάποιος μου τηλεφώνησε από τον άνθρωπο που είχε έρθει δεύτερος στις τελευταίες εκλογές για Πάπας της Ρώμης. Εφόσον ήταν υποψήφιος για Πάπας έπρεπε να ξεκινήση νωρίς, όπως και ο υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ. Και μάζευε μια ομάδα διανοουμένων για να τον βοηθήσουν στην προεκλογική του εκστρατεία και μου ζήτησε να είμαι κι εγώ ένας από αυτούς. Και μου είπανε να πάω για έξι εβδομάδες στο Μιλάνο. Λέω δεν μπορώ να πάω για 6 εβδομάδες είμαι πολύ απασχολημένος. Τότε όμως η δεύτερη κόρη μου, η οποία αν μπορώ να το πω, είναι τρελλή μαζί μου, (η πρώτη είναι 38 χρονών και έχει 4 παιδιά), τα Χριστούγεννα μου λέει: «Μπορώ να έλθω εγώ μαζί σου στο Μιλάνο;». Και πως να πη ένας πατέρας όχι στην 14χρονη κόρη του, οπότε είπα: «Εντάξει». Αυτός στο τηλέφωνο μου είπε ότι θα πληρώση αυτός τα έξοδα. Και έτσι ασχολήθηκα πολύ με τον Μαρτίνι, αυτόν τον υποψήφιο. Και κατάλαβα για πρώτη φορά στην ζωή μου ότι όλος αυτός ο Χριστιανισμός στην Δύση ήταν μία δημιουργία των Γερμανών και λίγων Ελβετών, που είχαν κάνει την Μεταρρύθμιση.

Το 1988 προσκλήθηκα στο Ινστιτούτο Ανώτερων Σπουδών στο Βερολίνο και όταν προσκλήθηκα να μιλήσω εκεί αισθανόμουνα σαν πόρνη και καταλάβαινα ότι αυτό που κάνω είναι λάθος. Και προσευχόμουνα: «Θεέ μου, αν υπάρχη κάπου η αληθινή θρησκεία, δείξε την μου κι εγώ θα μεταστραφώ». Και για πρώτη φορά στην ζωή μου έχω αυτή την εμπειρία, υπήρχε στο μυαλό μου ένας φόβος που δεν τον είχα αισθανθή ποτέ πριν.

Μέσα σε μια βδομάδα, βλέπαμε διάφορες διαφημήσεις για ρεσιτάλ χριστιανικής μουσικής, πηγαίναμε σ’ αυτά. Εμείς είμαστε από τον Νότο που ήταν πολύ ζεστά και φοβόμασταν να μείνουμε Χριστούγεννα στο Βερολίνο, θα παγώσουμε. Και λέγαμε που να πάμε για να μην παγώσουμε τώρα στις διακοπές των Χριστουγέννων και κανόνισα να δώσω διαλέξεις στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, στο Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά. Και πήγαμε εκεί για Χριστούγεννα. Οπότε την ημέρα των Χριστουγέννων η γυναίκα μου είπε: Που να πάμε για λειτουργία. Και είπα ας πάμε στην ελληνική. Και πήγαμε στο Φανάρι. Ήταν η πρώτη ορθόδοξη λειτουργία που παρακολούθησα. Ήταν ο Πατριάρχης Δημήτριος. Η δεύτερη κόρη μου με άγγιξε και μου λέει: «Πατέρα αυτή είναι η αληθινή θρησκεία. Δεν είναι;». Και της είπα: «Φοβάμαι ότι έχεις δίκηο, διότι είναι πάρα πολύ φτωχή».

Και πήγαμε πίσω στο Τέξας και άρχισα να ρωτάω αν μπορή ένας Τεξανός να γίνη Ορθόδοξος. Κάποιος εκεί που ήταν Βαπτιστής από το Τέξας μου είπε: «Αν μπορώ εγώ να γίνω, μπορείς κι εσύ να γίνης». Και έτσι με την υπομονή του Θεού έγινα πρώτα εγώ και μετά οι δύο κόρες μου. Και στην συνέχεια η σύζυγός μου, η οποία είναι Ιρλανδή, οι οποίοι είναι πολύ παθιασμένοι Βαπτιστές, και έχει δύο ιστορίες για την μεταστροφή της. Την μία ήταν που είπε: «Ευλόγησέ με, άγιε Πατρίκιε, επιστρέφω στο σπίτι» και το άλλο που έγραψε ήταν: «Από την Ρώμη στο σπίτι».

Ευχαριστώ το Θεό!–


IR2.

<>









Η πορεία του Frank Natawe (1927-2000) φυλάρχου των Αυτόχθονων Αμερικανών Mohawk του Καναδά, στην αγκαλιά της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Από τόν Δρ. Ιωάννη Χατζηνικολάου, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο McGill του Montreal, Καναδάς, “Το πέρασμα ενός Αυτόχθονου Αμερικανού Mohawk” στο περιοδ. Σύναξις

Η ιστορία του Αυτόχθονου Αμερικανού Frank Natawe (1927-2000) αρχηγού των Mohawk, που έζησε και πέθανε ως Ορθόδοξος Χριστιανός, υπερασπιζόμενος παράλληλα και την παράδοση της φυλής του. Άρχισε μάλιστα να μεταφράζει τα λόγια της πιο ιερής τελετής της Ορθοδοξίας στη γλώσσα του λαού του.

* * *

Σάββατο βράδυ. Λιγοστά φώτα. Στη ρωσική Μητρόπολη των Αγίων Πέτρου και Παύλου ο εσπερινός μόλις έχει αρχίσει. Οι σκιερές σιλουέτες των λιγοστών πιστών που παρευρίσκονται, παίρνουν όγκο καθώς ανάβουν τα κεριά στα μανουάλια. Το τέμπλο υποβλητικό, φτιαγμένο από έμπειρους τεχνίτες στις αρχές του αιώνα…

Είναι η δεύτερη μου φορά στον Εσπερινό, πάνε χρόνια τώρα… Το «φως ιλαρόν» στα σλαβονικά δημιουργεί μια αίσθηση εσώτερης γαλήνης και ανάπαυσης. Όλα δέονται τούτη την ώρα για την μέρα που φεύγει και για την μέρα που έρχεται. Μετά την τρέλλα της μέρας τούτο το ευχαριστιακό καταφύγιο καθησυχάζει τα θηρία του νου…

Μέσα στο ημίφως διακρίνω μερικά προφίλ. Μια γερόντισσα ρωσίδα με το εγγονάκι της, ένα ψηλό ξερακιανό μεσήλικα, μια κοπελλίτσα γύρω στα δεκαπέντε, μια νεαρή οικογένεια με τα δυο τους παιδάκια… και ξάφνου το μάτι μου πέφτει κοντά στο μεγάλο παράθυρο. Ακριβώς από κάτω διακρίνω μια μορφή αλλιώτικη από τις άλλες. Ένας πενηντάρης Αυτόχθονας Αμερικάνος με έντονα χαρακτηριστικά και με μαλλιά δεμένα κότσο που φτάναν μέχρι τη μέση. Το βλέμμα μου σταμάτησε πάνω του. Μια περίεργη φιγούρα ασυνήθιστη. Φαντάστηκα πως θα ‘ταν επισκέπτης.

Στο τέλος της ακολουθίας δεν συγκρατήθηκα. Πήγα κοντά του να τον γνωρίσω.

–Γιάννης, του λέω στα αγγλικά. Καλώς ήρθες.

– Βλαδίμηρος, μου απαντά.

– Είμαι Έλληνας∙ εσύ; τον  ρωτώ.

– Και γω, μου λέει.

Κάπου εκεί τα ‘χασα. Ήταν το μόνο που δεν περίμενα ν’ ακούσω!

– Μιλάς ελληνικά; του λέω.

Σκέφτεται λίγο και μετά μου απαντά.

– «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος».

Τελειώνοντας την φράση του ξεκαρδίζεται στα γέλια. Δεν ξέρω τι να πω.

– Είμαι, Mohawk Αυτόχθονας Αμερικανός λέει κοφτά. Κάπου όμως αισθάνομαι και Ρώσος και Έλληνας και Σέρβος και Ρουμάνος, γιατί… είμαι Ορθόδοξος…

Το μάτι του γυάλισε και μαζί και το δικό μου φυλλοκάρδι…

Κάπως έτσι γνωριστήκαμε με τον Βλαδίμηρο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Frank Natawe, πριν γίνει ορθόδοξος και βαπτιστεί Βλαδίμηρος. Ήθελα πάρα πολύ να μάθω την ιστορία του, από περιέργεια και ενδιαφέρον συνάμα.

Κάποτε, αρκετά αργότερα, γίναμε φίλοι. Ανταλλάξαμε κουβέντες και περιπάτους πολλούς, κυρίως στο χωριό του. Μου ‘δειξε δρόμους και τρόπους άγνωστους σε μας τους λευκούς. Πάντα απλά και ανεπιτήδευτα. Χωρίς ίχνος έπαρσης. Είχα κοντά του μια έντονη αίσθηση μαθητείας και, όταν την εξομολογιόμουνα σ’ αυτόν, κείνος μου ‘λεγε πως τα ωραία πράγματα είναι αμοιβαία.

Μου ‘χει μείνει αξέχαστο τον πρώτο καιρό όταν παρασυρμένος από νεανικό ενθουσιασμό του ‘κανα δύσκολες ερωτήσεις. Εκείνος ατάραχος μου ‘λεγε:

– Δεν ξέρω∙ θα μου πεις εσύ;

Κι όταν μια φορά βαρέθηκα ν’ ακούω το «δεν ξέρω» τον παρακάλεσα επίμονα να μου πει κάτι, εκείνος με λυπήθηκε και μου ‘πε:

– Ε! αφού επιμένεις θα σου πω, αφού ρωτήσω πρώτα την φίλη μου.

Πετάχθηκε όρθιος και στη συνέχεια ξαπλώθηκε στο χώμα και έβαλε το αυτί του πάνω στη γη.

– Τι κάνεις; του λέω.

– Ρωτάω τη γης, μου λέει και, πριν καλά καλά συνέλθω από τη σαστιμάρα μου συνέχισε μισο-δισταχτικά:

– Σαν τον Αλιόσα τον Καραμάζωφ.

Από τότε δεν επέμενα ξανά για απαντήσεις. Μάλλον ζούσα μαζί του την έκπληξη της ατάραχης αστραπής που γεννάει βροχούλα και τρέφει  τη γης…

Πάει λίγος καιρός που ο Βλαδίμηρος έφυγε από κοντά μας. Το τέλος  του με συγκλόνισε μαζί με την διαθήκη του. Τώρα πια που η αίσθηση της μορφής του αντί να ξεχαστεί παραβγαίνει μπροστά μου συχνά-πυκνά, είπα να καταγράψω στο χαρτί περιστατικά, εικόνες, αναμνήσεις, λόγια και εκφράσεις του, δίνοντας έτσι ένα σκιαγράφημα της παρουσίας του ανάμεσά μας… μπας και ακούσει και το δικό μου τ’ αυτί… την πολύκροτη σιγή της μάνας γης του Βλαδίμηρου κατ’ εμένα Καραμάζωφ…

Γεννήθηκε στον καταυλισμό των Αυτόχθονων Αμερικανών Caughnawaga, έξω από το Montreal, όπου και έζησε μέχρι την κοίμησή του. Το χωριό έχει σήμερα 5.000 Αυτόχθονες. Φτιαγμένο με κυβερνητική δαπάνη, δίπλα στο ποτάμι, στεγάζει το μεγαλύτερο μέρος των Αυτόχθονων Αμερικανών της περιοχής. Οι Αυτόχθονες Αμερικάνοι, ως οι μόνοι αυτόχθονες της Αμερικής μαζί με τους Εσκιμώους, απολαμβάνουν ιδιαίτερα προνόμια και μεταχείριση, λόγω του ότι παραχώρησαν εκτάσεις από την «μητέρα γη», όπως την αποκαλούν, στους λευκούς αδελφούς τους.

Τα προνόμια αυτά, όπως το να μην χρειάζεσαι διαβατήριο και συγχρόνως να απολαμβάνεις την κρατική μέριμνα, ερμηνεύονται μερικές φορές σαν σκόπιμη προσπάθεια των λευκών να κρατήσουν τους Αυτόχθονες Αμερικάνους αμόρφωτους και τεμπέληδες, πράγμα που συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό. Το ποσοστό των αλκοολικών είναι πολύ υψηλό. Ο αγώνας για επιβίωση, ως ομάδας, είναι η καθημερινή τους μέριμνα, μαζί με την διαιώνιση των παραδόσεών τους, για τις οποίες αισθάνονται ιδιαίτερη περηφάνεια. Διοικούνται με έναν ιδιότυπο τρόπο, που ίσως έχει όμως πολλά να διδάξει στις σύγχρονες «πολιτισμένες» πολιτικές και κοινωνικές μας δομές.

Το ανώτερο όργανο είναι η Ομοσπονδία (Confederation) όλων των Αυτόχθονων Αμερικανικών φυλών. Υπάρχει σεβασμός στους αρχηγούς και τους γέροντες (elders) και γερόντισσες κάθε φυλής από γενιά σε γενιά. Η αγάπη και ο σεβασμός του ενός για τον άλλον αποτελεί το θεμέλιο της Ομοσπονδίας.

Στο χωριό Caughnawaga υπάρχουν βασικά τρεις φυλές Αυτόχθονων Αμερικανών. Η πλειοψηφία όμως είναι Mohawk (Μόχακ). Το χωριό υπάρχει από το 1600 περίπου και αποτελεί το κυριότερο κέντρο της φυλής Mohawk. Παραδοσιακά οι Αυτόχθονες Αμερικάνοι ήταν ψαράδες, κυνηγοί και τεχνίτες ξύλου και δερμάτων. Οι τελευταίες γενιές ασχολούνται περισσότερο με τις σιδηροκατασκευές και τις οικοδομές.

«Το χωριό μας», μου λέει ο Βλαδίμηρος, «μαζί με αρκετούς άλλους Αυτόχθονες Αμερικανικούς καταυλισμούς, μεταστράφηκε τον 18ο αιώνα σ’ ένα μεγάλο βαθμό σε ρωμαιοκαθολικό προτεκτοράτο. Στην πραγματικότητα οι καθολικοί μισσιονάριοι επεδίωξαν πάση θυσία την ομαδική μεταστροφή δια της βίας. Όχι με αγάπη αλλά με την θηλειά στο λαιμό. Καταπάτησαν παραδόσεις αιώνων και χρησιμοποίησαν άλλες σαν εφαλτήρια για τα δικά τους σχέδια. Εγώ μέχρι τα 32 μου ακολούθησα την πεπατημένη οδό. Όπως έλεγε η μάνα μου – που ‘ταν η γερόντισσα αρχηγός της φυλής: «Τη μέρα ρωμαιοκαθολικός για τα μάτια του κόσμου και το βράδυ Mohawk για τα μάτια της ψυχής». Τότε όμως στα 32 μου δεν άντεξα τον στενό κλοιό, την θηλειά που φορούσα, και επαναστάτησα με τον δικό μου τρόπο… Έψαξα για χρόνια στις ρίζες μας, έμαθα όλες τις γλώσσες μας, σπούδασα στα πανεπιστήμια των λευκών – που για Αυτόχθονα Αμερικάνο της γενιάς μου ήταν το πιο ασυνήθιστο. Με είχαν για χρόνια περιοδεύοντα λέκτορα συγκριτικής γλωσσολογίας. Πολλές φορές ανέντιμα έπαιρνα την θέση παλιάτσου στα ακαδημαϊκά τους παιχνίδια, μια και γι’ αυτούς ήμουν πουλί σπάνιο, εξωτικό, με άλλα φτερά. Σύγκρινα τις δικές μας λέξεις με τις δικές τους τις γαλλικές και αγγλικές, τα χούγια τα δικά μας με τα δικά τους. Ήταν φορές που ένιωθα πως με κοιτούσαν σαν αρχαιολόγοι που ψαχούλευαν απολιθώματα… Για μένα όμως και μόνο η συνάντηση αυτή, η πολιτισμική, άσχετα με την ανταπόκριση είχε χαρά και λύπη μαζί. Η δική μου επανάσταση βροντούσε γιατί ήταν αθόρυβη σαν του λαγού το πάτημα… Η μάνα μου – ο στύλος του χωριού – ήταν για μένα πηγή σοφίας και πόνου μεγάλου. Ήταν ο … Mohawk Ζωσιμάς μου…»

(Πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε…)

«Ο δρόμος μου προς την Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν «κρυφό μονοπάτι», όπως λέμε στη γλώσσα μας. Κάποτε όμως το δίχτυ της με έπιασε και από τότε πορεύομαι πολύ διακριτικά, κουβαλώντας ένα βαρύ σταυρό. Η αφορμή για μένα ήρθε από την γλωσσολογία. Πάντα ήταν ο τομέας που με εντυπωσίαζε. Παίρνοντας μαθήματα γλωσσολογίας, συγκινήθηκα κάποτε διαβάζοντας τους βίους των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, που ονομάζονται Απόστολοι των Σλαύων. Μου προξένησε ιδιαίτερο ενδιαφέρον το κυριλλικό αλφάβητο και η μετέπειτα σλαβονική γλώσσα. Ρώτησα τον καθηγητή μου αν μπορούσα να ακούσω κάπου να μιλάνε σλαβονικά. Μου είπε να επισκεφτώ μία από τις ρωσικές εκκλησίες .Τηλεφώνησα στη μια και απάντησε ο αυτόματος τηλεφωνητής. Τηλεφώνησα στην άλλη και μια συμπαθητική φωνή μου είπε πως κάνουν εσπερινό στις 7 το βράδυ και Λειτουργία την Κυριακή στις 10 π.μ. Ρώτησα αν μπορώ να πάω. Μου απάντησε βεβαίως. Του είπα πως δεν είμαι Ρώσος ούτε Ορθόδοξος. Μου αποκρίθηκε πως η Ορθόδοξη Λειτουργία δεν είναι μόνο για τους Ρώσους ούτε μόνο για τους Ορθοδόξους, αλλά για όλο τον κόσμο. Πήρα λοιπόν το θάρρος να πάω ένα Σάββατο για ν’ ακούσω σλαβονικά και να γνωρίσω τον παπά, που μου μίλησε τόσο όμορφα. Ήταν ένας ιερομόναχος από το Μαυροβούνι. Το όνομά του π. Αντώνιος… Τώρα σχωρέθηκε κι αυτός… Λοιπόν το πρώτο Σάββατο που παρακολούθησα τον ορθόδοξο εσπερινό  στο μητροπολιτικό ναό των αγίων Πέτρου και Παύλου έζησα κάτι το πρωτόγνωρο. Βλέποντας τις εικόνες, ακούγοντας τις μελωδίες, βλέποντας τις μετάνοιες και τα προσκυνήματα, μυρίζοντας το θυμίαμα, ήταν σαν να βρήκα το ‘’κρυφό μονοπάτι’’»…

«Δεν θα το πιστέψεις, αλλά, από τότε κάθε λίγο και λιγάκι βρίσκω παραλληλισμούς ανάμεσα στην παράδοση των Αυτόχθονων Αμερικανών και στην Ορθόδοξη παράδοση. Κάπου μέσα μου αυτή μου η ανακάλυψη ολοκλήρωνε το Αυτόχθονο (Native) ήθος μου και κάπου το συμπλήρωνε. Τον πρώτο καιρό πετούσα στα σύννεφα. Στην πρώτη μου λειτουργία ρώτησα αν μπορώ να μείνω μετά από τις ευχές των κατηχουμένων… Μου ‘παν: κάθησε. Κάθησα κι εγώ σαν Mohawk σκύλος! Από τότε πήγαινα συχνά. Στην αρχή τις Κυριακές, μετά και τα Σάββατα, αργότερα και τις καθημερινές, όταν είχε μεγάλες γιορτές. Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ένα βράδυ είχανε εξομολόγηση μετά τον εσπερινό. Ήτανε Σαρακοστή. Στο τέλος ζητούσαν συγχώρεση όλοι από τον παπά. Εκείνος τους έβαζε το πετραχήλι και τους σταύρωνε. Πήγα και γω στην ουρά. Μου ‘παν:

– Δεν μπορείς, δεν είσαι Ορθόδοξος. Αυτό είναι μυστήριο.

– Μα μυστήριο είναι όλη μας η ζωή, είπα.

Ξανασκέφτομαι και τους ρωτάω:

– Λοιπόν, και πως μπορώ να γίνω;

– Να μιλήσεις του παπά, μου λένε.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και θέλησα να γίνω Ορθόδοξος. Την ημέρα που θα γινόμουνα είχε χιονοθύελλα και δεν μπορούσα να βγω από το χωριό. Αναβλήθηκε για την γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου. Έτσι κι έγινε… Με ονόμασαν Βλαδίμηρο.

Πολύ πιο ύστερα που ξανασκεφτόμουν την είσοδο στην Ορθόδοξη εκκλησία, ανέσυρα από τις μνήμες μου μια μορφή επιβλητική ενός Σέρβου ιερέα, που όταν ήμουν μικρός είχε επισκεφτεί το χωριό μας. Μου ‘χε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση η μορφή και ο τρόπος του. Η μάνα μου θυμάμαι είχε πει:

– Να και ένας που δεν κάνει προπαγάνδα για την αλήθεια του…»

Πέρασε καιρός και αποφάσισα και πάλι να τον επισκεφτώ. Αυτή την φορά πήγα μαζί μου δύο φίλους μ’ ένα μικρό αυτοκινητάκι και εφοδιασμένοι με κασετόφωνα και μικρόφωνα κινήσαμε ένα ηλιόλουστο πρωινό για το χωριό του, το Caughnawaga. Μας σύστησε να ανταμώσουμε στο ραδιοφωνικό σταθμό των Αυτόχθονων Αμερικανών, μια και αυτός για αρκετά χρόνια εκτελούσα χρέη ραδιοσχολιαστή και μας υποσχέθηκε βόλτες και κουβέντες στα δικά τους λημέρια…

Τον βρήκαμε πράγματι στο ραδιοφωνικό σταθμό του χωριού, με τα ακουστικά στα αυτιά, να διαβάζει σε μία-μία τις Αυτόχθονες Αμερικάνικες γλώσσες την πρωινή προσευχή. Μετά στα γαλλικά και τα αγγλικά. Βέβαια οι ακροατές του… δεν έβλεπαν το δικό του σταυροκόπημα.

Τον περιμέναμε με ευλάβεια να τελειώσει… Έβγαλε τα ακουστικά και ήλθε κοντά μας. Ήτανε ομιλητικότερος από άλλες φορές και μάλλον ευδιάθετος…

– Τι θέλετε να σας πω; Ρώτησε καλόκαρδα. Σάματις τι να θέλατε εσείς να μάθετε από μένα;

– Πες μας ό,τι θες, του αποκρίνεται ο Γρηγόρης. Να, ας πούμε για τον λαό σου, τις γιορτές σας, την αποστολή σου…

– Πας πολύ γρήγορα, απάντησε. Ένα – ένα.

– Λοιπόν, ο λαός μου…

Του πήρε καιρό να απαντήσει. Καθόταν σε μια πολυθρόνα και διαπίστωσε πως δεν τον βόλευε… Την παράτησε και κάθησε στο χαγιάτι… να ‘ρθει στο επίπεδό μας…

«Ο λαός μου είναι απλός όπως και το φαΐ του. Ο αρχηγός της φυλής είναι άνδρας, μα τον διαλέγει το συμβούλιο των γυναικών-γεροντισσών της φυλής. Οι τελετές μας όλες οι ομαδικές γίνονται στο ‘’μακρύ σπίτι’’ (long house). Αυτό έχει δύο πόρτες. Από την ανατολική μπαίνουν οι άνδρες, από την δυτική οι γυναίκες. Η κατασκευή του είναι πολύ απλή, όπως άλλωστε και οι περισσότερες τελετές μας. Στους γάμους αναπόσπαστο στοιχείο της τελετής είναι η ευλογία των γερόντων. Στις κηδείες για τις γυναίκες και τους άνδρες όταν τους μεταφέρουν στο μακρύ σπίτι μπαίνουν από την δική τους ο καθένας πόρτα, αλλά πάντα το κεφάλι του νεκρού κοιτάζει προς την ανατολή. Μετά εννιά μέρες έχουμε φαγητό (μακαριά) χωρίς όμως αλάτι…»

Και ξαφνικά πετάχθηκε ορθός, γιατί ο δίσκος που ‘χε βάλει να παίζει για το σταθμό είχε κολλήσει. Έβαλε κάτι άλλο, έκανε μια ανακοίνωση και ξαναγύρισε κοντά μας…

«Τι λέγαμε… Α! Για τις τελετές. Θα σας δείξω πριν βραδυάσει το μακρύ σπίτι… Τώρα για τις γιορτές μας. Όλος ο χρόνος είναι γιορτή… (ξεκαρδίστηκε στα γέλια). Έχουμε το μεσοχείμωνα (4 μέρες γιορτή), την γιορτή του χιονιού, της πρωτανθιάς, του πρώτου καρπού – που ‘ναι το βάτο, τη γιορτή της άφθονης καρπιάς (των ευχαριστιών), την γιορτή του αλωνιού (4 μέρες), την γιορτή του περισσεύματος, της βροχής και του σποριά, και ο κύκλος ξαναρχίζει. Κάτι σαν εκκλησιαστικό ημερολόγιο της γης μας της ιερής…»

Πήρε πάλι βαθιά ανάσα και συνέχισε:

«Δεν λέμε πολλά, ούτε τρώμε πολύ, δεν θυμώνουμε πολύ, αγαπούμε αυτό που μας δόθηκε και συνέχεια ευχαριστούμε για τον καρπό…»

– Έχεις μήπως ταμπάκο; με ρώτησε.

– Όχι, του λέω.

– Εμείς, ξέρεις, το ταμπάκο το μασάμε, το τρώμε δηλαδή, δεν το καπνίζουμε. Όταν το καπνίσεις γίνεται αέρας, όταν το τρως γίνεσαι ένα μαζί του και ευλογάς τη γη που στο ‘δωσε. Τι άλλο με ρώτησες; Α, ναι! Για την αποστολή μου…

«Τι να σας πω. Ο  λαός μου βαρέθηκε τους ιεραποστόλους. Έρχονταν χρόνια τώρα μάλλον για να πάρουν παρά να δώσουν… Δεν σκύβανε να δουν τι είχαμε εμείς. Φέρναν τον οδοστρωτήρα, γκρέμιζαν και μετά άρχιζαν την.. ευαγγελική σπορά.

Εκείνος όμως ο Σέρβος ήταν αλλιώτικος. Έδωσε με την παρουσία του… δεν πήρε τίποτα από μας, εκτός από ένα κομμάτι απ’ την καρδιά μας. Αυτό είναι που αγάπησα όταν διάβασα αργότερα για τον άγιο Γερμανό της Αλάσκας και την ιστορία των Ορθόδοξων ιεραποστολών μεταξύ των Εσκιμώων… είναι αναπόφευκτο να κάνει το μυαλό μου συγκρίσεις… όσο κι αν προσπαθεί…

Θυμάμαι τον Ιησουίτη που μου ‘πε κατάμουτρα πως είχε εντολή να μου διδάξει πνευματικότητα. Όταν έφυγε από το σπίτι μας η μάνα μου έφτυσε τον κόρφο της, λέγοντας πως: ‘’εμείς, παιδί μου, είμαστε λαός πνευματικός, ενώ αυτός, και ο Χριστός του να ‘ρχόταν θα τον κάθιζε στο σκαμνί να τον διδάξει…’’».

– Υπάρχουν κι άλλοι Ορθόδοξοι μέσα στους Αυτόχθονες Αμερικάνους; Ρώτησε ξανά ο Γρηγόρης.

- Γνώρισα έναν Εσκιμώο Ορθόδοξο στο Plattsburg  και έναν ακόμα Mis Mac πανύψηλο. Μπορεί να υπάρχουν και άλλοι που εγώ δεν ξέρω. Στο Αυτόχθονο Αμερικάνικο όμως νοσοκομείο έχουμε ένα ζευγάρι γιατρούς Σέρβους, τους Moscovitch. Χρυσοί άνθρωποι∙ αγαπάνε τον κόσμο μας ιδιαίτερα και τον βοηθάνε».

Η Lesley τον κοίταξα κατάματα.

– Πες μας,  αν  θέλεις,  για  αυτήν  την  ιστορία  με  τις  Mohawk μάσκες. Το έγραψαν όλες οι εφημερίδες και αναφερόταν σ’ όλες το όνομά σου. Τι συνέβη ακριβώς; [υπ: Για την πληροφόρηση του αναγνώστη περιληπτικά αναφέρω τα συμβάντα. Η  Καναδική κυβέρνηση αποφάσισε σ’ ένα καινούργιο μουσείο που άνοιξε στον Δυτικό Καναδά, στην πόλη του Calgary, να εκθέσει μαζί με άλλα εκθέματα και μια σειρά από Mohawk προσωπεία – μάσκες, τα οποία δανείστηκε «ανορθόδοξα» από κάποιο «μακρύ σπίτι» σαν αντικείμενα λαϊκής τέχνης… Αυτό προκάλεσε την αντίδραση των Mohawks και ανέθεσαν στον Βλαδίμηρο να κάνει επί τόπου έρευνα, να επισκεφτεί με κυβερνητική δαπάνη την έκθεση και να δώσει την γνώμη του στον λαό του και στην κυβέρνηση…].

Ο Βλαδίμηρος κάθισε σταυροπόδι και αφού πήρε κάποιο χρόνο να σκέφτεται, απάντησε:

«Για μας οι μάσκες αυτές είναι ιερές. Τις φυλάμε πάντα στο σκοτάδι και τις προφυλάσσουμε με μεταξωτά υφάσματα. Είναι το… άγιος μας πρόσωπο που ψάχνουμε. Το βρίσκουμε στη σιωπή, στα σκοτεινά, όπου  βρίσκουμε και το φως της ψυχής μας. Η ψυχής μας δεν εκτίθεται ούτε σε εκθέσεις ούτε σε φωτά τεχνητά… Αυτοί που έφτιαξαν την έκθεση έχασαν την έννοια του ιερού, γι’ αυτό αγωνίζονται ‘’με το γάντι’’ να την εξαφανίσουν και απ΄ την ψυχήν μας… Εμείς αγαπάμε την γη, γιατί ξέρει να σιωπά και να δίνει καρπό. Μάθαμε ταπεινά να την αγαπάμε, να την τιμάμε. Είναι σαν την Παναγιά την Ορθόδοξη… μια και σας αρέσουν οι παραλληλισμοί… Είπα πολλά όμως. Για να σηκωθείτε τώρα να σας δείξω το χωριό μου…»

Μπαίνοντας στ’ αυτοκινητάκι κάθησα στη θέση του οδηγού. Ο Βλαδίμηρος συνοδηγός άρχισε την ξενάγηση:

«Εδώ βλέπετε στο κέντρο του χωριού την εκκλησιά την καθολική . Είναι αφιερωμένη στην αγία Kateri Tekakwitha, μια Mohawk Αυτόχθονη Αμερικάνα, που ο Πάπας ανακήρυξε αγία.  Έχουμε στην εκκλησία αυτή τα οστά της, που κάνουν θαύματα. Εδώ είναι προσκύνημα λαϊκό. Η ζωή της είναι όμορφη σαν παραμύθι… Για μένα ήταν σαλή δια Χριστόν… Ήταν σαλή με χάρη… Έκαμνε τούμπες στο χιόνι για τον εξαγνισμό  της καρδιάς της… Οι χωριανοί μου – όσοι γίνουν καθολικοί – δεν πολυαγαπάνε την καθολική προπαγάνδα, αλλά ευλαβούνται την δικιά τους αγία, που η πίεσή τους στο Βατικανό επέφερε την αναγνώρισή της… Δίπλα στην εκκλησιά έχουμε ένα μικρό μουσείο. Εκεί μπορεί να βρει κανείς τον χάρτη της ομοσπονδίας που περιγράφει αναλυτικά όλες τις Αυτόχθονες Αμερικάνικες φυλές, τα σύμβολα, τους αριθμούς, τους τόπους απ’ όπου ιστορικά προήλθαν, την ιστορική τους πορεία, τις γλώσσες τους… Γίνανε όλα αυτά κομμάτι του… μουσείου… – Προχώρα τώρα προς τα δω, δεξιά… Ετούτο είναι το Πολιτιστικό μας κέντρο. Από πάνω ο ραδιοφωνικός σταθμός όπου με συναντήσατε… Εκεί κάνω τις εκπομπές… Τώρα στο Τριώδιο και μετά στη Σαρακοστή βάζω πολλή δυτική πνευματική μουσική και λίγο-λίγο ορθόδοξες σπόντες, για να μην προκαλέσω. Αυτόχθονη Αμερικάνικη πνευματική μουσική δεν επιτρέπεται στο σταθμό, είναι μόνο για το «μακρύ σπίτι». Το πολιτιστικό κέντρο επιδοτείται από το κράτος των λευκών. Οι δυνάμεις οι απ’ έξω, «οι πολιτισμένες», θέλουν στα χαρτιά να μας βοηθήσουν, στην πραγματικότητα όμως θέλουν να μας πνίξουν, να μας ξεφτελίσουν, να μας εξουθενώσουν, όχι τόσο εμάς, όσο την ψυχή μας και αυτό που κουβαλάμε. Να μας κάνουν μάσκες για μουσεία, κλόουν στις γιορτές, έρευνα αρχαιολογίας… Δεν μυρίζονται, μα ούτε υποπτεύονται τι… καπνό φουμάρουμε.»

Ξέσπασε στα γέλια. Κόντεψε να μου φύγει το τιμόνι… Συνέχισα με τις υποδείξεις του για αριστερά, δεξιά, ίσια, στρίψε κ.λ.π. Ώσπου σε μια στροφή φάνηκε μπροστά μας ένα μοντέρνο μα πολύ ιδιόρρυθμο κτίσμα…

«Αυτό είναι το σχολείο μας. Δημοτικό και Γυμνάσιο. Το πρόγραμμά του είναι καλό, μ’ αρέσει. Είναι πραγματικά Αυτόχθονο Αμερικάνικο. Εκτός από τα κλασικά της ‘’λευκής’’ παιδείας, έχουμε πολλά μαθήματα άγνωστα μάλλον στους λευκούς. Δεν τα λέμε έθιμα ή κουλτούρα, αλλά αυτόχθονους (Native) τρόπους, Native δρόμους (τα ακούσματα της γης), Native χορούς, Native τραγούδια και κραυγές (σαν αρχαίο δράμα), Native νόμο και άλλα. Η γης γύρω από το σχολείο είναι ιερή. Έχουμε και μια αίθουσα σκοτεινή, όχι για φωτογραφίες, μα… για το φτιάξιμο της… μέσα μας μάσκας.»

– Τώρα πήγαινε ίσια, ανατολικά. Προχώρα αρκετά μέχρις ότου βγεις στην ευθεία. Δύο – τρία χιλιόμετρα…

«Εδώ είναι το Νοσοκομείο μας. Καινούργιο κτίσμα και καινούργια ιδέα για μας. Νομίζω ωφέλιμη. Φτιάχτηκε μόλις το 1985. Μέχρι τότε είχαμε δικούς μας γιατρούς ή  καταφεύγαμε στα νοσοκομεία των λευκών. Όμως… είναι  δύσκολα. Το περισσότερο προσωπικό άμαθοι στα δικά μας, δύσκολα να περιποιηθούν τους γέρους μας. Πρέπει να μπουν στο πετσί μας… Πολλοί προσπαθούν. Φαίνονται άλλωστε αυτοί που αγαπάνε και διακρίνονται από τους κλασικούς επαγγελματίες…»

Ο Βλαδίμηρος Natawe ήταν αρχηγός της φυλής του, ο πνευματικός τους αρχηγός. Ήταν αυτός που διαβάζει τις κηδείες και τους γάμους τους, κάτι σαν ιερέας τους. Το βράδυ κάθονταν σταυροπόδι στο «μακρύ σπίτι» άκουε τα προβλήματα των δικών του, τις διαφορές τους, που τις επέλυε δίνοντας συμβουλές. Έπαιζε ένα ρόλο δικαστή, που ‘ναι μία  από τις πιο ισχυρές τους παραδόσεις. Ήταν ποιητής και μεταφραστής, μαζί και φιλόσοφος. Ήξερε τα προβλήματά τους καλύτερα από κάθε άλλον, ήξερε και τους αυστηρούς νόμους που διέπουν τις φυλές τους. Όποιος αρνηθεί τις πατροπαράδοτες αρχές τους και γίνει χριστιανός, του επιτρέπεται να μένει στο χωριό, αλλά δεν μπορεί να ‘χει κανένα αξίωμα. Φεύγει από το συμβούλιο των σοφών, των γερόντων, «χάνει την μοίρα του» όπως λένε οι ίδιοι, με τον δικό τους τρόπο αποκληρώνεται. Όλα αυτά δεν έχουν και πολλή σημασία ίσως για κάποιον απλό Αυτόχθονα Αμερικάνο, αλλά για τον αρχηγό…

Κανείς μέσα στο χωριό, μέχρι την κοίμησή του, δεν έμαθε πως ο αρχηγός τους ήταν Ορθόδοξος. Και ο Βλαδίμηρος – που γι’ αυτούς ήταν ο Frank – έζησε και δούλεψε μ’ αυτούς, γι’ αυτούς, με το μόνιμο φόβο μήπως το μάθουν. Έπρεπε πάντα να’ ναι μετρημένος, προσεκτικός, ευέλικτος, αλλιώς θα γκρεμιζόταν μέσα τους. Ήταν για χρόνια υπεύθυνος του ραδιοφωνικού σταθμού και δούλευε στο πολιτιστικό τους Κέντρο. Θεωρούνταν αυθεντία στα θέματα παραδόσεων και συγκινούνταν αφάνταστα όταν εύρισκε «τους παραλληλισμούς», όπως έλεγε, με την Ορθόδοξη παράδοση. Μοιράστηκε μαζί μας πολλές από τις εμπειρίες του, επειδή δεν μπορούσε να τις μοιραστεί με τον λαό του. Μεγάλος σταυρός…

Όταν τα σαββατοκύριακα τον έβλεπα να βγαίνει από το ιερό της μικρής Ορθόδοξης εκκλησίτσας του Sign of the Theotokos – που λειτουργούσε στα αγγλικά και τα γαλλικά – ντυμένος παπαδοπαίδι και κρατώντας την λαμπάδα μπροστά σε παπάδες και δεσποτάδες, αναλογιόμουν τι καρδιά κουβάλαγε αυτός ο γερόλυκος Mohawk, που επέμενε να λέγει: «Ο Θεός ξέρει». Και δος του και έκανε στρωτές μετάνοιες, για να του δίνει ο Θεός φώτιση να κατευθύνει τον λαό του μέσα από τις φουρτούνες και τις συμπληγάδες και να τον δυναμώνει να κρατήσει στους ώμους του μέχρι το τέλος το βαρύ φορτίο που του ‘δωσε.

Πέρασαν χρόνια. Κάθε φίλος που μας επισκεφτόταν στο Montreal έπρεπε να κάνει το απαραίτητο ταξίδι – επίσκεψη στο χωριό των Mohawks και να γνωρίσει τον Βλαδίμηρο. Πολλοί κατά καιρούς μου είπαν πως κατέγραψαν τις εμπειρίες τους.

Ένα πρωί παίρνω ένα τηλεφώνημα στο Montreal πως ο Βλαδίμηρος πέθανε έξω από το χωριό του. Το ερώτημα τέθηκε στο μυαλό μου ποιος θα τον θάψει, τι θα γίνει μ’ αυτόν; Είχε όμως αφήσει ρητή γραπτή εντολή να γίνουν όλες οι τελετές κατά το τυπικό των Mohawk στο «μακρύ σπίτι» και να τον διαβάσει κάποιος Ορθόδοξος παπάς. Βέβαια οι Mohawks δεν ήξεραν τι εννοεί με το «Ορθόδοξος παπάς», αλλά είχε αφήσει και κάποια τηλέφωνα.

Πράγματι τηλεφώνησαν και ένας Ορθόδοξος παπάς πήγε και του διάβασε την νεκρώσιμη ακολουθία πριν το πάνε στο «μακρύ σπίτι».

Δεν είχα δυστυχώς την ευκαιρία να παρακολουθήσω την τελετή που έγινε στο «μακρύ σπίτι», αλλά μου την μετέφερε κάποιος κοινός μας φίλος που παραβρέθηκε.

Δύο μέρες μετά την κηδεία, ο ίδιος ο φίλος μου, ο Μάικλ, μου έφερε τις ειδήσεις και ένα πακέτο. Μου ‘πε πως παρακολούθησε όλη την τελετή. Ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Όταν πάνε στο «μακρύ σπίτι», οι Mohawks βάζουν τις φορεσιές τους ανάλογα με την θέση που έχουν στο χωριό. Η ιεροτελεστία, που γίνεται βέβαια στις γλώσσες τους, είχε μια περίεργη δομή, σαν παλιό βυζαντινό τυπικό. Στο τέλος διαβάστηκε η διαθήκη του αρχηγού της φυλής μπροστά σ’ όλο τον κόσμο. Στην διαθήκη του ανέφερε που δίνει κάθε πράγμα. Ο Βλαδίμηρος ήταν 75 ετών του πολύ∙ είχε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα. Σ’ όλα τα μέλη της οικογένειας άφησε και κάτι. Κάποτε ο Mohawk που διάβαζε τη διαθήκη δυσκολεύτηκε να διαβάσει ένα όνομα – μη Mohawk – και αφού στραβομουτσούνιασε, φόρεσε τα γυαλιά του και πρόφερε σχεδόν στραβά το όνομα «Γιάννης Χατζηνικολάου». Ο φίλος μου ο Μάικλ σήκωσε το χέρι του και του έδωσαν το πακέτο που μου έφερε.

Όταν το άνοιξα, είδα τι ήταν: ένα μικρό βιβλίο, Η Θεία Λειτουργία, στα ελληνικά και τα αγγλικά, που του ‘χα χαρίσει πριν πολλά χρόνια. Στην πρώτη σελίδα έλεγε: «To Yianni», δηλαδή «στον Γιάννη», και από  κάτω στα ελληνικά: «Καλή αντάμωση – Vladimir Natawe». Θεώρησα πως ήταν πολύ καλή χειρονομία εκ μέρους του, μάλιστα το είχε προγράψει πριν φύγει, ίσως προέβλεπε ότι θα πεθάνει. Είχε γράψει στα ελληνικά «καλή αντάμωση». Βέβαια η έκπληξη δεν έμεινε εκεί, αλλά συνεχίστηκε. Όταν φυλλομέτρησα το βιβλίο, έμεινα πράγματι με το στόμα ανοιχτό. Είχε μεταφράσει πάνω από το αγγλικό κείμενο την λειτουργία στην γλώσσα των Mohawk.

Βέβαια εγώ δεν διαβάζω Mohawk, αλλά την κρατάω σαν κειμήλιο, αυτήν την λειτουργία του Βλαδίμηρου στα Mohawk, που είναι ακριβώς η μετάφραση της λειτουργίας του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Αν μ’ αξιώσει ο Θεός ίσως κάποτε να την εκδώσω.

Είναι κάτι τέτοιες σύγχρονες ιστορίες που μοιάζουν σαν παραμύθι, επειδή ψεύτικη είναι κι η ζωή μας. Κι όμως είναι γεμάτες φως ανέσπερο, σύγχρονες μαρτυρίες μιας ευλογημένης «σαλότητας» που ζυμώνει το φύραμα όλο από το ερημοκκλήσι του αιγαιοπελαγίτικου βράχου μέχρι τους Αυτόχθονες καταυλισμούς του Καναδά. Καλή αντάμωση, Βλαδίμηρε… Καραμάζωφ…

Από: Δρ. Ιωάννη Χατζηνικολάου, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο McGill του Montreal, Καναδάς, “Το πέρασμα ενός Αυτόχθονου Αμερικανού Mohawk”, στο: περιοδικό Σύναξις


<>







Αφρική, 1994: Θαυμαστή μεταστροφή από τον Ρωμαιοκαθολικισμό στην Ορθοδοξία

«Ἕνα πρωϊνό τοῦ μηνός Μαΐου 1994 ἦλθε στήν Ἱεραποστολή μας ἕνας μεσόκοπος ἰθαγενής. Τόν δέχθηκα στό γραφεῖο καί ἐκεῖνος ἄρχισε νά μοῦ διηγῆται τό πρόβλημα πού τόν ἀπασχολοῦσε καί φαινόταν ἀρκετά ἀνήσυχος καί ταραγμένος.

—Πάτερ, ἐγώ ἐργάζομαι στήν ἑταιρεία “Τζεκαμίν” τῶν μεταλλευμάτων. Ἀρρώστησα βαρειά καί οἱ γιατροί δέν μποροῦσαν νά μέ βοηθήσουν. Ἔκανα προσευχή στόν Θεό νά μέ λυπηθῆ.

—Ποιά Ἐκκλησία ἀκολουθεῖς;

—Εἶμαι στήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, πάτερ.

Μιά νύκτα εἶδα στόν ὕπνο μου πολλούς κληρικούς σάν καί ἐσᾶς πού ἦταν ντυμένοι μέ λαμπρά ροῦχα καί λειτουργοῦσαν μέσα σέ μιά Ἐκκλησία, σάν τή δική σας. Ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς μέ πλησίασε καί μοῦ εἶπε: “Ὁ Θεός ἄκουσε τήν προσευχή σου, ἀλλά γιά τή σωτηρία σου θά ᾽λθης στή δική μας Ἐκκλησία. Αὐτή εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία”.

Ἐγώ, πάτερ, δέν ξέρω οὔτε κἄν ἐσᾶς, οὔτε ποιό εἶναι τό ὄνομα τῆς Ἐκκλησίας σας, ἀλλά ἦλθα ἐδῶ, διότι εἶδα στόν ὕπνο μου παπάδες σάν ἐσᾶς μέ ράσα καί γένεια καί ροῦχα λαμπρά. Ρώτησα κι ἄλλους καί μοῦ εἶπαν ὅτι “μόνο οἱ ὀρθόδοξοι ἔχουν γένεια καί φοροῦν τέτοια ροῦχα. Ἡ Ἐκκλησία τους εἶναι στό τάδε μέρος. Ἐκεῖ θά πᾶς”.

Τόν συμβούλευσα, τοῦ ἔδωκα βιβλία καί τοῦ πρότεινα, ἄν θέλη νά ἔρχεται κάθε Κυριακή στήν Ἐκκλησία μας καί στίς κατηχήσεις. Ἔκτοτε ἔγινε πιστό μέλος τῆς ἐκκλησίας μας».

Από το Βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Ἀντιαιρετικά Ἐφόδια, ἐκδ. Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Σταμάτα Ἀττικῆς 2013

<>







Ο κεκοιμημένος Ιεραπόστολος παπα-Κοσμάς Γρηγοριάτης του Κονγκό (+1989) οδηγεί με θαυμαστό τρόπο μία Αφρικανή από τον Ρωμαιοκαθολικισμό στην Ορθοδοξία

Διηγείται ο Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης ένα περιστατικό επιστροφής από τον Ρωμαιοκαθολικισμού στην Ορθοδοξία, μετά από θαυματουργική εμφάνιση του κεκοιμημένου Μαρτυρικού Ιεραποστόλου του Κονγκό παπα-Κοσμά Γρηγοριάτη (+1989):

«Τον Μάιο του 1999, κάποια Κυριακή, ήρθε στην εκκλησία μας μία άγνωστη κοπέλα. Μετά τη Θεία Λειτουργία η μοναχή Θέκλα μού είπε να μιλήσω μαζί της. Την ρώτησα τι θέλει και μού είπε:

—Ζητώ να με χρίσετε.

—Γιατί, δεν σέ έχουν χρίσει, όταν βαπτίστηκες;

—Πάτερ, εγώ ήμουν πνευματικό παιδί του παπα-Κοσμά. Ἐκείνος με βάπτισε, λίγα χρόνια πριν απ᾽ το θάνατό του. Παρασύρθηκα όμως από πλάνες που διαδίδονται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι τό ίδιο με την Ρωμαιοκαθολική και επέστρεψα στους Ρωμαιοκαθολικούς. Εδώ και ένα μήνα είδα τον παπα-Κοσμά στον ύπνο μου δύο φορές και με παράπονο με μάλωσε λέγοντας: “Γιατί εγκατέλειψες την Εκκλησία μας; Εγώ δεν σε δίδαξα, δεν σε κατήχησα; Γρήγορα να πας στην Ιεραποστολή και να ζητήσεις να χριστείς και ν᾽ αφήσεις για πάντα τις άλλες ‘Εκκλησίες'”.

Την συμβούλεψα να συναντηθεί με τον π. Μελέτιο, για να κρίνει εκείνος πότε θα τις δώσει το Ιερό Χρίσμα».

Από το βιβλίο: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης, Ἕνας Ἄγγελος στήν Λαβωμένη Γῆ, ἐκδ. Ἱεραποστολικός Σύνδεσμος “Ἅγ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός”, Θεσ/νίκη 2018



<>





Η Γλώσσα του Αγίου Πνεύματος και η μεταστροφή της Γάλλιδας Μοναχής Γερόντισσας Μαρίας-Μαγδαλινής (Marie Madeleine Le Beller) του Σινά (+2013) από τον Ρωμαιοκαθολικισμό και τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία και το Μοναχισμό


Μια Γαλλίδα ιστορικός, άθεη και μηδενίστρια επισκέφθηκε τον Άγιο Γέροντα Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη (+1991) στο Ησυχαστήριο του στο Μήλεσι Αττικής. Δεν προσδοκούσε να μάθει τίποτα σπουδαίο μια Καθηγήτρια Πανεπιστημίου από έναν Απόφοιτο Β΄ Δημοτικού, αλλά χάριν των φίλων της δέχτηκε να πάει.

Ο Γέροντας ζήτησε να συνομιλήσουν οι δυο τους χωρίς την παρουσία άλλων ή διερμηνέα, κάτι που προκάλεσε την απορία των φίλων της οι οποίοι ήξεραν ότι η Γαλλίδα δεν μιλούσε καθόλου Ελληνικά, αλλά ούτε και ο Γέροντας Γαλλικά. 

Η θεολογική και υπαρξιακή συζήτηση έγινε τελικά με τους δυο τους μόνο, για αρκετή ώρα. Άνοιξε η πόρτα και βγαίνει η Άθεη Γαλλίδα με λυγμούς και δάκρυα μετανοίας. Όταν την ρώτησαν οι φίλοι της πώς συνεννοήθηκε με τον Γέροντα απάντησε:

"Μα μιλάει άπταιστα Γαλλικά". 

Η άθεη αυτή Γαλλίδα ιστορικός είναι η μετέπειτα Μοναχή Μαρία-Μαγδαληνή (Marie Madeleine Le Beller) στην έρημο του Σινά, όπου ασκήτεψε μόνη της 18 χρόνια μέσα σε πάρα πολύ δύσκολες συνθήκες, έχοντας απαρνηθεί πλούτη, καριέρα, δόξες και άχρηστες φιλοσοφίες ζωής. Εκοιμήθη εκεί εν Κυρίω στις 12 Δεκεμβρίου 2013.


Το ίδιο συνέβη και με Γερμανίδα Γιατρό, με Σέρβο, με Ρουμάνο, με Ιρλανδό.

Όταν πνευματικά του παιδιά τον ρώτησαν πώς γνωρίζει ξένες γλώσσες ενώ δεν τις διδάχτηκε ποτέ, απάντησε:

"Εγώ στα Ελληνικά τους μιλώ και το Άγιο Πνεύμα τα διερμηνεύει στο νου και στην καρδιά τους".

Αυτή είναι η Καινή (νέα) Γλώσσα του Αγίου Πνεύματος που υποσχέθηκε ο Χριστός στους Μαθητές Του, η γλώσσα του Παραδείσου η οποία συγχύστηκε λόγω της υπερηφανείας στον Πύργο της Βαβέλ και από την Ημέρα της Πεντηκοστής επανήλθε δια του Αγίου Πνεύματος μέσω της Εκκλησίας σε Αγίους όλων των εποχών.

Και με τον Όσιο Παϊσιο έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα και με Ρώσους Αγίους.

Το Άγιο Πνεύμα, το Ουράνιο Πυρ με το οποίο Άπαξ άναψε η Φωτιά του Θυσιαστηρίου την Ημέρα της Πεντηκοστής είναι πάντα μέσα στην Εκκλησία και καίει είκοσι αιώνες τώρα. Ποτέ δεν έσβησε από ανθρώπινες αδυναμίες και λάθη.

”Και εγώ ερωτήσω (παρακαλέσω) τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ΄ημών εις τον αιώνα”.

Κάθε άλλη ”νέα φωτιά πνεύματος” η οποία διαφημίζεται στις μέρες μας με χαρακτηριστική Έπαρση και Αλαζονεία ως αυθεντική, γνήσια και μοναδική πάνω στη γη από αιρετικούς είναι ξένη ”Αλλότριο Πυρ και όχι Θείο”.


* * *

Η οσίας μνήμης μητέρα μας Μαρίας – Μαγδαληνής (Marie Madeleine Le Beller), είναι μια σύγχρονη  ερημίτισσα μοναχή του Σινά, που ασκήτευσε στο σπήλαιο του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, σε μια ερημική τοποθεσία στην κοιλάδα του Θολά (Wadi Et-Tlah), 8 χιλιόμετρα μακριά από την μονή της αγίας Αικατερίνης. Ήταν γαλλίδα καθολική, έγινε Ορθόδοξη στα τέλη της δεκαετίας του ’80 αρχές του ’90, γνώρισε τον όσιο γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ , αυτόν που έγινε ο νέος Μωυσής για την επιστροφή της Δύσης στην Ορθοδοξία και τον αληθινό πατερικό μοναχισμό. Είναι η πλούσια γαλλίδα που επισκέφτηκε τον άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβιτη στο ησυχαστήριό του στο Μήλεσι του Ωρωπού και επικοινώνησαν χωρίς αυτή να γνωρίζει ελληνικά κι εκείνος γαλλικά.

Η Γερόντισσα Μαρία Μαγδαληνή (Marie Madeleine Le Beller) του Σινα πηγαίνει στους Αγίους Τόπους, όπου βαπτίζεται Ορθόδοξη στον Ιορδάνη ποταμό.
Στη συνέχεια προσευχήθηκε στον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, να της δείξει τον δρόμο της σωτηρίας της και τον τόπο για τη μοναχική της ζωή. Και αυτός οδήγησε τα βήματα της στην έρημο του Σινά. Την πρώτη φορά που πήγε εκεί συνάντησε ένα παιδί βεδουίνο που την προέτρεψε να αγοράσει ένα κομμάτι γη λέγοντας της: ‘’Αν θέλετε να ζήσετε εδώ, αγοράστε αυτή την γη!’’ Το δέχτηκε ως θέλημα Θεού, και με την ευλογία του πνευματικού της και του Έλληνα Γέροντα της Μονής, αγόρασε γη κοντά στο σπήλαιο του αγίου Ιωάννου.
Στην αρχή το νερό που έτρεχε από την εκεί πηγή ήταν πολύ λίγο, έτσι η γερόντισσα Μαρία- Μαγδαληνή άρχισε να διαβάζει κάθε μέρα τον Ακάθιστο ύμνο της Παναγίας στην εικόνα της ‘’Ζωοδόχου Πηγής’’. Μετά από 40 μέρες το νερό αυξήθηκε και τελικά έγινε μια πλούσια πηγή…
Κοντά στο ερημητήριό της, έφτιαξε έναν μικρό κήπο με λίγα οπωροφόρα δέντρα, ένα κλήμα και λαχανικά για τις ανάγκες της.
Εκεί έχτισε ακόμα ένα μικρό εκκλησάκι στον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος και λίγα κελλάκια. Στην μονή κατέβαινε κάθε Κυριακή αρχικά και αργότερα κάθε δεκαπέντε και τις μεγάλες εορτές για να μεταλαμβάνει. Ο Άγιος Γέρων Παΐσιος όταν επισκέφθηκε τελευταία φορά το Σινά την ευλόγησε να ζήσει στην έρημο όπως και η μάτουσκα Λιουμπούσκα η δια Χριστόν Σαλή του Σουσανίσκαγια της Αγίας Πετρουπόλεως (1912-1997).
Ταλαιπωρήθηκε πολύ από θλίψεις, πολλοί την θεωρούσαν σαλή και πλανεμένη και τελευταία από ασθένειες. Τον τελευταίο καιρό είχε βοηθό, μια μοναχή.

Να πως περιγράφει την συνάντηση τους ο π. Φίλιππος Parfenov απ’την Ρωσία σε ένα προσκύνημα του που έκανε στο Σινά, το 2010: «…χάρη στον οδηγό μας τον Πέτρο, συναντηθήκαμε με μια μοναχή ερημίτισσα, τη Μαρία-Μαγδαληνή, η οποία ζει κοντά στο σπήλαιο του Αγίου Ιωάννου. Η συνάντησή μας ήταν εκτός προγράμματος. Ο Πέτρος την γνώριζε καλά, γι’ αυτό πήγε στο κελλί της και της μίλησε κι εκείνη ήλθε και μας συνάντησε. Μίλησαν στα γαλλικά και του είπε την πορεία της ζωής της… Στο σπήλαιο του αγίου συναντήσαμε μια ομάδα προσκυνητών από την Φιλανδία όπου ανάμεσά τους ήταν μια μοναχή, (η γερόντισσα Χριστοδούλη από την μονή της Λίντουλα), όπου γνώριζε τέλεια ελληνικά αφού είχε ζήσει 26 χρόνια ως μοναχή στην Ελλάδα. Οι δυο γερόντισσες αρκετά γρήγορα βρήκαν κοινή γλώσσα και άρχισαν να συζητάνε με ζεστασιά και πολύ ενθουσιασμό. Βλέποντάς την, όλοι μας είχαμε την ίδια αίσθηση. Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος! Είχε ένα καλωσυνάτο ακτινοβόλο, φωτεινό πρόσωπο, χωρίς καμμία προσποίηση και υποκρισία. Μια αληθινή μοναχή-ασκήτρια. Είχε βρει τον εαυτό της και τον δρόμο της ακολουθώντας τον Χριστό, κι έτσι έγινε μια γέφυρα που ένωσε την αρχαία ασκητική παράδοση με την σημερινή. Αυτό είναι αγιότητα!»


Αυτή η νέα Μητέρα και ασκήτρια της ερήμου με την στερεή πίστη και φλογερή αγάπη ζούσε με τον λόγο του Θεού και την προσευχή. Η αδιάλειπτη προσευχή και η ησυχία την κρατούσε δεμένη με τον ουρανό. Ο βίος της ήταν αγγελικός, ουράνιος. Αν και κατοικούσε σε μια πυριφλεγή κι άγονο έρημο ήταν χαρούμενη, μέσα σε έναν παράδεισο γεμάτο από την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Είχε κρυμμένο τον θησαυρό του Θεού σε σάρκινο σκεύος, ήταν πλήρης με την άρρητη παρουσία του αγίου Πνεύματος.
Έμενε στη έρημο με υπομονή προσμένοντας τον πραγματικό πατέρα της τον Χριστό σαν γνήσιο παιδί Του. Δεν φροντίζε ούτε για ρούχα, ούτε για τροφές, αλλά μόνη της προσδοκία ήταν η παρουσία του Χριστού. «… Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν.» (Ματθ. στ΄ 33)
Όπως παλιά έτσι και τώρα σ’ όλους γίνεται ολοφάνερο, πως χάρη σ’ αυτές τις ψυχές υπάρχει ο κόσμος και χάρη στις προσευχές τους συνεχίζεται η ανθρώπινη ζωή. Κοιμήθηκε οσιακά στο ησυχαστήριο της πριν δυο χρόνια, τις 12 Δεκεμβρίου 2013. Εδώ παραθέτουμε με πολλή αγάπη και ευλάβεια ο,τι στοιχεία μπορέσαμε να συλλέξουμε. Ευχόμαστε να δώσει ο Άγιος Θεός να δημοσιευθεί ο πλήρης βίος της.
Ήταν ένα πανευώδη άνθος που άνθισε στην αγιοτόκο Σιναϊτική έρημο και αρωματίζει τις ζωές μας με την απαλή αύρα των προσευχών της, της ταπείνωσης, της απλότητας, της σιωπής και ειρήνης που εκπέμπει ο άγιος βίος της.
Είθε οι άγιες ευχές της να μας στηρίζουν και σκεπάζουν όλες τις μέρες της ζωής μας και να μας δροσίζουν απαλά με τις χαριτωμένες αύρες της ησυχίας και της ειρήνης του Ουρανού. Αιωνία της η ιερή μνήμη!!!



* * *

12 Δεκεμβρίου 2013 - Η οσιακή κοίμηση της Γερόντισσας Μαρίας-Μαγδαλινής (Marie Madeleine Le Beller) του Σινά (+2013) 

Τήν ἐπόμενη τῆς κοίμησεώς της, ἡ κυρίαρχος μονή τῆς Ἁγ. Αἰκατερίνης, μετά τή Θ. Λειτουργία πού ἔκαναν στό ἐκκλησάκι τῆς σκήτεώς της, τήν μετέφερε μέ φορείο στό τοπικό νοσοκομείο τῆς περιοχής ὅπου διεγνώσθη ο θάνατός της καί τοποθετήθηκε σέ ψύξι μέχρι τήν ἔκδοσι ἄδειας ταφῆς ἀπ᾽ τό Γαλλικό Προξενείο. Τότε συνέβη ἔνα παράδοξο γεγονός πού σχολιάστηκε μέ θαυμασμό ἀπό ὅσους παραβρέθηκαν ἐκεῖ. Ἀπ᾽ τήν προηγούμενη τό βράδυ εἶχε ξεσπάσει χιονοθύελλα καί κάλυψε στά λευκά ὅλη τήν γύρω περιοχή. Τό μοναστήρι ἔστειλε 14 ἐργάτες (Χριστιανούς Κόπτες) γιά νά μεταφέρουν ἑναλλάξ τό σκήνωμά της λόγῳ τῆς μαινόμενης χιονοθύελλας καί τοῦ δύσβατου τόπου. Κι ἐνῶ ἔκαναν περίπου δύο ὧρες γιά νά διανύσουν τήν ἀπόστασι ἀπ᾽ τόν αὐτοκινητόδρομο ὥς τό ἀσκητήριό της (πορεία μίας ὥρας τό πολύ, ὑπό κανονικές συνθήκες), ὅταν σήκωσαν τό τίμιο λείψανό της, διήνυσαν τήν ἴδια ἀπόστασι σέ σαράντα πέντε λεπτά χωρίς νά τούς ἀγγίξει οὔτε μιά νιφάδα χιονιοῦ, ἐνῶ τά πάντα ἦταν ὁλόλευκα καί φωτεινά γύρω τους. Ὅταν ἔφθασαν πάνω στόν αὐτοκινητόδρομο καί τήν ἀπόθεσαν στό αὐτοκίνητο πού περίμενε ἐκεῖ, σέ λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκαν πάλι μέσα στήν χιονοθύελλα καί τούς κάλυψε τό χιόνι.


Facebook: Multilingual Orthodox Christianity


<>






Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: 

«Στά τέλη δεκαετίας τοῦ 1970, πῆγε στήν Ἀμερική καί στόν Καναδά ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Φιλοθέου, ὁ π. Ἐφραίμ. Φωτισμένος ἄνθρωπος...
Εἶχε πάει ὁ Γέροντας σ᾽ ἕνα σπίτι καί ἐξομολογοῦσε. Ἦταν καί ἕνα ζεῦγος Προτεσταντῶν, στήν αἴρεσι τῶν Βαπτιστῶν, πού ἡ σύζυγος παρακίνησε τόν ἄνδρα της νά μποῦνε στό σπίτι αὐτό καί νά μιλήσουν μέ τό Γέροντα, ὄπως καί ἔγινε.
Ἡ σύζυγος, μετά τή συνάντησι μέ τό Γέροντα Ἐφραίμ, ἔμεινε ἐνθουσιασμένη καί δήλωσε στόν ἄνδρα της ὅτι πρόκειται νά σταματήση νά ἀκολουθῆ τήν ὁμάδα τῶν Βαπτιστῶν.
Δημιουργήθηκε μιά ἐνδοοικογενειακή φασαρία στό ζεῦγος...
Τό βράδυ ἡ σύζυγος βλέπει στόν ὕπνο της, τό Γέροντα, ὁλόφωτο καί νά τῆς λέη:
—Παιδί μου, φύγε ἀπ᾽ τό σκοτάδι καί ἔλα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ!
Ὅταν ξημέρωσε, διηγήθηκε ἡ γυναῖκα στόν ἄνδρα της τά καθέκαστα καί ἀνάμεσα στά ἄλλα, τοῦ εἶπε καί τά ἑξῆς:
—Προσευχήθηκα στό Χριστό τό βράδυ καί τοῦ ζήτησα νά μοῦ δείξη πού εἶναι τό φῶς καί ἡ Ἀλήθεια. Ὁ Κύριος μου ἔδειξε πού εἶναι τό φῶς, λέγοντάς μου: “Αὐτοί (οἱ Ὀρθόδοξοι) ἔχουν τό φῶς, ἐσεῖς δέν τό ἔχετε!”.
Ἔτσι ἡ σύζυγος ἄφησε τήν αἴρεσι τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί προσχώρησε στήν Ὀρθοδοξία, μέ αὐτόν τόν θαυμαστό τρόπο.

<>





Ἀναφέρει ὁ Μητρ. Ἀργολίδος Νεκτάριος: «Διάβαζα ἕνα μικρό βιβλίο ἑνός πρώην “μάρτυρα τοῦ Ἰεχωβᾶ”, μέσα στό ὁποῖο ἀποκάλυπτε ὅλες τίς μεθόδους τῶν “μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ”. Πραγματικά ἐξεπλάγην. Δέν μπορεῖ νά εἶναι αὐτό μαρτυρία Χριστοῦ. Μέσα στά ὅσα ἀποκάλυπτε ἦταν καί ἡ προπαρασκευή τους. Ἔκαναν ἑβδομαδιαῖες συναντήσεις, στίς ὁποῖες τούς ἔδιναν ἕνα κείμενο 5 ὥς 7 λεπτῶν, τό ὁποῖο θά ἔπρεπε νά μάθουν ἀπέξω-παπαγαλία. Ἔπειτα ἔκαναν πρόβες καί οἱ “δάσκαλοι” τούς ἀπηύθυναν πιθανές ἐρωτήσεις ἤ ἀπορίες πού θά ἀντιμετώπιζαν ἀπ᾽ τά ὑποψήφια θύματά τους. Γράφει, λοιπόν, ὁ συγγραφέας ὅτι ἕνας “μάρτυρας” εἶχε γυρίσει ἀπ᾽ τήν περιοδεία καί διηγεῖτο τήν ἐπίσκεψί του σ᾽ ἕνα σπίτι. Ἄρχισε νά ἀπαγγέλλη τό “ποίημα” καί οἱ ἄνθρωποι ἐντυπωσιάσθηκαν. Τόν ρώτησαν, λοιπόν, τί εἶχε σπουδάσει κι αὐτός (ἀπόφοιτος μόνο τοῦ Δημοτικοῦ) ἀπάντησε ψευδῶς, Νομική. Καί βέβαια οἱ ἄνθρωποι ἐντυπωσιάσθηκαν ἀκόμη περισσότερο! Ὅταν τό ἄκουσαν οἱ ἄλλοι “μάρτυρες” ἐνθουσιάσθηκαν καί τοῦ ἔδωσαν συγχαρητήρια γιά τό... ψέμα του. Αὐτή ἡ ἀντιμετώπισι ἀποτέλεσε ρωγμή στό συγγραφέα, ὁ ὁποῖος κατάλαβε τό ψέμα, τούς ἐγκατέλειψε καί ἀναζήτησε τήν πραγματική ἀλήθεια. Αὐτή τή μέθοδο χρησιμοποιοῦν ὅλες οἱ σέκτες. Καί μάλιστα σήμερα μέ τά Μ.Μ.Ε. καί τό διαδίκτυο ἡ προπαγάνδα κάνει θραῦσι»(ΜΑ, 102).





«Πρίν ἀπό ἀρκετούς μῆνες διάβηκα τήν πύλη ἑνός εὐλογημένου μοναστηριοῦ κάπου στή Βοιωτία. Ἕνα μοναστήρι πού ἀπέπνεε πνευματικότητα, ἀγῶνα ἀσκήσεως, ἀδελφοσύνη καί προσέγγισι καρδιῶν.
Μετά τή Θ. Λειτουργία, καί ὅπως εἶναι ἡ συνήθεια, περάσαμε στό ἀρχονταρίκι γιά ἕνα κέρασμα. Στά ράφια ὡραῖα βιβλία καί διάφορα εἴδη ἐκκλησιαστικῆς καί λειτουργικῆς χρήσεως.
Ἀνάμεσα στά βιβλία βρῆκα ἀρκετά μεταφρασμένα στά ἀγγλικά ἀπ᾽ τήν Esther Williams. Θέλησα νά μάθω περισσότερα γιά τή μεταφράστρια γιατί τό ὄνομά της μοῦ θύμισε τήν περίφημη κολυμβήτρια τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 (Esther Jane Williams).
Πράγματι, σέ λίγες μέρες βρέθηκα νά συζητῶ μέ μία σοφή γυναῖκα πού ἡ ἀναζήτησι τῆς ἀληθείας τήν ὁδήγησε στήν Ὀρθοδοξία.
Μαζί της καί ἡ διανοούμενη φίλη της Ρόσσλυν Νίκολας. Ἔτσι, ἀντί ἡ συνάντησί μου νά γίνη μέ μία κυρία, συνάντησα δύο προσωπικότητες, δύο σπουδαῖες γυναῖκες πού ταπεινά διακονοῦν ἡ κάθε μία στόν τομέα της, τήν Ὀρθόδοξη παράδοσί μας, ὅπου κι ἄν βρεθοῦν.
Εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον νά παρακολουθήσουμε τό ταξίδι τῆς Esther μέσα στό χρόνο, ἔτσι ὅπως εἶναι καταγεγραμμένο στό ὁδοιπορικό της.
“Γεννήθηκα στό Chicago τό 1914. Σπούδασα Γεωλογία στήν Pennsylvania καί κατόπιν στό Παν/μιο Columbia τῆς Ν. Ὑόρκης ἀπό ὅπου πῆρα master στά μαθηματικά. Οἱ θρησκευτικές μου ρίζες πᾶνε, βεβαίως, πολλά χρόνια πίσω, πρίν ἀκόμη γεννηθῶ. Στό οἰκογενειακό μου δένδρο ὑπῆρχαν βαθειές Χριστιανικές ρίζες στούς Βρεταννο-Αμερικανούς προγόνους μου, πού ἦσαν Πρεσβυτεριανοί ἀπ᾽ τή μία μεριά, ἀλλά καί στούς Νορβηγούς προγόνους μου πού ἦσαν Λουθηρανοί. Μάλιστα ὁ παππούς καί ὁ προπάππος μου ἦσαν ἱερεῖς.
Ἡ συνεισφορά τῶν γονιῶν μου στό κρυμμένο τελικό μου προσανατολισμό πρός τήν Ὀρθοδοξία ἦταν ἡ εὐπρέπεια, ἡ εὐγένεια καί τό ἀγαθό τους ἐνδιαφέρον τά ὁποῖα πήραμε ὡς παράδειγμα, ἀλλά καί ὁ κόσμος τῆς μουσικῆς καί τῆς τέχνης μέ τό ὁποῖο μᾶς ἔφεραν σέ ἐπαφή.
Ὅμως, ὑπῆρχε μία καθοριστική θλίψι ἑνός κενοῦ στό κέντρο τῆς ψυχῆς μου, ἕως ὅτου μέ ἀπορρόφησαν οἱ σπουδές. Ἡ μουσική ἦταν ἡ μεγάλη μου ἀγάπη. Αἰσθανόμουν ὅτι εἶχε μία βαθύτατη μυστηριώδη ἔκτασι μέσα μου.
Ἤμουν περίπου 25 χρόνων ὅταν ὁ Θεός ἔγινε μία πραγματικότητα καί ἀποτέλεσε κεντρικό στοιχεῖο τῆς ζωῆς μου. Αὐτό ἔγινε κατά τή διάρκεια ἑνός γάμου κοντά στή Φιλαδέλφεια, στήν ἐκκλησία τῶν Κουακέρων. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι λάτρευαν τό Θεό μέ ἀποφατικό τρόπο, δηλαδή μέ σιωπή, βυθίζοντας τό νοῦ τους μέσα στή καρδιά τους, ὅπου ὁ Θεός ἐν τῇ ἀγάπῃ Του μπορεῖ νά γίνη αἰσθητός καί εἶναι δυνατόν νά ἐπικοινωνήση κανείς μαζί Του. Δέν ἀναφέρονταν στή Θεολογία, παρά ταῦτα ἐνθάρρυναν τή μελέτη τῶν βίων τῶν Ἁγίων καί συζητοῦσαν γι᾽ αὐτούς. Μπῆκα σ᾽ αὐτή τήν ἐκκλησία καί δίδαξα στό κατηχητικό σχολεῖο ἐκεῖ ὅπου ἔδωσα μία σειρά μαθημάτων μέ θέμα: Πῶς μποροῦμε νά βροῦμε τό Θεό ἀπ᾽ τά θαυμάσια τῆς φύσεως, διότι ὑπάρχουν παντοῦ τά σημάδια τῆς παρουσίας Του. Οἱ σπουδές μου μοῦ εἶχαν δώσει ἄφθονο ὑλικό.
Κάποια στιγμή ἡ διδασκαλική μου καριέρα μέ ὁδήγησε στή Φινλανδία, ὅπου ἐγκαταστάθηκα καί τελικῶς ἔγινα πολίτης τῆς χώρας αὐτῆς. Δίδασκα σέ κάποιο διεθνές κολλέγιο ὅπου ἡ σιωπηλή λατρευτική ζωή ἦταν μέρος τοῦ προγράμματος. Τό καλοκαιρινό σενάριο τοῦ 1961 ἦρθε νά τό παρακολουθήση μιά κυρία πού τή συνάντησα μετά στό ἑστιατόριο, νά στέκεται μέ πολύ σεβασμό μπροστά στό φαγητό της καί νά κάνη ἕνα σημεῖο μπροστά στό στῆθος της πρίν καθήση νά φάη.
Ρώτησα τή διευθύντρια τοῦ κολλεγίου τί ἦταν αὐτό πού ἔκανε ἡ κοπέλλα. Αὐτή σιγανά μοῦ ἀπάντησε:
—Ἔκανε τό σταυρό της. Εἶναι Ὀρθόδοξη.
Μοῦ κεντήθηκε τότε τό ἐνδιαφέρον καί παρακάλεσα τήν Ὀρθόδοξη κυρία νά πᾶμε μιά μέρα στήν ἐκκλησία της στό Ἐλσίνκι. Ἔτσι πῆγα σέ μία ἀγρυπνία, ἕνα Σάββατο βράδυ καί διαπίστωσα πώς ὄχι μόνο δέν ἦταν τίποτε λάθος, ἀλλά ὅτι ὑπῆρχε μία θαυμάσια ζωή καί εὐρύτητα στούς στόχους ἀλλά καί ἀπέραντη ὀμορφιά. Καί τότε ἔνιωσα πώς αὐτό ζητοῦσε ἡ ψυχή μου. Τότε εἶπα:
—Αὐτό εἶναι γιά μένα.
Καί ρώτησα:
—Τί μπορῶ νά διαβάσω γιά νά μάθω τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία καί τί πρεσβεύει;
Μοῦ ὑπέδειξαν ν᾽ ἀρχίσω μέ τό βιβλίο τοῦ Vladimir Lossky Μυστική Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό τό βιβλίο ἦταν ἀρκετό νά μέ φωτίση. Ἔτσι μπῆκα στή ζωή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, συμμετεῖχα στή χορωδία ψάλλοντας στά ρωσικά ἀλλά καί στά φινλανδικά. Τά περισσότερα βιβλία πού διάβαζα ἦταν στίς δύο αὐτές γλῶσσες κι ἔτσι ἄρχισα ἀπό τότε νά μεταφράζω γιά δικό μου ὄφελος ἀλλά καί γιά ἄλλους ἀγγλόφωνους.
Εἶχα διδαχθῆ τήν ἑλληνική γλῶσσα στό σχολεῖο κι ἔτσι ὅταν ἡ πηγή τῶν μελετῶν μου, πού ἦταν τά ρωσικά βιβλία, ἄρχισε νά λιγοστεύη (ΣΣ.: μιλάει γιά τή σοβιετική περίοδο), ἄκουσα γιά πολύ καλές ἐκδόσεις στά Ἑλληνικά. Ἦρθα τότε στήν Ἑλλάδα τό 1965, μέ τή νεοφώτιστη φίλη μου Ρόσσλυν Νίκολας καί διαλέξαμε μερικά βιβλία. Ἡ Ρόσσλυν πού εἶναι καί βαπτιστική μου, γεννήθηκε στή Νότια Οὐαλία στή Μ. Βρεταννία, ἔχει master τοῦ Παν/μίου τοῦ Λονδίνου στή Βιβλιοθηκονομία καί εἶναι καί δασκάλα. Δίδασκε καί αὐτή στή Φινλανδία ὅταν συναντηθήκαμε καί βαπτίσθηκε Ὀρθόδοξη ἐκεῖ, τό 1965. Ἔχει ἐπισκεφθῆ δεκατέσσερεις χῶρες σταλμένη ἀπ᾽ τό Βρεταννικό Συμβούλιο γιά νά διδάξη πῶς ὀργανώνεται μία βιβλιοθήκη. Ἔτσι ἀρχίσαμε σχεδόν κάθε καλοκαίρι νά ἐρχώμασθε στήν Ἑλλάδα. Περίπου τό 1992 διάλεξα ἕνα βιβλίο τοῦ Ἀρχιμανδρίτη τότε Ἱεροθέου Βλάχου. Τό μετέφρασα χωρίς νά τό ξέρη, τόν ἑπόμενο χρόνο τοῦ τό πρόσφερα κάνοντάς τον νά ἐκπλαγῆ, κι ἐκεῖνος μέ πολλή χαρά τό ἐξέδωσε.
Αὐτή ἦταν ἡ ἀρχή τῆς νέας μου ζωῆς στήν Ἑλληνική Ὀρθόδοξη οἰκογένεια, πού δείχνει νά αὐξάνη συνεχῶς. Ἡ Ρόσσλυν κι ἐγώ σᾶς εὐγνωμονοῦμε πού μᾶς δεχθήκατε”»(ΘΑ, 79).

<>






Στα τέλη δεκαετίας του 1970, πήγε στην Αμερική και στον Καναδά ο ηγούμενος της Μονής Φιλοθέου, ο πατήρ Εφραίμ. Φωτισμένος άνθρωπος...
Είχε πάει ο γέροντας σε ένα σπίτι και εξομολογούσε. Ήταν και ένα ζεύγος προτεσταντών, στην αίρεση των Βαπτιστών, που η σύζυγος παρακίνησε τον άνδρα της να μπούνε στο σπίτι αυτό και να μιλήσουν με τον γέροντα, όπως και έγινε.
Η σύζυγος, μετά την συνάντηση με τον γέροντα Εφραίμ, έμεινε ενθουσιασμένη και δήλωσε στον άνδρα της ότι πρόκειται να σταματήσει να ακολουθεί την ομάδα των Βαπτιστών.
Δημιουργήθηκε μια ενδοοικογενειακή φασαρία στο ζεύγος...
Το βράδυ η σύζυγος βλέπει στον ύπνο της, τον γέροντα, ολόφωτο και να της λέει:
- Παιδί μου, φύγε από το σκοτάδι και έλα στο φως του Χριστού!
Όταν ξημέρωσε, διηγήθηκε η γυναίκα στον άνδρα της τα καθέκαστα και ανάμεσα στα άλλα, του είπε και τα εξής:
- Προσευχήθηκα στον Χριστό το βράδυ και Του ζήτησα να μου δείξει πού είναι το φως και η αλήθεια. Ο Κύριος μου έδειξε πού είναι το φως, λέγοντάς μου: «Αυτοί (οι Ορθόδοξοι) έχουν το φως, εσείς δεν το έχετε!».
Έτσι η σύζυγος άφησε την αίρεση του προτεσταντισμού και προσχώρησε στην Ορθοδοξία, με αυτόν τον θαυμαστό τρόπο.

Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας

<>





Ἀναφέρει ὁ Ἀρχιμ. Σεραφείμ Δημόπουλος:

«Ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ. Ἀφρικανοί τῆς ἀνατολικῆς Ἀφρικῆς ἀπ᾽ τό χῶρο τῆς Uganda ἔγιναν Ὀρθόδοξοι. Πρωτεργάτης καί ἱεραπόστολος ἦταν ἕνας ἰδιώτης, ὁ Ρουβήμ Μουκάσα (μετέπειτα Σπάρτας). Αὐτός ἦταν ὑπηρέτης σ᾽ ἕνα κληρικό τῆς Ἀγγλικανικῆς ἐκκλησίας. Φιλομαθής ὅπως ἦταν, ὅταν ξεσκόνιζε τά βιβλία τῆς βιβλιοθήκης, διάβαζε καί κανένα ἄρθρο. Κάποτε ἔπεσε τό μάτι του στή λέξι Ὀρθόδοξος, τή διάβασε μέ προσοχή καί πίστεψε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Πίστι εἶναι ἡ μητέρα τῶν ἐκκλησιῶν. Ρώτησε Ἕλληνες ἐμπόρους πού ἐργάζονταν στήν Kampala νά τοῦ ποῦν περισσότερα περί τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί ἀπό αὐτούς κατηχήθηκε στήν Ὀρθόδοξη Πίστι, ἔγινε κληρικός κάι ἐργάστηκε ἱεραποστολικά στήν ἀνατολική Ἀφρική. Ἔφερε πολλούς στήν Ὀρθοδοξία καί ἔτσι ἱδρύθηκε ἡ πρώτη ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶχε καί σχολεῖο καί φαρμακεῖο μέ τά βασικά βέβαια φάρμακα τῶν πρώτων βοηθειῶν. Στό σχολεῖο εἶχε καί ἕνα μαθητή πολύ ἐπιμελή, τόν Ἰωσήφ Καμάου, τόν ὁποῖο γνώρισα ὅταν ἦρθε στήν Κρήτη. Ρωτάω, λοιπόν, τόν Ἰωσήφ:
—Ἰωσήφ, πῶς λειτουργοῦν οἱ ἱερεῖς σας στά ἀφρικανικά; Ποιός τούς μετέφρασε τή λειτουργία;
—Ἐγώ, μοῦ ἀπάντησε.
—Πῶς ἐσύ, τόν ρωτῶ, ποῦ βρῆκες τή λειτουργία καί τή μετέφρασες;
—Ἔγραψα καί μοῦ ἔστειλαν ἀπ᾽ τήν Ἀμερική μία λειτουργία στά ἀγγλικά. Ἐγώ γνωρίζω πολύ καλά ἀγγλικά. (Ἡ Uganda ἦταν ἀποικία τῶν Ἄγγλων). Ἔκανα, λοιπόν, τή μετάφρασι ἀπ᾽ τά ἀγγλικά στά ἀφρικανικά, ἀντιγράψαμε ἔπειτα σέ τετράδια τή λειτουργία καί τή δώσαμε στούς ἱερεῖς μας νά λειτουργοῦν.
Θαυμᾶστε ἁπλότητα καί ἐπιλογή Θεοῦ!»(ΤΟ, 54).


<>









Οι Προτεστάντες των ΗΠΑ ασπάζονται την Ορθοδοξία κατά μεγάλους ἀριθμούς


Ἕνα ἄλλο κίνημα ποὺ τὰ μέσα ἐνημέρωσης παραλείπουν νὰ φέρουν στὴν προσοχή σας, εἶναι οἱ μαζικὲς μεταστροφὲς τῶν Προτεσταντῶν στὴνὈρθοδοξία τῆς Ἀνατολῆς ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀρχικὴ μορφὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Περισσότερο ἀπὸ τὸ 79% τῶν κληρικῶν στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες πρωτύτερα ἦταν πάστορες διαφόρων ὁμολογιῶν. Ὑπάρχουν δὲ περιπτώσεις ὁλόκληρων ἐνοριῶν ποὺ μεταστράφηκαν στὴν Ὀρθοδοξία. 

Ὅπως ἐξηγοῦν ὁρισμένοι πάστορες ποὺ ἔγιναν ἱερεῖς, ἡ μεταστροφὴ εἶναι τὸ "φυσικὸ" ἀποτέλεσμα τῆς πνευματικῆς στειρότητας καὶ δυσαρέσκειας, ἐφόσον οἱ προτεσταντικὲς ὁμολογίες υἱοθετοῦν φιλελεύθερες θέσεις καὶ ἀξίες· γιὰ παράδειγμα, νομιμοποιοῦν τὴν
ὁμοφυλοφιλία.

Αὐτὲς οἱ ἀποκλίσεις ἀπὸ τὴν κανονικὴ χριστιανικὴ ἠθικὴ ἀπογοητεύουν τοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἀρχίζουν νὰ ἀναζητοῦν τὴν Ἀληθινὴ Ἐκκλησία.

Τὸ σημεῖο καμπῆς ἦταν τὸ 1987, ὅταν δύο χιλιάδες εὐαγγελικοὶ ἀπὸ τὸ Θεολογικὸ Σεμινάριο τοῦ Ντάλας στὸ Τέξας ἀσπάστηκαν τὸν χριστιανισμό.

Ἕνας Ρῶσος ἐπίσκοπος, ὁ Μητροπολίτης Ἱλαρίων Ἀλφέεφ σὲ συνέντευξη ποὺ ἔδωσε, πρὸς τὸ τέλος τοῦ βίντεο, ἐξηγεῖ: 

"Αὐτὴ τὴ στιγμή, στὶς Προτεσταντικὲς Ἐκκλησίες καθὼς καὶ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀγγλίας συμβαίνουν ζυμώσεις ποὺ ὁδηγοῦν τοὺς πιστοὺς στὸ ἑξῆς ἐρώτημα: ἄραγε ἔχει νόημα νὰ παραμείνουν σὲ μιὰ τέτοια ἐκκλησία; Ὀφείλω νὰ πῶ εὐθέως ὅτι δὲν θεωροῦμε τὴν Προτεσταντικὴ Ἐκκλησία καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀγγλίας 'Ἐκκλησίες' μὲ τὴν πραγματικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, διότι δὲν ἔχουν ἴσως τὰ πλέον θεμελιώδη χαρακτηριστικὰ τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἔχουν τὴν ἀληθινὴ κατανόηση τῶν μυστηρίων καὶ ἔχουν χάσει τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῆς ἱεραρχίας. Τὰ δὲ τελευταῖα δέκα χρόνια ἔχουν περάσει ἀπὸ μιὰ τόσο τρομακτικὴ διαδικασία φιλελευθεροποίησης, σὲ σημεῖο ποὺ ἡ παραδοσιακὴ χριστιανικὴ ἠθικὴ δὲν κηρύσσεται πλέον στὶς ἐκκλησίες τους".

https://russian-faith.com/trends/us-protestants-are-converting-orthodoxy-large-numbers-russian-tv-news-n1292

<>







Η θαυμαστή μεταστροφή μίας Προτεστάντισσας από τον Άγιο Βιτάλιο Σιντόρενκο της Γεωργίας (+1992) όταν ήταν παιδί

Μιά μέρα ὁ Βιτάλιος Σιντόρενκο [παιδικά χρόνια] ἔκανε συζήτησι μέ μιά γυναίκα Προτεστάντισσα πού δέν πίστευε στίς εἰκόνες καί ἔλεγε ὅτι εἶναι ἁπλά ξύλα. Ὁ Βιτάλιος ἔλεγε ὅτι ὁ Κύριος μπορεῖ νά τῆς δείξη τήν ἀγάπη του ἄν αὐτή ἔχει πίστι. Αὐτή τοῦ ἀπάντησε ὅτι θά πιστέψη στίς εἰκόνες ἄν δῆ κάποιο θαῦμα. Ὁ Βιτάλιος ἄρχισε μαζί της νά προσεύχεται μπροστά σέ μιά εἰκόνα τῆς Παναγίας καί ξαφνικά ἡ εἰκόνα αὐτή λούστηκε  σ᾽ ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς. Ἔτσι ὁ Βιτάλιος, παιδί ἀκόμα, βοήθησε μέ τήν προσευχή του νά γνωρίση αὐτή ἡ γυναῖκα τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας.

(Βιβλίο: Ὁ Θαυμαστός Γέροντας Βιτάλιος, ἐκδ. Ὀρθ. Κυψέλη, Θεσ/νίκη 2008)


<>








Ετοιμαζόταν να βγάλει τον βαπτιστικό του Σταυρό

Αναφέρει ο π. Αλεξάντερ Σαργκουνώφ από τη Ρωσία: «Στη δεκαετία του 1960 ένας άντρας μετά την Βάπτισή του δέχτηκε επιθέσεις του διαβόλου. "Βγάλε τον Σταυρό σου, τι τον θέλεις και τον φοράς!", του έλεγε ο διάβολος. Όταν ο άντρας ήταν έτοιμος να βγάλει το Σταυρό του, άκουσε τη φωνή του Κυρίου: "Ο Σταυρός είναι καμπάνα στό λαιμό του αρνιού, για να το ακούει ο Ποιμένας του όταν αυτό βρίσκεται σε κίνδυνο"».




<>









Μία μεταστροφή από την αίρεση των "Μαρτύρων του Ιεχωβά" στην Ορθοδοξία

Ἀναφέρει ένας προσκυνητής: 

Ένας φίλος και πελάτης περιμένοντας στο γραφείο μου βλέπει Ορθόδοξα Χριστιανικά περιοδικά. Ήρθε η σειρά του κι αμέσως μου λεει: 

"Σταύρο, σε περνάω για ξύπνιο. Η θρησκεία σου είναι ένα μεγάλο λάθος". 

"Και ποιά είναι η αληθινή θρησκεία; Μάρτυρας του Ιεχωβά είσαι;", τον ρωτάω. 

"Ναι", μου απαντάει.

Του λέω: "Εσύ είσαι ένα μεγάλο λάθος. Να πάς να εξομολογηθείς". 

"Και που το λέγει η Καινή Διαθήκη ότι πρέπει να εξομολογηθώ; Την έχω διαβάσει πολλές φορές", μου λέει.

"Εάν στο βρω γραμμένο μου δίνεις το λόγο σου ότι θα εξομολογηθείς;", τον ρωτάω.

"Ναι", μου απαντάει. Και δίνουμε τα χέρια. 

Του λἐω: "Θα έλθω στο σπίτι σου αύριο βράδυ, να με περιμένεις". 

Φεύγει.

Την άλλη μέρα, 15 χλμ. μακριά από το Βελεστίνο, βρίσκομαι στο σπίτι του. Ανοίγω την Άγία Γραφή και του λέω: 

 "Διάβασε: Μάρκου 1, 5: "Καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ ᾿Ιουδαία χώρα καὶ οἱ ῾Ιεροσολυμῖται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ ᾿Ιορδάνῃ ποταμῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν".

"Και πως δεν το είδα εγω αυτό το χωρίο;", μού λέει.

Του απαντάω: "Σου έβαλε ο διάβολος μαύρη ταινία να μη το δείς. Τώρα μού έδωσες το λόγο. Την Κυριακή το πρωϊ στις έξι θα είσαι εδώ να πάμε στο Μοναστήρι, στο Πήλιο, για εξομολόγηση". 

Ο διάβολος του έφερε χίλια δυό εμπόδια και μετά από ένα μήνα πήγαμε. Καθήσαμε στις καρέκλες. Είμασταν πρώτοι.

Ο φίλος μου με το ένα πόδι επάνω στο άλλο! Ο Γέροντας τον βλέπει. Δεν μιλάει ούτε η Γερόντισσα. Ούτε κι εγώ του είπα τίποτα για να κατεβάσει το πόδι. Πέρασε μισή ώρα κι άρχισε να έρχεται κόσμος.Ο φίλος μου βλέπει ότι κανένας δεν έχει το ένα πόδι επάνω στο άλλο και το κατέβασε.

Στο τέλος εξομολογήθηκε. Ο Ιερέας του χωριού, έξυπνος, τον διόρισε επίτροπο στην εκκλησία, κι έτσι αδελφοί μου, γλίτωσε από τα νύχια του διαβόλου.

Έρχονταν οι Ιεχωβάδες (μου τα έλεγε ο ίδιος) αφηνιασμένοι και έκαναν ένα τεράστιο αγώνα να τον ξαναφέρουν στην αίρεση, αλλά τον λυπήθηκε ο Χριστός γιατί ήταν αγαθός, ευθύς χαρακτήρας και καλοπροαίρετος.

Δι΄ευχών.


<>







2009: Γερμανός Προτεστάντης βαπτίστηκε Ορθόδοξος Χριστιανός γνωρίζοντας την Ορθοδοξία μέσω ασυρμάτου

Το Σάββατο 8-8-2009 στην Ιερά μονή Δοχειαρίου στο Άγιον Όρος, μέσα σε κατανυκτική ατμόσφαιρα, ο Γερμανός Dominik Weiel 40 χρονών Γεωλόγος, αποποιήθηκε τον Προτεσταντισμό και προσήλθε στην Ορθοδοξία, παίρνοντας με το Βάπτισμα το όνομα Μιχαήλ.

Ο Μιχαήλ γνώρισε τον Άθωνα και την Ορθοδοξία, με την επικοινωνία που είχε μέσω ασυρμάτου με τον Ραδιοερασιτέχνη αδελφό της Μονής π. Απολλώ SV2ASP/A που ξεκίνησε από το 1991. Ο έμπειρος Γερμανός Ραδιοερασιτέχνης DL5EBE, φοιτητής τότε, όταν άκουσε για πρώτη φορά τον άπειρο Αγιορείτη μοναχό με το ασθενές του σήμα να κάνει κλήση, έσπευσε να επικοινωνήσει μαζί του και να τον βοηθήσει. Αυτό ήταν η πρώτη αφορμή να έλθει στον Άθωνα να γνωρίσει αυτό τον μοναχό και να οργανώσει τον σταθμό. Η επίσκεψή αυτή έγινε σταθμός στην ζωή του. Γνώρισε τον Γέροντα Γρηγόριο, Καθηγούμενο της Μονής και τους αδελφούς, τους αγάπησε και συνέχισε να επισκέπτεται τη Μονή ακολουθώντας το όλο το καθημερινό πρόγραμμα της.

Όταν τελείωσε τις Πανεπιστημιακές του σπουδές τον προσέλαβε μια Γερμανική εταιρία πετρελαιοειδών με δραστηριότητες σε όλο τον κόσμο. Για πολλά χρόνια εργάζεται στην Μόσχα και ένεκα τούτου είχε αρκετά χρόνια να επισκεφθεί τον Άθωνα, χωρίς παρόλα αυτά να κόψει την επικοινωνία του. Όλο αυτό το διάστημα πάλευε μέσα του για την αλλαγή του και αποφασισμένος πλέον για το Βάπτισμα πήρε τον δρόμο για τον Άθωνα. Τις ημέρες αυτές συνέπεσε να έχομε πολλές εργασίες στις οποίες συμμετείχε και ο ίδιος. Οι ημέρες περνούσαν και αγωνιούσε για να βαπτιστή. Την Παρασκευή τον ρώτησε πλέον ο Γέροντας, «θέλεις να βαπτιστής»; «Θα ήταν μεγάλη μου χαρά» του απάντησε και αμέσως έλαμψε το πρόσωπό του. Τότε καλέσαμε τον κ. Σταύρο Πωμάκη Αξιωματικό στην Αεροπορία Στρατού, Ραδιοερασιτέχνη, πνευματικό τέκνο της Μονής, ο οποίος αν και ήταν μακριά από το σπίτι του, ολοπρόθυμα δέχθηκε να γίνει ανάδοχος. Σε πολύ λίγο διάστημα όλα ήταν έτοιμα και έτσι το πρωί του Σαββάτου μετά την Θεία Λειτουργία έλαβε το Άγιο Βάπτισμα στο λιμάνι της Μονής εν μέσω όλης της αδελφότητος και των προσκυνητών και πανευτυχής επέστρεψε πλέον στην εργασία του.
Ας ευχηθούμε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ο προστάτης της Μονής μας, του οποίου το όνομα έδωσε ο Γέροντας, να τον στηρίζουν στο δύσκολο δρόμο της ζωής που καθημερινά παλεύει.



<>



π. Σ. Ρ: «Μαθητής λυκείου κατάφερε μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁμολογεῖ:
Νά ὁδηγήση τούς πέντε φίλους του, σέ ἱερέα γιά συζήτησι καί ἐξομολόγησι.
Νά προτείνη καί νά ἐγκριθῆ ἡ ἐπίσκεψι τοῦ σχολείου του, κατά τή διάρκεια τῆς πολυήμερης ἐκδρομῆς, σέ δύο μοναστήρια.
Νά προτείνη γιά πράξι φιλανθρωπίας στήν τάξι του, νά συγκεντρώσουν τρόφιμα γιά δύο οἰκογένειες, πού πρόσφατα ἡ ἐπιχείρησί τους σταμάτησε νά λειτουργῆ».

<>




«Τον ἄνδρα μου τόν παντρεύτηκα μέ προξενιό. Ὅμως χωρίς νά τό ξέρω, ἐκεῖνος ἀγαποῦσε καί εἶχε χρόνια δεσμό μέ μιά κοπέλλα, πού οἱ δικοί του δέν τήν ἤθελαν, ἀλλά αὐτός δέν ἔπαψε ποτέ νά τήν ἀγαπᾶ.
Παντρευτήκαμε. Ἡ μέρα τοῦ γάμου ἦταν πολύ ὄμορφη.
Ὅμως οἱ ὄμορφες μέρες ἦταν μόνο τρεῖς. Ἀπ᾽ τήν τέταρτη μέρα καί ἐπί δέκα ἐπτά χρόνια ἡ ζωή μοῦ δίπλα του ἦταν μιά κόλασι. Ὅταν τόν ρώτησα γιατί μοῦ φερόταν τόσο ἄσχημα, μοῦ ἀποκάλυψε πώς ἀγαποῦσε ἄλλη γυναῖκα κι ὄχι ἐμένα. Ἔπεσα ἀπ᾽ τά σύννεφα!
—Τότε γιατί μέ παντρεύτηκες;
—Γιατί μέ πίεσαν οἱ γονείς μου. Ἐκείνη, βλέπεις, δέν τήν ἤθελαν.
—Καί ἐγώ τί φταίω νά μοῦ φέρεσαι ἔτσι;
—Σήκω καί φύγε, ἄμα δέν σοῦ ἀρέσει.
—Ποῦ νά πάω; Ντρέπομαι τά ἀδέλφια μου καί τόν κόσμο.
—Αἴ! Τότε κάτσε ἐδῶ καί βούλωστο.
Αὐτή ἦταν ἡ ἀπάντησί του. Μαζί κοιμόμασταν, ὅταν τσακωνόταν μέ τήν ἄλλη. Ὡστόσο ἔμεινα ἔγκυος!
Μόλις τοῦ τό εἶπα, ἔγινε θηρίο ἕτοιμο νά μέ κατασπαράξη! Μοῦ ζήτησε νά τό ρίξω. Ἐγώ ὅμως, δέν τό ἔκανα. Γιά κανένα καί γιά τίποτε δέν θά σκότωνα τό παιδί μου. Μ᾽ αὐτόν τόν τρόπο γέννησα τρία κορίτσια.
—Ἐργάζεστε;
—Ναί! Ἔχω δικό μου κομμωτήριο. Ποτέ ὅμως οἱ πελάτισσές μου δέν μέ εἶδαν κλαμένη ἤ πικραμένη. Οὖτε καί τά παιδιά μου. Τήν πίκρα μου τήν ἔκρυβα βαθιά μες᾽ στήν ψυχή μου, τή μοιραζόμουν μόνο μέ τό Θεό. Ξέρεις τί σημαίνει νά κοιμᾶσαι μέ τόν ἄνδρα σου, ὄποτε τσακώνεται μέ τή φιλενάδα του;
—Δέν τό ἔχω ζήσει, ὅμως μπορῶ νά σέ καταλάβω. Καλά, αὐτή δέν βρῆκε κάποιον νά παντρευτῆ, νά κάνη ὀικογένεια;
—Παντρεύτηκε, ἔχει καί δύο παιδιά. Ἀλλά μέ τόν ἄνδρα μου δέν χώρισαν ποτέ.
—Ὁ ἄνδρας της δέν τό ἔχει καταλάβει;
—Δέν ξέρω.
—Τά παιδιά σας δέν ἔχουν καταλάβει τίποτε;
—Ὄχι! Πάντα τόν δικαιολογοῦσα, τόν κάλυπτα. Ἀλλά καί ποτέ δέν μαλώσαμε. Γιατί ποτέ δέν τόν ρώτησα οὔτε ποῦ ἦταν οὔτε γιατί ἄργησε οὔτε ἄν ἦταν μέ αὐτήν. Τίποτε! Ὅποια ὥρα κι ἄν ἐρχόταν, ἄν ἦταν μπροστά τά παιδιά, τοῦ ἔλεγα: “Καλῶς τό Δημητράκη!” καί ἑτοίμαζα τό τραπέζι γιά νά φάη.
—Πῶς τό ἄντεχες αὐτό;
—Δέν μποροῦσα νά κάνω κι ἀλλιῶς. Ἔπρεπε νά δώσω τό καλό παράδειγμα στά παιδιά μου. Ἤθελα νά μάθουν τήν ἀξία τοῦ σεβασμοῦ, τήν ἀξία τῆς ἀγάπης, τήν ἀξία τῆς ὑπομονῆς.
—Καί, δόξα τῳ Θεῷ, ἐσύ διαθέτεις πολλή ὑπομονή...
Ἐδῶ χαμογέλασε. Συνέχισα:
—Τά παιδιά σου, ποιός σοῦ τά κρατοῦσε, τίς ὧρες πού ἐσύ ἐργαζόσουν;
—Ἡ μητέρα μου. Καί ξέρεις πῶς τούς περνοῦσα τά μηνύματα γιά ὁτιδήποτε ἤθελα νά ἀποφύγουν;
—Πῶς;
—Τούς τά ἔγραφα σέ κασσέτα. Ἀπό τόν καιρό κατά τόν ὁποῖο ἦταν μωρά, ἔγραφα κάθε μέρα κάτι στήν κασέτα, τήν ἔδινα στη μητέρα μου καί τῆς ἔλεγα νά τούς βάζη νά τήν ἀκούνε. Ἔτσι δέν ἔνιωθαν πολύ τήν ἀπουσία μου.
Αὐτό γινόταν ἐπί δεκαεπτά χρόνια. Ὅ,τι μήνυμα ἤθελα νά τούς περάσω, τό παρουσίαζα πώς τό εἶχα ἀκούσει στό κομμωτήριο. Γιά τά ναρκωτικά, ἄς ποῦμε, τούς ἔλεγα πώς εἶχε ἔρθει μία πελάτισσα στό μαγαζί, πού ἦταν πολύ πικραμένη, γιατί τό παιδί της εἶχε μπλέξει μέ κάποιους φίλους, πού τόν παρέσυραν στά ναρκωτικά... ἤ ἄλλοτε πώς γνώρισα κάποιο κορίτσι, πού ἔμπλεξε μέ κάποιο ἀγόρι καί ἔμεινε ἔγκυος καί ἀπ᾽ τήν ἀνεπιθύμητη ἐγκυμοσύνη της προέκυψαν πολλά δυσεπίλυτα προβλήματα.
Ὅταν μεγάλωσαν, δέν πήγαιναν στη γιαγιά τους, ἀλλά προτιμοῦσαν νά καθίσουν σπίτι νά διαβάσουν. Τούς ἔλεγα πώς, ὅταν ἔρθη ὁ πατερούλης, ἔπρεπε νά τοῦ σερβίρουν τό φαγητό, νά τόν περιποιοῦνται, ἀφοῦ ἐκεῖνος ἀγωνίζεται γιά μᾶς, γιατί μᾶς ἀγαπάει πολύ. Ἔτσι, κάθε μέρα γυρίζοντας ἀπ᾽ τό σχολείο, θά ἔβαζαν πρώτα νά ἀκούσουν τό μήνυμα τῆς μαμᾶς.
—Συγγνώμη. ὄλα αὐτά πῶς τά ἄντεχες;
—Σοῦ εἶπα: τήν πίκρα μου τή μοιραζόμουν μέ τό Θεό, γι᾽ αὐτό καί ἄντεχα. Ἄν συζητοῦσα μέ κάποια φίλη τά προβλήματά μου, σίγουρα θά εἶχα χωρίσει. Ἄκου τή συνέχεια, γιά νά δῆς τήν κατάληξι.
—Εἶμαι ὄλη ἀφτιά! Ἀκούω.
—Λοιπόν! Ἐπί δεκαεπτά χρόνια, διακοπές πήγαινα μόνη μέ τά παιδιά μου.Ἐκεῖνος δέν ἦρθε ποτέ, μέ ὅσα παρακάλια κι ἄν τοῦ ἔκαναν τά παιδιά. Μιά χρονιά, γυρνώντας ἀπ᾽ τίς διακοπές μας, βρῆκα μιά κασέτα στό κομοδίνο μου, πού ἔγραφε πάνω “Σ᾽ ἀγαπῶ”. Παραξενεύτηκα! Τί κασέτα ἦταν αὐτή; Σκέφθηκα πώς θά ἦταν γιά τή φιλενάδα του. Ὅταν τό βράδυ κοιμήθηκαν τά παιδιά, ἔβαλα νά τήν ἀκούσω.
Ἐδῶ γέλασε.
—Γιατί γελᾶτε;, τή ρώτησα περίεργα.
—Γιατί ἡ κασέτα ἦταν γραμμένη ἀπ᾽ τόν ἄνδρα μου γιά μένα!
—Τί ἔλεγε ἡ κασέτα;
—Πρίν σοῦ πῶ τί ἔλεγε ἡ κασέτα, θά σοῦ πῶ τί ἔκανε πρίν.
—Τί ἔκανε;
—Εἶχε μαλώσει ἄσχημα μέ τή φιλενάδα του καί χώρισαν. Πῆγε σπίτι καί κατευθύνθηκε πρός τό δωμάτιο τῶν παιδιῶν. Γνώριζε πώς τούς γράφω κασέτες, πήρε μιά στήν τύχη καί τήν ἄκουσε. Κι ύστερα κι ἄλλες... ἔτσι ἄκουσε τί ἔλεγα στά παιδιά καί συγκινήθηκε.
Πῆρε λοιπόν καί αὐτός μιά κασέτα καί μοῦ ἔγραψε:
“Συγχώρεσε μέ γιά ὄτι σοῦ ἔχω κάνει.
Τώρα καταλαβαίνω πόσο πολύ σ᾽ ἔχω πληγώσει, πόσο πολύ σ᾽ ἔχω ταπεινώσει.
Και ἐσύ οὔτε μία ἄσχημη κουβέντα δέν εἶπες ποτέ, πάντα τρυφερή καί γλυκιά μαζί μου.
 Ἄκουσα μερικές κασέτες σου, πού μιλᾶς στά παιδιά μας.
Δέν μέ κατηγόρησες ποτέ.
Μόνο καλά λόγια ἔβγαιναν ἀπ᾽ τά χείλη σου.
Τώρα κατάλαβα γιατί μ᾽ ἀγαποῦν τόσο πολύ τά παιδιά μας.
Σέ παρακαλῶ, συγχώρεσε με, καί σοῦ ὑπόσχομαι, ὅ,τι σοῦ στέρησα ὄλα αὐτά τά χρόνια, νά σοῦ τά δώσω ἀπλόχερα ἀπό ἐδώ καί πέρα.
Θά εἶσαι ἡ βασίλισσα τῆς καρδιάς μου.
Σέ παρακαλῶ, συγχώρεσέ με.
Αὐτή τήν ὥρα κατά τήν ὁποία σοῦ μιλάω, πίστεψέ με πώς αἰσθάνομαι πολλή ἀγάπη γιά σένα, μοῦ λείπεις. Σ᾽ ἀγαπώ”.
Ἀκούγοντάς τα ὅλα αὐτά, ἔνιωσα ὄμορφα, δυσκολευόμουν ὅμως νά τά πιστέψω. Στη σκέψι μοῦ ἤρθαν, σάν κινηματογραφική ταινία, ὄσα μοῦ ἔκανε καί ὅσα μοῦ ἔλεγε. Ἔτσι μέ πῆρε ὁ ὕπνος.
Ὅταν γύρισε τό βράδυ, τόν ἄκουσα, μά δέν σηκώθηκα, ὅπως ἔκανα πάντα, γιά νά τοῦ βάλω φαγητό. Ἔκανα πώς κοιμόμουν. Ἐκεῖνος ἤρθε καί ξάπλωσε δίπλα μου, σιγά-σιγά, γιά νά μή μέ ξυπνήση καί μέ πῆρε ἀγκαλιά, γιά πρώτη φορά στά δεκαεπτά μας χρόνια.
Καί ὄχι μιά ἁπλή ἀγκαλιά, ἀλλά πολύ τρυφερή... μέ φίλησε ἀπαλά στήν πλάτη καί ψιθύρισε: “Συγχώρεσέ με, σ᾽ ἀγαπῶ!”.
Ἀπό ἐκείνη τήν βραδιά ἡ ζωή μου ἄλλαξε τελείως. Ὁ Δημήτρης ἔγινε ἄλλος ἄνθρωπος... τρυφερός, στοργικός, δέν μοῦ χάλασε ποτέ χατίρι. Μέ λίγα λόγια γίναμε οἰκογένεια.
Νά ξέρης πώς στη ζωή, ὅταν ἀγωνίζεσαι, θά χάνης μάχες, μά στό τέλος τόν πόλεμο ἐσύ θά τόν κερδίσης.
Καί κάτι ἄλλο: Χωρίς πίστι στό Θεό, δέν ἔχεις ὅπλα νά παλέψης!».

<>





H Maria-Kinuko Fukami κατάγεται από την Ιαπωνία και ταξίδεψε μέχρι τα πέρατα της Δύσης σε ενα ταξίδι να γνωρίσει πραγματικά τον Χριστό. Πόσες συναντήσεις, πόσες ανακαλύψεις, πόση μάθηση!Από την ιαπωνική θρησκεία στον Προτεσταντισμό,στο Καθολικισμό και τέλος στην Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία. Και τώρα, έχοντας συμφιλιώσει την ιαπωνική καταγωγή της με το Χριστιανικό μονοπάτι προς τον Ουρανό, βρίσκεται αναπαυμένη στην αγία Ορθοδοξία,στον πραγματικό σπίτι κάθε ανθρώπου.
Το βιβλίο ''Η Συμφιλίωση'' περιγράφει βήμα-βήμα την αληθινή ιστορία της Μαρίας-Κινούκο Φουκάμι στο ταξίδι αναζήτησης της αλήθειας από τις ανατολικές θρησκείες μέχρι την Ορθόδοξη Εκκλησία.



<>






Αναφέρει ο Άγιος Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας (+2019):

Είχε έρθει μια μέρα για να εξομολογηθεί ένας μετανοημένος άνθρωπος. Και τον ρώτησα εάν βλασφημεί και μου απάντησε:
"Κάποτε βλασφημούσα, τώρα όμως όχι. Και ξέρετε πάτερ, πώς σταμάτησα αυτό το μεγάλο αμάρτημα; Βλασφημούσα πάρα πολύ και ιδιαίτερα την Παναγία. Και μία μέρα ενώ κοιμόμουν, νιώθω ξαφνικά ότι κάποιος με σκουντά και ανοίγω τα μάτια. Και βλέπω μπροστά μου, μια μαυροφορεμένη, ολόλευκη και πανέμορφη γυναίκα και μου λέει:
—Παιδί μου (δεν τον είπε ασεβή), γιατί με βλασφημάς; Τί κακό σου έκανα στη ζωή σου;
Τότε κατάλαβα ότι βρέθηκα μπροστά στην Παναγία μας και έμεινα κεραυνοβολημένος. Τότε ή Παναγία με το χεράκι της με παίρνει τη γλώσσα, μου την τραβάει και μου την έκανε τόση μεγάλη, πού την κόλλησε στο ταβάνι του δωματίου μου!
Και μου λέει ή Παναγία:
—Αν θέλεις τώρα βλασφήμα!
Εγώ τότε της έκανα νεύμα, ότι δεν επρόκειτο ποτέ να το ξανακάνω.
—Θα σου θεραπεύσω την γλώσσα σου, μου είπε ή Παναγία, αλλά αν το ξανακάνεις, τότε ίσως σέ πάρω το παιδί σου.
Έκτοτε, πάτερ, ουδέποτε ασέβησα στην Παναγία μας".
Αυτά μου είπε εκείνος ό άνθρωπος. Η βλασφημία δεν είναι μία κακιά συνήθεια, αλλά μία διαβολική συνήθεια.


INS.

<>


Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας:

Ένας, μάγος που λεγόταν Μεσίτης, είχε ένα φίλο, που ήταν πολύ χριστιανός. Θέλοντας να παρασύρει και τον χριστιανό στην μαγεία, του λέγει:
-Πάμε μια βόλτα έξω από την Πόλι; (την Κωνσταντινούπολη)
-Πάμε, είπε ο χριστιανός ανυποψίαστος.
Στον δρόμο τους παρουσιάσθηκε ένας πύργος με φαντασία μαγική. Μπαίνοντας μέσα ο χριστιανός βρέθηκε μπροστά σε μια σύναξι δαιμόνων. Μόλις είδε ο διάβολος τον μάγο, τον υποδέχθηκε με τιμή και μετά ρώτησε για τον χριστιανό:
-Αυτός ποιος είναι;
-Δούλος σου είναι, λέγει ο μάγος.
-Δούλος μου είσαι; ρωτάει ο διάβολος.
-Είμαι δούλος του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος! Είπε κι έκανε τον σταυρό του.
Κι αμέσως χάθηκαν όλα, καθώς και ο Μεσίτης που τον πήραν τα δαιμόνια σύσσωμο στην κόλαση. Ο χριστιανός πήρε τα άλογα κι επέστρεφε. Στον δρόμο συναντά έναν φίλο του αξιωματικό και του λέγει:
-Πάμε στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών να κάνουμε προσευχή;
-Πάμε.
Πήγαν στην Εκκλησία και δεν ήταν κανένας εκεί. Γονάτισαν και άρχισαν να προσεύχωνται. Παρατηρεί ο αξιωματικός ότι τα μάτια του Χριστού από την εικόνα του τέμπλου κοίταζαν τον φίλο του. Σκέφθηκε στην αρχή ότι έτσι θα είναι η αγιογραφία. Άλλαξε θέσι, πήγε από δω, πήγε από κει, από παντού έβλεπε τα μάτια του Χριστού να πέφτουν επάνω στον φίλο του. Τότε στενοχωρημένος είπε:
-Χριστέ μου κοίταξε κι εμένα! Γιατί εμένα δεν με κοιτάζεις;
Κι ακούει φωνή από την εικόνα:
-Εσύ, εξ ων σου δίδω, δίδεις! ( Γιατί ήταν πολύ ελεήμων ο αξιωματικός). Αυτόν όμως τον κοιτάζω, γιατί του χρωστώ. Αυτός με ομολόγησε ενώπιον των δαιμόνων. Κι εγώ θα τον ομολογήσω ενώπιον του Πατρός μου εν τοις ουρανοίς!
Βλέπετε τον μισθό της ομολογίας!



<>




Γεράσιμος Φωκᾶς Μητροπολίτης Κεφαλληνίας: «Στήν Αἴγυπτο, στόν τόπο ὅπου κατέφυγε ὁ Ἰωσήφ μέ τήν Παναγία καί τό Χριστό, φεύγοντας ἀπ᾽ τήν Παλαιστίνη, ὅταν ὁ Ἠρώδης ζητοῦσε νά σκοτώση τό Παιδί, ὑπάρχει Μονή τοῦ Ἁγ. Γεωργίου. 
Μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεός νά πᾶμε ἐκεῖ, ὅπου μάθαμε καί γιά ἕνα συγκλονιστικό θαῦμα. Στό ὑπόγειο εἶναι ὁ τόπος ὅπου ἔμεινε ἡ Θεοτόκος μέ τό Παιδί καί τόν Ἰωσήφ. Ἔχει ἁγίασμα ἐκεῖ, καί τρέχουν οἱ μουσουλμάνοι οἱ καημένοι καί παίρνουν ἁγίασμα. Ἔχουν μεγάλη ἀγάπη στήν Παναγία καί στόν Ἅγ. Γεώργιο. Μᾶς εἶπαν μία ἱστορία ἐκεῖ στό μοναστήρι:
Ἦταν μιά γυναῖκα μουσουλμάνα, παντρεμένη, καί εἶχε τή μητέρα της στό σπίτι, παράλυτη. Δύσκολο πρᾶγμα αὐτό, ἀσήκωτο. Ἤθελε νά τή διώξη ὁ γαμπρός της. Ταλαιπωροῦσε τή γυναῖκα του συνέχεια, ξύλο, βρισιές, μαρτύριο, δέν ἤθελε τήν παράλυτη πενθερά του. Καί ἡ βασανισμένη γυναῖκα του ἔβλεπε, ἔνιωθε ὅτι κάτι πού νά δικαιώνη τόν ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα τή γυναῖκα, ἔπρεπε νά ὑπάρχη, ὅτι στή θρησκεία τους κάτι δέν πάει κάλα, κάτι εἶναι λάθος, ὅλα αὐτά τά βασανιστήρια πού ὑπέφερε...
Λέει τότε στή μάνα της:
“Σέ παρακαλῶ, μάνα, βλέπεις τί τραβάω, δέν σέ ἔχω ἀφήσει στό δρόμο, ἀντιστέκομαι. Σέ ἔχω μαζί μου, σέ περιποιοῦμαι, τρώω ξύλο, βασανίζομαι, σέ παρακαλῶ, ἐκεῖ πού θά πᾶς ψηλά στόν οὐρανό θά μάθης ποιός εἶναι ὁ πραγματικός Θεός καί τότε θέλω νά ἔρθης νά μοῦ πῆς ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια”.
Μετά ἀπό κάποια χρόνια, μετά ἀπό τόσα μαρτύρια, ἔφυγε ἡ μάνα της, πῆγε στόν Οὐρανό, καί ἦρθε πίσω, σέ ὅραμα, καί τῆς ἔδειξε τήν Παναγία καί τό Χριστό.
Τότε ἡ γυναῖκα πῆγε στό μοναστήρι τοῦ Ἁγ. Γεωργίου καί βαπτίστηκε. Πῆρε τό ὄνομα “Μαρία” καί μετά ἔφυγε κρυφά ἀπ᾽ τήν πόλι ἐκείνη γιά νά μήν τή δολοφονήσουν»(ΣΠ, 108).

<>





Γέροντας Εφραίμ της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα:

"Το Άγιο Φως" είναι το μεγαλύτερο θαύμα παγκοσμίως! 
Το Aγιo Φως που βγαίνει κάθε χρόνο στον Πανάγιο Τάφο το Μεγάλο Σάββατο (μεταξύ 12 το μεσημέρι και 2 το απόγευμα) είναι Άκτιστο Φως, το οποίο για μερικά λεπτά (4-10 λεπτά) δεν καίει και το βλέπουν όλοι, Ορθόδοξοι και μη. 
Δεν καίει (δεν φθείρει την ύλη) γιατί είναι κάτι πνευματικό, που ανακαινεί, ζωογονεί και αγιάζει. Με τα κεριά και τις λαμπάδες, πολλοί περνούν το Φως αυτό, σε διάφορα άρρωστα σημεία του σώματός τους και γίνονται καλά! 
Όμως μετά από ορισμένα λεπτά, το Άγιο Φως μεταποιείται, από Άκτιστο σε κτιστό και αρχίζει και καίει. Αν δεν γινόταν αυτή η μεταποίηση, τα κεριά και οι λαμπάδες δεν θα έσβηναν ποτέ και πολλοί πονηροί άνθρωποι θα έφτιαχναν παιχνιδάκια με το Άγιο Φως και θα είχαμε βλασφημίες και διαστροφές... 
Άλλοι πάλι θα υπερηφανεύονταν, νομίζονας ότι είναι θεόπτες και Άγιοι και γι' αυτό δεν σβήνει το Άγιο Φως. 
Το Πάσχα καθώς κατεβαίνει το Άγιο Φως από τον ουρανό ανάβει αυτόματα και όλα τα καντήλια του ναού της Αναστάσεως! 
Μια χρονιά οι Εβραίοι βάλανε σιδερένιες καντηλήθρες, σιδερένια φυτιλάκια για να μην ανάψουν τα καντήλια. Και ξέρετε τί έγινε; Ανάψανε τα καντήλια πρώτα και μάλιστα είχανε μια τεράστια φλόγα! 
Μερικοί εκ των Εβραίων βλέποντας αυτό το θαύμα πιστέψανε.
Το Άγιο Φως βγαίνει κάθε χρόνο, όχι λόγω της αξίας και των αγώνων των Ορθοδόξων, αλλά για να πιστοποιηθεί, ότι η Ορθοδοξία είναι η μόνη Αλήθεια και ότι όλα τα άλλα θρησκεύματα είναι νοητά σκοτάδια και πλάνες του νοός
Κάποια χρονιά όμως, δεν θα βγει το Άγιο Φως. Θα σταματήσει να βγαίνει... Θα είναι η εποχή του Αντιχρίστου.


<>






<<<


Γέροντας Βασίλειος Καυσοκαλυβίτης:
«Θά σᾶς διηγηθῶ καί κάτι ἀκόμη πού θυμᾶμαι καί τό φυλάω στή μνήμη μου.
Στήν κατοχή οἱ Γερμανοί ἔπαιρναν ὄμορφες κοπέλλες ἀπ᾽ τό Λουτράκι καί τίς πήγαιναν στή Γερμανία.
Μία κοπέλλα, ή Ἀναστασία —Τασούλα τή φώναζαν— 22 ἐτῶν ἦταν, τήν πῆραν καί ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα περίπου 40 ἐτῶν.
Ὅταν γύρισε ἦταν δράμα. Ἔβριζε, ἔπινε, κάπνιζε. Ὅταν τήν ἄκουσα μία ἡμέρα νά βρίζη τῆς εἶπα:
—Δέν μοῦ λές ἄν αὔριο παντρευτῆς καί κάνεις παιδιά θά ἤθελες νά σέ βρίζουν;
—Θά τά κρεμάσω!, εἶπε αὐτή.
—Ἔτσι θά κρεμαστῆς καί ἐσύ ἐπάνω ὅταν πᾶς γιατί βρίζεις τήν Παναγία μας. Εἶναι μητέρα μας καί δέν σοῦ ἐπιτρέπω νά τή βρίζης.
Μέ κοίταξε σκεπτική καί ἔφυγε.
Τήν ἐπόμενη μέρα τήν εἶδα μέ μία μποτίλια κρασί στό χέρι.
—Ἄν ἤξερες τί κάνεις, δέν θά τό ἔκανες.
Ἐκείνη μέ κοίταξε, ἔχυσε τό κρασί καί πέταξε τή μποτίλια.
Ὅταν τήν ξαναεῖδα μετά ἀπό καιρό ἦταν ἄλλος ἄνθρωπος.
Παντρεύτηκε μέ κάποιον κοντά στήν ἡλικία της καί ἔκανε καί ἕνα παιδί»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>




Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Ἕνας νέος εἶχε φτάσει σέ τόσο μεγάλη ἀπελπισία, ὥστε ἀποφάσισε νά αὐτοκτονήση. Ἐξομολογεῖται σ᾽ ἕνα Πνευματικό. Ἀκούει τόν Πνευματικό μέ προσοχή πού τοῦ λέει:
—Ἐσύ εἶσαι ὑπεύθυνος ὁ ἴδιος γιά τήν κατάστασί σου. Ἡ ψυχή σου κοντεύει νά πεθάνη ἀπό πεῖνα. Ἔμαθες νά ἐνδιαφέρεσαι καί νά φροντίζης πῶς νά θρέψης τό σῶμα σου. Καί ποτέ σου δέν ἐνδιαφέρθηκες γιά τήν τροφή τῆς ψυχῆς σου πού ἔχει πολύ πιό περισσότερη ἀνάγκη ἀπ᾽ τό σῶμα σου. Ἡ ψυχή σου πεθαίνει ἀπ᾽ τήν πεῖνα! Φάε καί πιές τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, παιδί μου. Ἔτσι μόνο θά ἀναζωογονηθῆ ἡ ψυχή σου καί θά γλυτώση ἀπ᾽ τόν αἰώνιο θάνατο.
Πείθεται ὁ νέος ἀπ᾽ τόν Πνευματικό καί φεύγει γιά νά συνεχίση μέ θάρρος καί νέα δύναμι τή ζωή καί ἔτσι σώζεται»(ΒΣ, 6).





<>


Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας (+1982): «Ὅταν πρωτοεξομολογήθηκα πρίν 30 χρόνια, τό 1950 στήν Τῆνο, εἶχα γράψει τίς ἁμαρτίες μου σέ ἕξι γεμάτες κόλλες ἀναφοράς!
Καί εἶχα καί ἄλλες ἁμαρτίες, πού τίς θυμήθηκα μεταγενέστερα.
Τόσες πολλές ἁμαρτίες εἶχα κάνει!
Δέν εἶχα ἀφήσει τίποτε ὄρθιο καί εἶχα μαζέψει ὅλη τή βρωμιά καί τήν δυσωδία τοῦ κόσμου στήν ψυχή μου...
Καί ὅμως ὁ Θεός περίμενε τή μετάνοιά μου, διότι γνώριζε ὅτι θά ἐπέστρεφα κάποτε, ὥστε νά μέ χρησιμοποιήση ἀργότερα, στή διακονία Του, βοηθώντας τόν συνάνθρωπό μου...
Μπορῶ, λοιπόν, ἐγώ νά μήν ὁμολογῶ καί νά μήν λέω ποιός ἤμουν καί πῶς ὁ Χριστός μέ ἔκανε;
Ἄν ἦταν δυνατόν νά μάθετε τή ζωή μου καί τήν ἐπιστροφή μου στό Χριστό, δέν θά σᾶς ἔπιανε ὁ ὕπνος ποτέ σας!
Ὁ Θεός χάλασε πολλά ζευγάρια παπούτσια γιά νά μέ συλλάβη...
Καί τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς, κάποτε τόν συνέλαβε ὁ Θεός.
Ἄλλον τόν ἔπιασε ἀπό ἕνα πένθος,
ἄλλον ἀπό ἕνα σεισμό,
ἄλλον ἀπό ἕνα καρκίνο,
ἄλλον ἀπό ἕνα πόλεμο...
Καί αὐτό πρέπει νά διηγῆται καί νά ὁμολογῆται ἀπ᾽ τό καθένα.
Κανένας δέν πηγαίνει μέ τριαντάφυλλα στό χέρι στό Χριστό».

<>







Τραγουδιστής Διονύσιος Θεοδόσης. Ταξίδι στό Ἅγ. Ὄρος. Ὁ Ἅγ. Παΐσιος. Αὐτός τόν ἔστειλε νά ἐξομολογηθῆ στόν π. Διονύσιο τό Μικραγιαννανίτη. Τό ἔκανε καί ἄρχισε τή χριστιανική ζωή. «Κάποιο βράδυ, γύρω στίς 3 π.μ., ὁ Διονύσης τελειώνοντας τή δουλειά του σέ βραδυνό κέντρο, μπῆκε στόν πειρασμό νά ξαναγυρίση στήν παλαιά του ζωή. Καθώς ἔτρεχε μέ τή μηχανή του στούς ἄδειους δρόμους τῆς Ἀθήνας, ἄκουσε μία δυνατή ἀγωνιώδη φωνή νά τοῦ λέη ἐπιτακτικά:
—Διονύση, πού πᾶς;
Συγκλονίσθηκε. Κάθησε λίγη ὥρα νά συνέλθη ἀπό τήν ἔκπληξι. Ἐπέστρεψε στό σπίτι του κι ἔπεσε νά κοιμηθῆ. Πρωΐ-πρωΐ τόν ξύπνησε τό τηλέφωνο. Τό σήκωσε καί ἄκουσε τή φωνή τοῦ Γέροντά του π. Διονυσίου:
—Διονύση, παιδί μου, εἶσαι καλά;
—Καλά, Γέροντα.
—Σέ πῆρα τηλέφωνο, γιατί χθές ἀργά τή νύκτα ἔνιωσα μιά ταραχή, μιά ἀγωνία γιά σένα καί σηκώθηκα νά προσευχηθῶ.
Ὁ Διονύσης τά ᾽χασε καί ρώτησε:
—Τί ὥρα ἦταν, Γέροντα;
—Γύρω στίς 3 μετά τά μεσάνυκτα.
Ὁ Διονύσης τότε κατάλαβε καί συνειδητοποίησε ὅτι ὁ Θεός εἶναι κοντά του, πολύ πιό κοντά ἀπ᾽ ὅσο νόμιζε»(ΜΑ, 67).


«Ἕνας ἀπ᾽ τούς πλουσιότερους ἀνθρώπους στόν κόσμο, ὁ Ἀριστοτέλης Ὠνάσης, καταρρακωμένος ἀπ᾽ τό θάνατο τοῦ γυιοῦ του, χτυπημένος ἀπό ἀνίατη ἀρρώστια, ζῆ τίς τελευταῖες του στιγμές σέ νοσοκομεῖο τοῦ Παρισιοῦ. Βλέποντας τή ματαιότητα ὅλων τῶν ἐγκοσμίων ἀλλά καί τήν ἀπάτη τοῦ πλοῦτου, δήλωσε στήν κόρη του Χριστίνα.
—Κόρη μου, αἰσθάνομαι ἕνα μεγάλο κενό. Τά χρήματα δέν μοῦ ἔφεραν εὐτυχία!
Πικρή διαπίστωσι ἑνός ἀνθρώπου πού εἶχε  τά πάντα, ἐκτός ἀπ᾽ τό “ἐν οὗ ἐστι χρεία”. Τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Θλίψι καί λύπη ἀνείπωτη. Γιατί, ὅπως ἔλεγε ὁ ὅσιος Παΐσιος, ὅταν ἔχης λύπη, ἕνα σοῦ λείπει: ὁ Χριστός. Ὁ Ὠνάσης φαίνεται νά τό συνειδητοποίησε καί αὐτές τίς τελευταῖες στιγμές θέλησε νά ξαναβρῆ τόν ὄντως θησαυρό. Ζήτησε ἕνα ἱερέα νά ἐξομολογηθῆ. Ἀπ᾽ ὅ,τι γνωρίζω, ὁ τότε Μητροπολίτης Γαλλίας πῆγε στό νοσοκομεῖο καί ἐκπλήρωσε τήν ἐπιθυμία του»(ΜΑ, 27).


<>





«Θυμᾶμαι ἕνα ἀκόμη χαρακτηριστικό περιστατικό. Ἦταν τά δύσκολα χρόνια τῶν διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας καί ὅσοι πήγαιναν στήν Ἐκκλησία κινδύνευαν. Ἡ μητέρα μου ἄρχισε νά μήν πηγαίνη στήν Ἐκκλησία. Δούλευε τήν ἡμέρα καί τό βράδυ προσευχόταν. Ἕνα μεσημέρι ξάπλωσε νά ξεκουραστῆ. Ἀποκοιμήθηκε καί ἔνιωσε κάποιος νά τή χτυπάη στήν πλάτη. Ρωτάει μέσα στόν ὕπνο της:
—Ποιός μέ χτυπάει καί γιατί;
Ἄκουσε τότε μία φωνή:
—Ἡ οὐράνια βασίλισσα ἡ Παναγία. Γιατί δέν πηγαίνεις στήν Ἐκκλησία;
Ἡ μητέρα μου τρόμαξε, μετανόησε, σηκώθηκε γρήγορα κι ἔτρεξε στή Συμφερούπολι. Ἦταν ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἀργότερα ἔλεγε ἡ μητέρα μου:
—Πολύ καλά ἔκανε ἡ Παναγία πού μοῦ ἔδωσε αὐτό τό σημάδι. Ἔπρεπε νά μέ χτυπήση πιό γερά στήν πλάτη, ἔπρεπε νά μέ δείρη πού δέν πήγαινα στήν Ἐκκλησία»(ΣΛ, 316).


<>




Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Δέν ὑπάρχουν σήμερα δάκρυα μετανοίας. Καί νά μᾶς χτυπάνε, δέν κλαῖμε ἐμεῖς, μέ τέτοια κακία πού ἔχουμε. Ἄν χάσουμε τό φίλο μας ἤ τή φιλενάδα μας, μπορεῖ νά κλάψουμε. Ἄν χάσουμε τό δικαστήριο ἤ δέν πετύχαμε τήν ἔξωσι μπορεῖ νά κλάψουμε. Ἁμαρτίες δικές μας δύσκολα κλαῖμε. Γιατί πρέπει ἡ Χάρις νά μᾶς ἐπισκιάση γιά νά κλάψουμε. Τά δάκρυα τά δικά μας, δέν εἶναι δάκρυα μετανοίας πού φτάνουν στόν Οὐρανό καί νά ἀντικαταπέμπουν τή Θεία Χάρι.
Γι᾽ αὐτό καί οἱ Πατέρες λένε, ὅτι ὅσοι ἔχουν δάκρυα στήν προσευχή τους, νά προσέχουνε μή τούς γελάσει ὁ σατανᾶς καί πιστέψουν, ὅτι αὐτοί ἔχουνε δάκρυα καί ἄλλοι δέν ἔχουνε καί πέσουνε ἐκ τῶν δεξιῶν καί χάσουνε τά δάκρυα.
Εἶναι μεγάλο πράγμα νά ἔχη ὁ ἄνθρωπος δάκρυα, ἀλλά νά προέρχονται ἀπ᾽ ταπεινό φρόνημα καί ἀπό ἀναγνώρισι τῆς ἁμαρτωλότητάς του καί ὅτι εἶναι ἔλεος ὅλο αὐτό πού τοῦ κάνει ὁ Θεός.
Κάποτε κάποιος μεγάλος ἐγκληματίας, ἀποφάσισε νά ἐξομολογηθῆ. Καί τί δέν τοῦ εἶπε τοῦ ἐξομολόγου! Φοβερά ἁμαρτήματα!
Στή διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως, ὁ Πνευματικός προσεύχονταν μέσα του:
—Θεέ μου, ἔλεγε φώτισέ με! Πώς νά τοῦ συμπεριφερθῶ καί τί κανόνα νά τοῦ βάλω;
Ὅταν ὁ ἐγκληματίας τελείωσε τήν ἐξομολόγησι, τοῦ δίνει ὁ Πνευματικός ἕνα μικρό βαρελάκι καί τοῦ λέει:
—Πήγαινε νά γεμίσεις αὐτό τό βαρελάκι μέ νερό καί ὅταν τό γεμίσης καί μοῦ τό φέρεις, τότε οἱ ἁμαρτίες σου θά ἔχουν τακτοποιηθῆ!
—Μέ τόσο λίγο κόπο, θά τά τακτοποιήσω ὅλα αὐτά τά ἁμαρτήματα;
Πανεύκολο τοῦ φάνηκε αὐτό τό ἐπιτίμιο τοῦ ἐγκληματία καί ἔτσι τό πῆρε ἀμέσως καί πῆγε σέ ἕνα κοντινό ποταμάκι νά τό γεμίση. Ὅμως παρότι τό γέμιζε μέ νερό, τό βαρελάκι παραδόξως δέν γέμιζε! Τό ἐξέτασε νά δῆ ἄν εἶναι τρύπιο, ἀλλά τό βαρελάκι ἦταν γερό! Ἦταν ἕνα συνηθισμένο βαρελάκι, σάν ὄλα τά ἄλλα. Προσπάθησε στή συνέχεια νά τό γεμίση, ἀπό βρύσες καί ἄλλες πηγές, ἀλλά τίποτε! Καθημερινῶς φρόντιζε, ὅπου ὑπῆρχε νερό νά τό γεμίση, γιά νά πάρη τήν ἄφεσι τῶν ἀμαρτιῶν, ἀλλά μάταια. Ἔτσι παιδευόταν γιά πολλά χρόνια. Μιά μέρα ἦρθε πραγματικά στόν ἑαυτό του. Προβληματιζόταν γιά ποιό λόγο, νά μήν μπορῆ νά γεμίση τό βαρελάκι. Καί λέει σέ μιά στιγμή:
—Θεέ μου, τόσο ἁμαρτωλός εἶμαι, ὥστε οἱ ἁμαρτίες μου δέν ἀφήνουν νά γεμίση αὐτό τό βαρελάκι;
Λέγοντας τά λόγια αὐτά μέ πόνο, τοῦ ἔφυγε ἕνα δάκρυ ἀπ᾽ τά μάτια. Τό δάκρυ αὐτό, ἔπεσε μέσα στό βαρέλι. Καί τότε τό βαρέλι, θαυματουργικῶς γέμισε! Ἁρπάζει τό βαρελάκι καί τό πάει κατευθείαν στό Γέροντα, γιά νά τοῦ δώση τήν ἄφεσι.
Ἡ μετάνοια πού δέν ἔχει δάκρυα, συντριβή καί λύπη, δέν εἶναι ἀξιοποιημένη ὅσο πρέπει. Ὁ Θεός περίμενε ἀπ᾽ τόν ἐγκληματία, τό δάκρυ τῆς μετανοίας του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δώσει στήν μετάνοιά του ἕνα δάκρυ, εἶναι σάν νά ξαναβαπτίζεται. Καθαρίζεται καί βγαίνει μέ καινούριο ἔνδυμα νά ξαναντιμετωπίση τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ»(https:// Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com). 

<>


Η θαυμαστή μεταστροφή μίας Εβραίας που προσπάθησε να δολοφονήσει τον Γέροντα Εφραίμ της Αριζόνα των ΗΠΑ

Όλοι γνωρίζουν την υψηλή πνευματική κατάσταση του Γέροντος Εφραιμ της Αριζόνα. Μια γυναικά φανατική Ἑβραία ήθελε να κάνει κακό στον Γέροντα πριν χρόνια. Ντυμένη λοιπόν σαν ευσεβέστατη Χριστιανή με μακριά ρούχα και μαντίλι πήγε να δει τον Γέροντα.

Οι υποτακτικοί του της είπαν δεν μπορεί να τον δει και επιχείρησε και άλλες μερες. Μετα από μέρες της επιτρέψαμε να τον δει.

Είχε κρύψει ένα μαχαίρι μέσα στα ρούχα της για να τον σκοτώσει και μπαίνοντας μέσα ξαφνιάστηκε όταν τον είδε να είναι σε όρθια στάση ψηλά και φώναξε: “Γέροντα!”.

Τον είδε να ίπταται στον αέρα σε στάση ευλογιάς!

Της λέει άσε το μαχαίρι και θα κατέβω να μιλήσουμε. Μπήκαν μέσα κ οι υποτακτικοί και την αφόπλισαν. Τελικά η γυναίκα μετανόησε και πίστεψε και βαπτίστηκε.

Από την σελίδα του Facebook: SPIRITUAL TRIPS IN HOLY MOUNTAIN AND HOLY LAND


<>




Ο Α. Χ. από την Αθήνα διηγείται την μεταστροφή του από τον Ιουδαϊσμό στην Ορθοδοξία

Μια δημόσια εξομολόγηση

Ονομάζομαι Α. Χ. και γεννήθηκα το 1982 στην Αθήνα. Ο πατέρας μου ήταν Ιουδαίος στο θρήσκευμα ενώ η μητέρα μου παρότι ήταν βαπτισμένη Ορθόδοξη Χριστιανή ήταν αδιάφορη προς την Χριστιανική Πίστη. Παντρεύτηκαν στην Συναγωγή της Αθήνας και εκτός από εμένα απέκτησαν και άλλο ένα παιδί.

Μου έκαναν περιτομή όταν ήμουν μικρός όπως σε όλα τα εβραιόπουλα και την τελετή ενηλικίωσης που κάνουν δεκατριών ετών στα αγόρια (δώδεκα στα κορίτσια). Πήγα στο εβραϊκό δημοτικό σχολείο Αθηνών όπου εκτός των άλλων μαθημάτων που γίνονται σε όλα τα ελληνικά σχολεία μαθαίνουν την εβραϊκή γλώσσα, εβραϊκή ιστορία και Παλαιά Διαθήκη. Ξεκινάνε τη μέρα με εβραϊκές προσευχές και τηρούν όλες τις γιορτές του έτους με αργίες ή άλλες εκδηλώσεις και έθιμα. Συχνά πηγαίναμε στη συναγωγή για διάφορες τελετές. Κάθε Παρασκευή γινόταν μια ειδική γιορτή πρίν από το Σάββατο που είναι η ιερή τους ημέρα. Πολλές εκδρομες και ταξίδια που γινόντουσαν είχαν ως κέντρο την εβραϊκη θρησκεία. Επίσης υπάρχουν στην Ελλάδα διάφορες ομάδες νεότητος όπου οργανώνουν διάφορες εκδηλώσεις εδώ ή στο εξωτερικό. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στην εβραϊκή κατασκήνωση στους Πρόποδες του Ολύμπου. Και εκεί ό,τι γινόταν, γινόταν με κέντρο τα έθιμα και τις παραδόσεις της Εβραϊκής θρησκείας και της χώρας της. (Κάθε απόγευμα λένε ακόμα και τον ύμνο του Ισραήλ!).

Αυτά ήταν τα πρώτα θρησκευτικά ερεθίσματα που είχα ενώ προσωπικά δεν με είχε απασχολήσει ποτέ το θέμα της ύπαρξης του Θεού, της Πίστης, ή της ζωής μετά το θάνατο. Θα έλεγα οτι έκανα μια κοσμική ζωή όπως τα περισσότερα παιδιά της εποχής μου, με ότι αυτό συνεπάγεται στο θέμα των αμαρτημάτων. Και ενώ τα χρόνια πέρναγαν σε αυτή την κοσμική ελευθέρια, με διασκεδάσεις αμαρτωλές, ένα τεράστιο ψυχικό κενό δημιουργόταν μέσα μου. Ενώ είχα όλες τις ανέσεις και τις ευκολίες που μπορεί να έχει ένας νέος, ενώ είχα την δυνατοτητα να αναλωθώ σε κάθε είδους αμαρτωλη πράξη και ψευτικη χαρά αυτού του κόσμου έβλεπα οτι κάτι έλειπε… Ένοιωθα ότι τίποτα από όλα αυτά δεν έχει νόημα και αξία ένοιωθα ότι στην ουσία δεν είμαι ευτυχισμένος. Και καθώς ο καιρός και τα χρόνια πέρναγαν το ψυχικό αυτό κενό γινόταν όλο και μεγαλύτερο χωρίς να μπορω να προσδιορίσω τι είναι αυτό που λείπει και που να μπορεί να δώσει πραγματικό νόημα στην ύπαρξή μου.

Δύο είναι τα περιστατικά που συνδέονται με τα γυμνασιακά μου χρόνια και που μέσα από αυτά φαίνεται η πρόνοια του Θεού να με οδηγήσει στην Εκκλησἰα Του.

Ήμουν στη Δευτέρα Γυμνασίου αν θυμάμαι καλά όταν κάποιοι καθηγητές μας αποφάσισαν να φτιάξουμε μια εικόνα των Τριών Ιεραρχών για την εορτή τους. Ανάμεσα στους τόσους μαθητές (κάθε σχολικό έτος είχε εφτά τμήματα των 20 με 30 μαθητών) επέλεξαν εμένα, που δεν ἠμουν καν Χριστιανός ούτε είχα κανένα ιδιαίτερο χάρισμα στη ζωγραφική να κάνω τον Μέγα Βασἰλειο.

Ο Ναὀς των Τριών Ιεραρχών στον κέντρο της Αθήνας ήταν αυτός που πολλά χρόνια αργότερα, θα έμπαινα για πρὠτη φορά συνειδητά στη ζωή μου να εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου και να ξεκινήσω την πνευματική μου ζωή με τακτικό εκκλησιασμό. Επίσης η αγιογραφια είναι μια τέχνη που έμαθα καλά με τα χρόνια και εξασκώ τακτικά όποτε έχω χρόνο.

Το δεύτερο περιστατικό έχει να κάνει με την Αγιορείτικη Μονή της Σίμωνος Πέτρας που επισκεφτήκαμε με έναν φίλο μου. Είμασταν τότε δεκατεσσάρων με δεκαπέντε χρονών. Το βράδυ ξαπλώσαμε στο κελί μας να ξεκουραστούμε. Εγώ μόλις έκλεισα τα μάτια μου άρχισα αμέσως να νοιώθω οτι γίνεται σεισμός στο δωμάτιο. Μόλις το είπα στον φίλο μου, μου απάντησε ότι έχει πολλά χρόνια να γίνει σεισμός εδώ και είναι ιδέα μου, καλύτερα να
προσπαθήσω να κοιμηθώ. Το ίδιο φαινόμενο συνεχίστηκε πολλές φορές κατά την διάρκεια της νύχτας. Με το που έκλεινα τα μάτια μου ένοιωθα να σείεται όλο το δωμάτιο. Μόλις τα άνοιγα και σηκωνόμουν λίγο αυτό σταμάταγε. Με τα πολλά κάποια στιγμή αργά την νύχτα μπόρεσα να κοιμηθώ κάτω από τα γέλια και τις ειρωνίες του φίλου μου. Να σημειώσω εδω ότι στο Άγιο Όρος πήγα αβάπτιστος.

Σε μετόχι της Μονής Σίμωνος Πέτρας μετά από αρκετά χρόνια μια ευλογημένη μέρα δέχθηκα το Ιερό Μυστηριο της Βαπτίσεως και εισήλθα κανονικά στην Εκκλησία μας.

Μία ευσεβής σεμνή κόπέλα, γνήσιο τέκνο της Εκκλησίας, είναι ο πρώτος άνθρωπος που έγινε όργανο του Θεού για να με οδηγήσει στην μετάνοια και την επιστροφή μου σε Αυτόν. Εργαζόταν στο φροντιστήριο που μάθαινα Αγγλικα και γνωρίζοντας την εβραϊκή μου καταγωγή όπως και το ψυχικό κενό που βίωνα στη ζωή μου εκείνα τα χρόνια, δεν δίσταζε πολύ συχνά να μου ανοίγει συζητήσεις για πνευματικά θέματα, ακόμη και να μου δίνει βίβλία Χριστιανικού περιεχομένου, τα οποία έγω αγνοούσα πλήρως μέχρι εκείνη την εποχή. Το ενδιαφέρον μου για τον Χριστό, την Εκκλησία, και τους Αγίους ήταν τόσο που δυσκολευόμουν και εγώ ο ίδιος να παρακολουθήσω τον εαυτό μου! Διψούσα πραγματικά να μάθω για όλα αυτά τα πρωτόγνωρα πράγματα που πρώτη φορά άκουγα και άγγιζαν πραγματικά τη ψυχή μου. Ένοιωθα σαν να μου είχαν στερήσει κάτι όλα αυτά τα χρόνια και επιτέλους μάθαινα για αυτό. Ξαφνικά όλα αποκτούσαν νόημα. Υπήρχε τελικά στη ζωή κάτι που να αξίζει πραγμάτικα κάτι αληθινό. Και αυτός ήταν ο Χριστός μας. Το σκοτάδι που είχα μέσα μου άρχισε σιγά σιγά να υποχωρεί και να φαίνονται οι πρώτες ακτίνες φωτός. Μέσα σε πολύ λίγο δίαστημα χωρίς να πω τιποτα σε κανεναν ημουν βέβαιος οτι θέλω να βαπτιστώ Ορθόδοξος Χριστιανός.

Τον καιρό εκείνο είχα προγραμματίσει με ένα φίλο μου να πάμε ένα ταξίδι αναψυχής σε ένα νησί της Αμερικής. Από τη μία σκεφτόμουν την απόφαση που είχα πάρει να βαπτισθώ και να αρχίσω να ζώ μια σωστή πνευματική ζωή, από την άλλη δεν ήθελα να χάσω και αυτό το ταξίδι που είχαμε προγραμματίσει και ανυπομονούσαμε τόσο πολύ να πάμε. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να πάω και μόλις επιστρέψω να πραγματοποιήσω το σκοπό μου.

Κατά την διάρκεια του ταξιδιού σκεφτόμουν συχνά τις αποφάσεις μου και όσα είχαν συντελεστεί στην ψυχή μου σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και ήθελα να κάνω κάτι για τον Κύριο σαν δείγμα της απόφασής μου να Τον ακολουθήσω από έδω και πέρα. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να κόψω το τσιγάρο! Εδώ και εφτά χρόνια σχεδόν κάπνιζα ένα με δύο πακέτα την ημέρα μανιωδώς και ούτε ήθελα να το αφήσω. Ήταν το πρώτο πράγμα που έκανα όταν άνοιγα τα μάτια μου το πρώι και όταν έπεφτα να κοιμηθώ το βράδυ. Ήμουν εθισμένος σε αυτό σε απίστευτο βαθμό. Μαλιστα αγόρασα από το αεροδρόμιο πριν φύγουμε από την Ελλάδα μια ολόκληρη κούτα με πόλλα πακέτα να τα έχω μαζί μου στις διακοπές μου.

Αφου λοιπόν προσευχήθηκα πρώτη φορά στη ζωή μου στον Θεό γι᾽ αυτό το θέμα με πίστη και αφού ζήτησα την βοήθειά Του να με στηρίξει στην απόφασή μου το θαύμα έγινε. Από εκείνη τη μέρα σταμάτησα το κάπνισμα! Έτσι απλά. Αυτή είναι η δύναμη του Χριστού μας όταν Τον επικαλούμαστε να μας βοηθήσει να κόψουμε τα πάθη μας και να δείξουμε λίγη καλή προαίρεση.

Στο αεροπλάνο της επιστροφής από το ταξίδι στην Αμερική, δίπλα μου κάθησε ένας ιεραπόστολος. Λες και τον έβαλε εκεί ο Θεός να με περιμένει στο αεροπλάνο της επιστροφής για να μου υπενθυμίσει τις υποσχέσεις μου και τι έπρεπε να κάνω από εδώ και πέρα. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού κάναμε μια πολύ ωραία συζήτηση για διάφορα πνευματικά θέματα και μου έλυσε πολλές απορίες που είχα. Στο τέλος κατα την άφιξή μας στην Αθήνα μού έκανε δώρο μια Καινή Διαθήκη.

Ετσι γύρισα απο την Αμερικη μέ δύο δώρα. Μία Αγία Γραφή και μία κούτα τσιγάρα που δεν κάπνισα ποτέ…!

Ο καιρός να πραγματοποιήσω τον πόθο μου να γίνω μέλος της Εκκλησίας του Χριστού είχε φτάσει. Και έγω δεν ήξερα από πού να αρχίσω, πού πρέπει να απευθυνθώ. Σε μια συζήτηση με ένα φίλο του αδελφού μου, που στα αλήθεια δεν γνώριζα και τόσο κάλα, δεν ξέρω πώς μου ηρθε να του πω τις σκέψεις μου. Αυτός αποδείχτηκε πως έιχε στενή σχέση με την Εκκλησία και μου πρότεινε να επισκεφτούμε τον Πνευματικό του Πατέρα, ο οποίος είναι γνωστός Αρχιμανδρίτης της Αθήνας, με μεγάλο συγγραφικό έργο σε θεματα κυρίως απολογητικά και μεταστροφές ανθρώπων από άλλες θρησκείες και αιρέσεις. Ο κατάλληλος άνθρωπος δηλαδή για την περίπτωση τη δική μου που δεν γνώριζα ούτε τα πιο βασικά της Πίστης μας. Έτσι λοιπόν ενα απόγευμα κατευθυνθήκαμε στον Ι. Ναό των Τριών Ιεραρχών που υπηρετούσε τότε ο παππούλης.

Για άλλη μια φορά βλέπουμε την Θεία Πρόνοια του Θεού να ενεργεί σκανδαλωδώς και να έργάζεται τη σωτηρία μου. Από όλους τους φίλους και γνωστούς που είχα εξομολογούμε τις σκέψεις μου σε έναν άνθρωπο, το φίλο του αδελφού μου, τον όποιο εκείνο τον καιρό γνώριζα ελάχιστα, και αυτός αποδεικνύεται όχι μονο πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός αλλά με οδηγεί και σε έναν Πνευματικό Πατέρα που μπορεί πραγματικά να με βοηθήσει στην απόφασή μου και να με κατηχήσει με το σωστό τρόπο.

Ο Γέροντας μάς άκουσε και τους δύο μέ πολύ αγάπη και ενδιαφέρον. Δέχτηκε να ξεκινήσουμε την κατήχηση και μόλις ένοιωθα έτοιμος και έκρινε και αυτός οτι είχε έρθει ο καιρός θα προχωρούσαμε στη βάπτιση. Επίσης μου γνώρισε όλη την πνευματική αδελφότητα που είχε σχηματιστεί απο πνευματικά του παιδιά με τα οποία κάναμε εκδρομές, πηγαίναμε βόλτες, εκκλησιαζόμασταν και πηγαίναμε στα κυρήγματα μαζί. Και ενώ στην αρχή δεν ήθελα να βιαστώ στο θέμα της βάπτισης μεχρι να περάσει λίγος καιρός και να είμαι απόλυτα βέβαιος για αυτό το βήμα στη ζωή μου, τόσο πολύ με γέμιζε η Θεία Χάρη του Θεού με την παρουσία Της και με την παρουσία των πνευματικών μου αδέλφών που άρχισα να παρακαλάω τον Γέροντα να προχωρήσουμε στο Ιερό Μυστήριο της Βάπτισης το συντομότερο δυνατόν. Τελικά αυτο πραγματοποιήθηκε την παραμονή των Χριστουγέννων του 2005 στο Σιμωνοπετρίτικο Μετόχι της Αναλήψως παρουσία πολλών πνευματικών αδελφών, αφού την προηγούμένη μέρα εξομολογήθηκα με συντριβή για πρώτη φορά ολά τα αμαρτήματα που είχα διαπράξει μέχρι εκείνη την ωρα. Ήμουν τότε 23 χρονών.

Η Βάπτιση σε μεγάλη ηλικία είναι μία πνευματική εμπειρία, ένα βίωμα που αποτυπώνεται ανεξήτηλα στην ψυχή του ανθρώπου. Νοιώθει ότι ανακαινίζονται τα πάντα μέσα του. Νους, ψυχή, καρδια, όλα καινούργια. Κάνει λογισμούς και σκέψεις τόσο αγνές και καθαρές που ποτέ δεν φανταζόταν οτι θα είχε. Νοιώθει ότι έχει ψυχή και μάλιστα είναι λευκή, καθαρή. Υπάρχουν στιγμές που την ώρα της προσευχής η ακόμα και κατά τη διάρκεια της ημέρας νοιώθει μια φλόγα και ένα θεϊκό πύρ να σιγοκάιει στο σημείο της καρδιάς του. Και όλα αυτά βέβαια είναι έργα του Αγίου Πνεύματος. Μακάριος αυτός που θα διατηρήσει την καθαρότητα που έλαβε στο Άγιο Βάπτισμα σε όλη του τη ζωή, που θα κρατήσει και θα αυξήσει αυτές τις χαρισματικές καταστάσεις. Ακόμα και το σώμα του το νοιώθει πιο ελαφρύ.

Ανυπομονούσα να βρεθώ μόνος μου σε κάποιο σημείο να κάνω προσευχή. Κάθε Θεία Λειτουργία γινόταν πανυγήρι στη ψυχη μου. Νοιώθει αγάπη κανείς για τα πάντα, όλους και όλα. Δεν προλάβαινα να ζητήσω στην προσευχή μου κάτι πνευματικό και ο Κύριος μού το πραγματοποιούσε την επόμενη μέρα. Όλα αυτά είναι δώρα του Θεού σε όλους τους ανθρώπους που αποφασίζουν συνειδητά να βαπτιστούν σε μία ώριμη ηλικία για να τους κάνει να καταλάβουν οτι η απόφαση τους ήταν η σωστή. Ότι Αυτή είναι η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή και οτι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μόνη Εκκλησια πάνω στη Γη, το Σώμα Του.

Η υπάρξη Πνευματικού Πατέρα, πνευματικού οδηγού,  είναι μια τεράστια ευλογία στη ζωή μας. Αληθινά ευτυχισμένοι αυτοί που το συνειδητοποίησαν και το βίωσαν αυτό στη ζωή τους. Η Εκκλησία μας τα έχει ορίσει όλα πολύ σοφά. Όλοι οι μεγάλοι Άγιοι της εποχής μας, Άγιος Παϊσιος, Αγιος Πορφύριος, πατήρ Σωφρόνιος τόνιζαν αυτή την παράμετρο στην πνευματική ζωή των ανθρώπων που τους επισκέπτονταν. Δύο χιλιάδες χρόνια η Εκκλησια μας εχει αποταμιεύσει πλούσια πνευματική εμπερία που μεταλαμπαδεύουν οι Πνευματικοί μας Πατέρες σε μας τα απλά μέλη της. Έχουμε υποχρέωση να ψάξουμε για έναν καλό Πνευματικό Πατέρα που δόξα τω Θεώ είναι πολλοί στις μέρες μας, να εξομολογούμαστε με καθαρότητα και ειλικρίνια τις αμαρτίες μας, αλλα και να τον συμβουλευόμαστε για τα διάφορα προβλήματα της ζωής. Όχι μόνο θα αποφεύγουμε τις παγίδες του διαβόλου αλλά θα βλέπουμε και μεγάλη ευλογία σε κάθε πράξη μας. Θα ανανεώνουμε τη Θεία Χάρη που λάβαμε στο Άγιο Βάπτισμα και θα οδεύουμε με ασφάλεια προς την αιωνιότητα και την Βασιλεία των Ουρανων.

Σαν επίλογο θέλω να αναφερθώ στους Εβραίους της Ελλάδας, γιατί έχω γνωρίσει αρκετούς από αυτούς είτε συγγενείς είτε φίλους. Οι περισσότεροι απο αυτούς είναι άνθρωποι καλής προαιρέσεως οι οποίοι όμως έχουν άγνοια στα θέματα της Πίστεως. Το γεγονός οτι ζούν σε μια Ορθόδοξη χώρα δρα ευεργετικά στη ψύχη τους, στους περισσότερους από αυτούς. Αν παραμένουν Εβραίοι το κάνουν μόνο από κάποια συνήθεια, στην παράδοση των προγόνων τους, ελάχιστοι από αυτούς γνωρίζουν τι πρεσβεύει η εβραϊκή θρησκεία, ή τα σχέδια και τις επιδιώξεις του σιωνισμού παγκοσμίως. Αν πλησιάσεται τους περισσότερους από αυτούς και με σωστό τρόπο τούς βάλετε την καλή ανυσηχία για τα πνευματικά μπορεί να γίνουν θαύματα. Σαν μαθήτες του Χριστού και συνεχιστές των Αποστόλων έχουμε ευθύνη να βοηθήσουμε όλους τους ανθρωπόυς γύρω μας, είτε είναι άλλης θρησκείας, είτε αιρετικοί είτε μακρυά απο την Εκκλησία, να τους δείξουμε αυτά που έκανε ο Χριστός σε μάς και να τους οδηγήσουμε στον δρόμο της Αλήθειας. Είναι κάτι που θα μας ζητηθεί λόγος εν ημέρα Κρίσεως.


<>







Η επιλογή ενός Εβραίου μεταξύ Προτεσταντισμού, Ρωμαιοκαθολικισμού και Ορθοδοξίας


Κάποτε ἕνας Ἑβραῖος ἀποφάσισε νὰ γίνει Χριστιανὸς καὶ θέλησε νὰ ἐξετάσει τὶς ἐκδοχὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ γιὰ νὰ ἐπιλέξει. Βρίσκει λοιπὸν ἕναν Ὀρθόδοξο, ἕναν προτεστάντη κι ἕναν παπικό. Τοὺς λέει τὶς προθέσεις του κι ἐκείνοι συμφωνοῦν νὰ τὸν “ξεναγήσουν” στὶς ἐκκλησίες τους. 

Πάει ὁ Ἑβραῖος μὲ τὸν προτεστάντη μιὰ Κυριακή, μπαίνει στὸ ναὸ καὶ βλέπει τοὺς ἀνθρώπους τακτοποιημένους μὲ τὰ καλά τους ροῦχα, ὁ καθένας στὸ κάθισμά του, μπροστὰ ἀπὸ τὸν κάθε πιστὸ μία Καινὴ Διαθήκη, ἡ χορωδία νὰ λέει τοὺς ὕμνους ἁρμονικά, τὰ πάντα νὰ λάμπουν ἀπὸ καθαριότητα καὶ μετὰ στὸ τέλος ὅλοι τοῦ φέρθηκαν εὐγενικὰ μὲ πολὺ καλοὺς τρόπους. 

Τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ συνεννοήθηκε μὲ τὸν παπικὸ νὰ πάει στὸ δικό του ναό. Μπαίνει μέσα, πλένει τὰ χέρια, ρίχνει τὸ κέρμα ν᾿ ἀνάψει τὸ λαμπάκι ἀντὶ γιὰ κερὶ καὶ κάθεται. Οὔτε ἐκεῖ ὄρθιοι, ὅλοι στὰ καθίσματά τους μὲ τάξη καὶ ἁρμονία. Ἄκουσε καὶ τὴν ἐγκύκλιο τοῦ πάπα, εἶδε καὶ τὶς φωτογραφίες του ποὺ δέσποζαν ἀκόμα καὶ ἐντὸς τοῦ ναοῦ. Πέρασε ἡ ὥρα, τέλειωσε ἡ λειτουργία, τὸν καλοδέχθηκαν, τὸν κέρασαν κι ἔφυγε. 

Τὴν τρίτη Κυριακὴ κανόνισε νὰ πάει στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μπαίνει μέσα καὶ βλέπει ἄλλους νὰ μιλᾶνε μεταξύ τους, πολλοὺς ὅρθιους γιατὶ δὲν ἔφθαναν τὰ καθίσματα, τὴν νεωκόρο νὰ μαλώνει μὲ μία κυρία γιατὶ τῆς ἔσβησε γρήγορα τὸ κερὶ ποὺ ἄναψε, ἄκουγε τὰ μωρὰ νὰ τσιρίζουν καὶ νὰ μὴν τὰ παρατηρεῖ κανείς, ὁ παπᾶς νὰ φωνάζει στὸν ψάλτη νὰ τελειώσει τὰ τεριρὲμ κλπ. Μόλις τελείωσε ἡ Λειτουργία ἄρχισαν καὶ τὰ μνημόσυνα, ὅπου ἄλλοι ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κι ἄλλοι ἔμπαιναν μὲ θόρυβο καὶ φασαρία. Ὁ Ὀρθόδοξος ἀπογοητεύτηκε ἀπὸ τὴν εἰκόνα ποὺ εἶδε ὁ προσήλυτος Ἑβραῖος. 

Τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα συναντήθηκαν ὅλοι γιὰ νὰ μάθουν τί ἀποφάσισε ὁ Ἑβραῖος. Ὅταν βρέθηκαν Ὅλοι μαζὶ τοὺς λέει: Στὴν προτεσταντικὴ ἐκκλησία εἶδα μεγάλη τάξη καὶ εὐγένεια. Στὴν παπικὴ εἶδα μεγάλη ἀφοσίωση στὸν πνευματικό σας ἀρχηγὸ καὶ τὶς ὁδηγίες του ἱερέα σας. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶδα τέτοιο μπάχαλο ποὺ δὲν τὸ περίμενα! Ὁ Ὀρθόδοξος σκυθρώπιασε ἀπογοητευμένος, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δύο ἀναθάρρησαν. Καὶ καταλήγει ὁ Ἑβραῖος: Θὰ γίνω Ὀρθόδοξος! Μὰ πῶς; Ἀναρωτιοῦνται οἱ ἄλλοι.

Ἀκοῦστε, λέει ὁ Ἑβραῖος. Τὰ δικά σας δικαιολογοῦνται μὲ τὴν τάξη ποὺ ἔχει ὁ ἕνας καὶ τὴν πειθαρχία ποὺ ἔχει ὁ ἄλλος. Τοῦτο ἐδῶ – καὶ δείχνει τὸν Ὀρθόδοξο – δὲν δικαιολογεῖται ἀλλιώς. Μὲ τέτοιο μπάχαλο, μόνο ἂν ἔχεις τὸν πραγματικὸ καὶ ἀληθινὸ Θεὸ μαζί σου διατηρεῖσαι 2000 χρόνια!





<>





π. James Bernstein, ΗΠΑ – Ο γιος του Ραβίνου που από Προτεστάντης έγινε Ιερέας της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Η συγκλονιστική ιστορία της ζωής του Εβραίου π. James Bernstein, που έπειτα από πολλές αναζητήσεις βρήκε τον δρόμο του Θεού και σήμερα είναι Κληρικός στην Ενορία του Αγίου Παύλου, κοντά στο Seattle της Washington των ΗΠΑ.

H ζωή του π. James Bernstein, ενός Ορθόδοξου Κληρικού της Μητρόπολης Βορείου Αμερικής, του Πατριαρχείου Αντιοχείας, θα μπορούσε να αποτελεί χωρίς κανέναν ενδοιασμό ιδανικό σενάριο κινηματογραφικής ταινίας.

Ο ίδιος, μεγαλωμένος στην Αμερική και γαλουχημένος με τις Εβραϊκές παραδόσεις, πέρασε από ατέλειωτα σκαμπανεβάσματα και πολλές διακυμάνσεις, ώστε, τελικά, βρήκε τις απαντήσειςσε όλα τα υπαρξιακά ερωτήματά του στην Ορθόδοξη Πίστη.

Ο πατέρας του, ο Ισαάκ, γεννήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, συγκεκριμένα το 1909, στην Αγία Γη, στην παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, όπου και ανδρώθηκε ακολουθώντας την Ιουδαϊκή θρησκεία. Μάλιστα, θέλησε να αφιερωθεί και να γίνει Ραβίνος.

Το 1941 και ενώ ήταν σε εξέλιξη ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ο ραβίνος και η σύζυγός του, μαζί με τα παιδιά τους, αποφάσισαν να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Διάλεξαν το τελευταίο πλοίο, που είχε προορισμό την Αμερική, και ταξίδεψαν μέσω της Αιγύπτου και της νότιας οδού της Αφρικής, καθώς στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό Ωκεανό καιροφυλακτούσαν πολεμικά πλοία και υποβρύχια.

Ο Arnold, όπως ήταν το όνομα του π. James, πρωτοβλέπει το φως αυτού του κόσμου στις 6 Μαΐου 1946 στο Lansing της Πολιτείας του Michigan. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μπορεί να είχε τελειώσει, αφήνοντας πίσω του εκατομμύρια νεκρούς και αναρίθμητα ανοιχτά τραύματα, ωστόσο η πίστη του πατέρα του Arnold άρχισε να κλονίζεται εξαιτίας της τραγικής μεταχείρισης που υπέστησαν οι Εβραίοι από τον Χίτλερ.

ΠΡΩΤΟΣ ΣΚΑΚΙΣΤΗΣ

Η οικογένεια μετακομίζει στο Queens της Νέας Υόρκης, σε μια μη Εβραϊκή συνοικία. Παρά τις αντιξοότητες που έχει προκαλέσει ο πόλεμος, συνεχίζουν ναπηγαίνουν στην Εβραϊκή Συναγωγή. Ο νεαρός Arnold διακρίνεται για το κοφτερό μυαλό του. Ασχολείται με το σκάκι, καταφέρνοντας να βγει πρωταθλητής σε όλη την Αμερική σε ηλικία μόλις 13 ετών.

Λίγα χρόνια αργότερα αναδεικνύεται πρώτος, τρεις στις τέσσερις χρονιές, σε πρωτάθλημα σκακιού που έγινε μεταξύ των λυκείων της Νέας Υόρκης. Εκείνη την περίοδο βιώνει μια κατάσταση που θα φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή του. Πέφτει στα χέρια του η Καινή Διαθήκη, την οποία διαβάζει και επηρεάζεται τόσο πολύ, ώστε επιθυμεί να μεταστραφεί στον προτεσταντισμό.

Πλέον, ως ευαγγελικός προτεστάντης, ζει το 1967, για έναν χρόνο, στην πατρίδα του πατέρα του, το Ισραήλ, στα σύνορα της Ιερουσαλήμ και της Βηθλεέμ, κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Εξι Ημερών. Οταν τελειώνουν οι εχθροπραξίες, μετακομίζει στην παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, στην πατρογονική εστία της οικογένειάς του, μένοντας μαζί με Αραβες χριστιανούς. Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, ο Arnold αποφασίζει να σπουδάσει οικονομικά στο Queens College του City University of New York, από όπου και παίρνει το πτυχίο του το 1970.

Η πορεία της ζωής τον βρίσκει, όχι πολύ αργότερα, στο San Francisco, όπου πήγε για να ιδρύσει μια νέα Ευαγγελική Προτεσταντική Εκκλησία. Ακριβώς εκείνη την περίοδο ασχολήθηκε ενεργά με μια πνευματική κίνηση της εποχής, που ονομαζόταν Κίνημα του Ιησού. Παραμένοντας στην Πολιτεία της California, έγινε κληρικός της Ευαγγελικής Προτεσταντικής Εκκλησίας το 1975, από την οποία αποχώρησε το 1981 μαζί με τη σύζυγό του και τα παιδιά τους, με σκοπό να βαπτιστούν Ορθόδοξοι Χριστιανοί.

Από τη δυτική ακτή των ΗΠΑ βρέθηκε και πάλι στην ανατολική πλευρά, στη μεγαλούπολη της Νέας Υόρκης, εκεί όπου μεγάλωσε. Πλέον, ήξερε ποιος ήταν και τι ήθελε να κάνει στο υπόλοιπο της ζωής του.

ΘΕΟΛΟΓΟΣ

Το 1985 αποφάσισε να φοιτήσει στο Ορθόδοξο Σεμινάριο του Αγίου Βλαδιμήρου, από όπου το 1989 έλαβε το μεταπτυχιακό του στη Θεολογία. Δεν ήταν όμως μόνον ο ίδιος που επέστρεψε στα θρανία για να εμπλουτίσει τις γνώσεις και την εμπειρία του. Η σύζυγός του Μάρθα συνέχισε τις σπουδές της, παίρνοντας και αυτή μεταπτυχιακό στη Νοσηλευτική, με την ειδικότητα της μαίας.

Ο Αμερικανοεβραίος Ορθόδοξος θεολόγος δεν επιθυμούσε μόνο να βαπτιστεί Ορθόδοξος Χριστιανός, αλλά είχε και τη ζέση να γίνει λειτουργός του Υψίστου.

ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ

Ετσι, στις 10 Ιουλίου του 1988 χειροτονήθηκε ιερέας της Μητρόπολης Βορείου Αμερικής, του Πατριαρχείου Αντιοχείας, και διακόνησε επί τρία συναπτά έτη στην Ενορία του Αγίου Αντωνίου στο New Jersey.

Εναν χρόνο αργότερα ο π. James βρέθηκε στην Πολιτεία της Washington, κοντά στα σύνορα των ΗΠΑ με τον Καναδά, όπου έως σήμερα συνεχίζει να διακονεί ως ιερέας στην Ενορία του Αγίου Παύλου, κοντά στο Seattle. Μάλιστα, με τη βαθιά εμπειρία του, τις παραινέσεις και τις νουθεσίες του συνέβαλε με πολύ ουσιαστικό τρόπο στη μεταστροφή μιας μεγάλης κοινότητας Προτεσταντών στην Ορθοδοξία!

Πηγή:


ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

<>



Ἄκτιστο Φῶς: Πρίν δέκα χρόνια, δώδεκα χρόνια γνώρισα μία ψυχή. Μία ἁγία ψυχή. Θά ποῦμε ἕνα ὄνομα γιά νά κρατήσουμε πάλι τό προσωπικό δεδομένο. Τήν λένε Φωτεινιώ... Ἤ ἐγώ τήν λέω Φωτεινιώ.
Ἡ κυρα-Φωτεινιώ ἦρθε μέ οἱκογένεια στό σπίτι τῆς μητέρας μου, ἐκεῖ πού φιλοξενούμουνα τότε, γιατί δέν εἶχα σπίτι καί εἴχανε τακτοποιήσει τότε τό χώρο —καλοσύνη της ἡ μητέρα μου— εἶχε κάνει ἕνα μικρό ἀρχονταρίκι μέ τά εἰκονίσματά μας, μέ τό καντήλι, μέ τά κεράκια μας, μέ τά ἅγια Λείψανα καί εἴχαμε ἕνα μικρό καναπέ πού μέ χωροῦσε ἐμένα.
Τόν ἀνοίγαμε καί κοιμόμουνα τό βράδυ καί τό πρωΐ τόν μαζεύαμε καί στολιζόταν καί ἦταν σάν μικρό ἀρχονταρίκι, πού μποροῦσα ἐγώ νά ἀκούσω κάποιον λογισμό ἤ κάποιος νά μέ συμβουλευτῆ ἤ νά ἀκούση μιά γνώμη, κάπως κατ᾽ ἰδίαν.
Ἦρθαν, λοιπόν, ἕνα ἀπόγευμα αὐτό τό ζευγάρι, τέσσερα ἄτομα καί ἔφεραν μαζί τους τήν κυρά Φωτεινιώ. Θά ᾽ταν ἑξηντατριό, ἑξῆντα τεσσάρων ἐτῶν. Μιά μικρόσωμη γυναῖκα ἀλλά μέ πολύ φωτεινό πρόσωπο. Καί μοῦ λέει: 
—Πάτερ μου, ἔμαθα ὅτι εἶστε ἀπ᾽ τό Σινᾶ. Καί μοῦ συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό καί ἦρθα νά ρωτήσω ἐσᾶς, γιατί φοβᾶμαι ὅτι δέν μπορῶ νά τά πῶ στόν καθένα αὐτά πού μοῦ συμβαίνουν. 
Λέω:
—Ευχαρίστως, κυρία Φωτεινή μου. Περᾶστε.
Καθίσαμε, λοιπόν, στό μικρό ἀρχονταρίκι καί ἄρχισε νά μοῦ διηγῆται ὅτι γεννήθηκε κάπου στή Στερεά Ἑλλάδα καί στά ἑφτά της χρόνια ὀρφάνεψε. Ἔπεσε δυστυχῶς σέ ἄπληστους θείους οἱ ὁποῖοι διαμέλισαν ἐν μιά νυκτί τήν περιουσία της καί τήν σφετεριστήκανε καί τήν κακομεταχειριζόντουσαν.
Αὐτή ἡ κακομοίρα, μικρή καί εὐαίσθητη, προσκολλήθηκε στή γειτόνισά της, τήν κυρά-παπαδιά ἡ ὁποία ἦταν καί αὐτή χήρα καί εἶχε τρία κορίτσια. Εὐτυχῶς, ἡ μεγάλη της εἶχε προλάβει νά πάη στήν ἀκαδημία νά γίνη δασκάλα καί ἔτσι βγάζαν τά πρός τό ζῆν. Ἀλλά ἐπειδή ἦταν νοικοκυρές, εἶχε μάθει ἡ παπαδιά καί τά ἄλλα κορίτσια καί μάθαινε καί τήν Φωτεινιώ, νά κεντᾶνε προῖκες γιά τίς πλούσιες κοπέλλες, —τότε δέν ὑπῆρχαν οἱ μηχανές καί δέν ὑπῆρχαν τά ἕτοιμα ἐνδύματα. Ἔτσι, λοιπόν, κεντοῦσαν τά μονογράμματα στά σεντόνια, στίς μαξιλαροθήκες, στίς πετσέτες καί κάναν ἄλλα κεντήματα. Καί βγάζαν τά πρός τό ζῆν.
Δίπλα μέ τήν παπαδιά πού καθόταν ὅλη τήν μέρα ἡ Φωτεινιώ ἀπ᾽ τά ἑφτά της χρόνια, τήν ἄκουγε νά προσεύχεται. Μά ἡ παπαδιά μέσα στούς Ψαλμούς πού ἔλεγε, ἔλεγε καί κάτι: 
—Φχαριστῶ Σοι. Φχαριστῶ Σοι, Κύριε. Εὐχαριστῶ Σοι, Κύριε. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ.
Τήν ἄκουγε νά τό λέη συνέχεια καί σάν πεδούλα ἡ κυρά Φωτεινιώ τή ρώτησε: 
—Θειά παπαδιά, γιατί συνέχεια λές εὐχαριστῶ; Γιατί λες, εὐχαριστῶ Σοι Κύριε;
Λέει:
—Τί νά πῶ ἄλλο παιδί μου; Μᾶς ἔδωσε τόσα ἀγαθά ὁ Θεός καί μᾶς ἔχει καλά καί μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ Τόν γνωρίζουμε. Μόνο εὐχαριστῶ μπορῶ νά τοῦ πῶ. Τίποτε ἄλλο δέν μπορῶ νά ζητήσω.
Ἔτσι, ἡ Φωτεινιώ μεγάλωσε καί ἐνστερνίστηκε αὐτή τήν εὐχή. Σάν νά μήν ἤξερε ἄλλη εὐχή καί σάν νά μήν ἤξερε ἄλλη προσευχή, ὅ,τι τῆς συνέβαινε ἔλεγε: “Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε”. Ἔμεινε μέχρι τά δεκαεφτά της χρόνια νά κοιμᾶται στούς θείους της στό σπίτι καί τό πρωΐ, πρωΐ-πρωΐ νά φεύγη καί νά πηγαίνη στῆς κυρα-παππαδιᾶς καί νά τῆς δίνη καί ἐκείνη ἕνα χαρτζιλίκι, ἔτσι ὥστε νά μήν χρεώνη τούς θείους της γιά τά δικά της ἔξοδα.
Στά δεκαεφτά της χρόνια, πῆγε μιά ἐκδρομή σ᾽ ἕνα Μοναστήρι, μαζί μέ τήν κυρα-παππαδιά καί μέ τήν ἐνορία, στήν Βόρεια Ἑλλάδα σ᾽ ἕνα γυναικεῖο Μοναστήρι καί πόθησε ἡ κακομοίρα νά γίνη μοναχή. Τῆς ἄρεσε τόσο πολύ αὐτή ἡ ζωή πού κατανενυγμένη ζήτησε νά γίνη. Ὅμως, ἔπρεπε νά ἔχη γονεῖς νά τήν ἀφήσουν, γιατί ἦταν ἀνήλικη.
Και ἔτσι γυρίζοντας βρέθηκε ἀντιμέτωπη μέ ἕνα δυσάρεστο γεγονός, ὅτι οἱ θεῖοι της γιά νά τήν ξεφορτωθοῦν τῆς εἶχαν βρεῖ ἕνα γαμπρό, ὁ ὁποῖος φυσικά δέν θά ἦταν καί σόι ἀφοῦ δέν ζήταγε προίκα. Ἔτσι, λοιπόν, σ᾽ ἕνα χρόνο, ἄρον ἄρον τήν παντρέψανε. Ἡ κακομοίρα, ὅμως, ἀντιμετώπιζε τό πρόβλημα, ὅτι αὐτός εἶχε καφενεῖο καί δυστυχῶς μάθαινε νά πίνη καί ἦταν καί ἔπινε καί ἄλλες οὐσίες ἐκεῖ στό καφενεῖο καί τά πράγματα δυσκόλεψαν.
Γέννησε, ὅμως, τοῦ χάρισε τρία παιδιά: ἕνα ἀγόρι, τόν Φάνη καί δύο κορίτσια. Δέν θυμᾶμαι τά ὁνόματά τους νά σᾶς πῶ. Ἀλλά θυμᾶμαι ὅτι εἶχε τρία παιδιά. Καί ἡ κακομοίρα προσπαθοῦσε νά τά ἀναθρέψη μέ νουθεσία Κυρίου.
Αὐτός, ὅμως, ὅποτε γύριζε ἀπ᾽ τό καφενεῖο μεθυσμένος ἤ τό παιδί τό ἕνα ἦταν ἄρρωστο ἤ γκρίνιαζε, προσπαθοῦσε νά τά μαλώση καί νά τά δείρη καί αὐτή ἡ κακομοίρα ἔβαζε τόν ἑαυτό της μπροστά καί ἔτρωγε αὐτή τό ξύλο. Ἔτσι ἐκτός ἀπ᾽ τίς βρισιές πού δεχόταν, αὐτή ἔτρωγε καί τό ξύλο, ἔτρωγε καί κανά παιδάκι ξύλο. Καί ἡ κακομοίρα πάντοτε μέ τήν εὐχή “Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε. Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε. Εὐχαριστήσομεν τῷ Κυρίῳ”. Ποτέ δέν παραπονέθηκε.
Στά τέσσερα πέντε χρόνια τοῦ γάμου της, ἐπειδή δέν πήγαινε καλά ἡ ἐπιχείρησι τοῦ ἄντρα της, τά ξαδέλφια του τοῦ εἴπανε:
—Ἔλα σέ μᾶς στήν Πρωτεύουσα τοῦ νομοῦ νά βροῦμε ἕνα καφενεῖο νά βάλουμε τό βιός μας μέ τό βιός σου νά κάνουμε ἕνα μεγάλο καφενεῖο. 
Ὄντως ἔτσι ἔγινε. Βρῆκαν καί ἕνα σπιτάκι στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ, πού εἶχε ἕνα πηγάδι καί μιά μικρή στάνη καί μποροῦσαν νά ἐπιβιώσουνε καί οἱ δυό φτωχικά καί ὄντως κάναν τό καφενεῖο μεγαλύτερο ἀλλά σιγά σιγά ὁ καφενές ἔγινε καφετέρια, ἡ καφετέρια ἔγινε καφέ-bar καί σιγά σιγά ἔγινε νυκτερινό κέντρο...
Μέ πεταλουδίτσες, μέ διάφορα τυχερά παιγνίδια. Γυρνοῦσε ἀργά ὁ Ἀνέστης, δέν τοῦ ἄρεσε πιά ἡ κυρά Φωτεινιώ, φώναζε, τήν ἔλεγε “μούχλα”, τήν ἔλεγε “πανούκλα”, τήν ἔλεγε “χολέρα”. Τήν ἔβριζε, τήν ταπείνωνε. Ἐκείνη πάντοτε μέ ταπείνωση καί πολύ καρτερία ἔλεγε: “Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε. Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε”.
Δεκαοχτώ χρόνια πέρασε αὐτό τό μαρτύριο. Δέν τήν ἀφήναν νά πάη στήν ἐκκλησία καί μοῦ ἔλεγε μέ δάκρυα:
—Παίρναν, παππᾶ μου, τά παπούτσια μου καί τά ρίχναν στό πηγάδι ἤ τά ρίχναν στή κοπριά γιά νά μήν μπορῶ νά πάω. Πῶς θά πάω; Ξυπόλητη; Καί τά ἔβγαζα, τά ἔπλενα καί μετά τά φοροῦσα. 
Καί λέω:
—Τόν χειμῶνα, κυρά Φωτεινιώ; Βρεμένα τά φοροῦσες;
—Ὄχι, λέει, τά ἄλειφα καί μέ λίγο λάδι νά μήν μέ λέη ἡ γειτονιά ἀνοικοκύρευτη. Καί πήγαινα στήν ἐκκλησία καί δέν μέ ἔνοιαζε.
Ἔτσι, λοιπόν, μετά ἀπό δεκαοχτώ χρόνια δύσκολης ζωῆς, μιά μέρα ἦταν Καθαρά Δευτέρα, εἶχε ἔρθει ὁ κυρ-Ἀνέστης ἀπό βραδίς στό σπίτι, κατά τίς τέσσερεις τό πρωΐ τά χαράματα καί κοιμόταν, ἐκείνη ἑτοιμασε τό πρωΐ τά καλαθάκια γιά τά παιδιά της, τά μπουγαλάκια τους μέ τά νηστίσιμά τους γιά νά πᾶνε νά γιορτάσουν τά κούλουμα ἔξω στήν ὕπαιθρο, σηκώνεται μπουρινιασμένος ὁ κυρ-Ἀνέστης καί λέει:
—Φάνη σήκω. Καί ἑτοιμασε τήν ψησταριά, γιατί θά βάλουμε νά ψήσουμε κρέας καί νά χορτάσουμε. Σήμερα κάλεσα τά παιδιά πού εἶναι κλειστή ἡ ταβέρνα νά πιοῦμε καί νά φᾶμε ὅλοι μαζί.
Καί τόλμησε ἡ κακομοίρα ἡ κυρά Φωτεινιώ νά πῆ:
—Βρέ Ἀνέστη μου, σήμερα εἶναι Καθαρά Δευτέρα. Οἱ Χριστιανοί ὅλοι νηστεύουν καί τιμᾶνε τήν ἀρχή τῆς Σαρακοστῆς, πού στήν Μ. Ἑβδομάδα ὁ Χριστός μας σταυρώθηκε γιά τή Σωτηρία μας. Τί θά κάνουμε; Σάν τούς Ἑβραίους νά φᾶμε Καθαρά Δευτέρα κρέας; 
—Ρέ, ἐσύ θά μέ πῆς, πανούκλα, Ἑβραῖο, ἐσύ θά μέ πῆς...
Καί ἐκεῖ πού ἄρχισε νά τῆς φωνάζει καί νά τήν βρίζη, πέταγε τά πράγματα ἀπ᾽ τό σαλόνι του στό σπίτι του, ἔσπαγε τά πράγματα καί ὅπως πηγαίνει νά τήν χτυπήση... τόν ἐπισκέπτεται ὁ Κύριος ἐν βραχίονι ὑψηλό καί πέφτει κατάχλωμος κάτω.
Ἄρχισε νά τρέμη, μαζευτῆκαν τά παιδιά, ἄρχισε ὁ γυιός νά φωνάζη στήν μάνα τοῦ:
—Ἐσύ φταῖς ρέ μάνα γιατί τόν σκότωσες τόν πατέρα μας. Τί τοῦ ἔκανες; 
Ἦταν κατάστασι τραγική. Ἦταν καί τεράστιος ὁ κυρ-Ἀνέστης. Ἦρθαν οἱ γείτονες. Τόν βάλαν στό κρεββάτι καί ὅταν ἦρθε ὁ γιατρός τό μόνο πού διαπίστωσε ἦταν ὅτι, δυστυχῶς, εἶχε ὑποστῆ ἡμιπληγία, εἶχε ἀγγιχτῆ τό κέντρο τῆς ὁμιλίας του, εἶχε στραβώσει τό στόμα του καί τό δεξί του χέρι καί τό δεξί του πόδι εἶχαν παραλύσει.
Ὀκτώμισι χρόνια τόν διακονοῦσε μέ ὑπομονή, χωρίς νά λέη τίποτε παρά μόνο: “Εὐχαριστήσομεν τῷ Κυρίῳ”. Τά παιδιά της τήν βασάνιζαν, τήν γιουχάρανε, τήν κοροιδεύανε, τῆς κάναν τά ἴδια, ἐκείνη ὑπέμενε λέγοντας πάντοτε: “Εὐχαριστήσομεν τῷ Κυρίῳ”. Μούγκριζε καμμιά φορά ὁ κυρ-Ἀνέστης. 
Λέω: 
—Πῶς τά κατάφερνες κυρά Φωτεινιώ; 
—Τί νά ‘κανα;, λέει, πάτερ μου. Στήν ἀρχή δέν καταλάβαινα. Κι ὅταν πήγα μιά φορά κοντά του, τότε μέ τό ἀριστερό του χέρι, πού ἦταν τό μόνο γερό, μοῦ ἔπιασε τήν κοτσίδα καί μέ κοπάναγε. Καί δέν μέ ἄφησε πάρα μόνο μετά ἀπό μισή ὥρα, ὅταν κουράστηκε τό χέρι του. Τότε μόνο ἡσύχασε.
—Καί τό ἔκανες αὐτό συχνά κυρά Φωτεινιώ; 
—Αἴ, δόξα τῳ Θεῷ. Ὄχι πολύ συχνά. Κανά δυό φορές τήν ἑβδομάδα. Λίγο νά ξεκουράζεται. Γιατί ὁ καημένος ἔχει ἄγχος. 
Καί δέν τόν κατέκρινε. Δόξα τῷ Θεῷ, ἔλεγε. Καί τῆς τραβοῦσε τά μαλλιά μόνο δυό φορές τήν ἑβδομάδα. Τέλος πάντων.
Μιά Παραμονή τῶν Θεοφανείων μετά τά ὁκτώμισι χρόνια, ἦταν οἱ Μεγάλες Ὧρες. Καί ἀφοῦ ἡ κακομοίρα πῆρε τόν ἁγιασμό πῆγε σπίτι της γρήγορα γρήγορα νά εὐπρεπίση τό σπίτι της, νά ἑτοιμάση τό καντήλι της, νά θυμιάση γιατί θά περνοῦσε ὁ παπα-Βασίλης νά ἁγιάσει τό σπίτι. Καί ὄντως πέρασε ὁ παπα-Βασίλης. Καί ἅγιασε τό σπίτι. Καί ἤθελε-δέν ἤθελε ὁ κυρ-Ἀνέστης τόν διάβασε μιά εὐχή, μουγκρίζοντας ὁ κυρ-Ἀνέστης γιατί δέν ἀγαποῦσε τούς παπάδες, ἀλλά δέν μποροῦσε νά κάνη καί ἀλλιῶς, πού νά πάη νά σηκωθῆ ἀφοῦ ἦταν παράλυτος; Τόν διάβασε ὁ παπᾶς ὅμως καί ἔφυγε.
Στό κατόπι ὅμως τοῦ παπα-Βασίλη, ἔρχεται ὁ Θεοφάνης. Ὁ Φάνης. Ὁ γυιός. Καί ἀρχίζει καί φωνάζει:
—Τί βρωμοκοπάει ἐδῶ σάν τά νεκροταφεῖα; Καί ἐσεῖς καί τά νεκροταφεῖα σας. Ἄντε πάλι, μούχλα, ἐσύ. Πάλι θύμιασες; Καί μέ τά θυμιατά σου τί βρήκαμε; Νά, πίσω πᾶμε. Καί τί ὠφεληθήκαμε ἐμεῖς μέ τά θυμιατά σου; 
Καί μέ τά νεῦρα του, πετάει τό καντήλι, πετάει τίς εἰκόνες, ρίχνει τά κεριά καί βγαίνει ἡ κακομοίρα ἔξω γιά νά δῆ τί γίνεται στό σαλόνι ἀπ᾽ τήν κουζίνα, γιατί εἶχε ἀνοίξει φύλλο καί ἑτοίμαζε πίτες, γιατί θά ‘ρχόντουσαν τήν ἄλλη μέρα νά τήν εὐχηθοῦν καί ἐκείνη καί τό γυιό της καί νά μήν τήν δοῦν ἀνοικοκύρευτη καί ἐκεῖ στά νεῦρα του παίρνει τόν πλάστη ἀπ᾽ τά χέρια της καί τῆς τόν κοπανάει στό κεφάλι.
Ἡ κακομοίρα ἀπ᾽ τόν πόνο λιποθύμισε καί ἔπεσε κάτω. Καί ἦρθαν οἱ γειτόνισσες νά τήν συνεφέρουν, τῆς βάλαν καί μιά σακούλα μέ πάγο στό κεφάλι καί ὅταν συνῆλθε σέ καμμιά ὥρα καί εἶδε τόν ἑαυτό της στόν καθρέφτη, τρόμαξε. Εἶχε ἕνα καρούμπαλο τόσο μεγάλο σάν ἀβγό στό μέτωπό της. Καί εἶχε ἀρχίσει νά μελανιάζη ὅλη ἡ δεξιά πλευρά.
—Πάτερ μου, στεναχωρήθηκα. Πῶς θά πάω στήν ἐκκλησία μέ τό καρούμπαλο; Πῶς θά πάω μελανιασμένη; Τί θά λέη ἡ γειτονιά γιά τά παιδιά; Καλά ὁ ἄντρας σου. Ἀλλά τά παιδιά; Θά μέ κουτσομπολεύουν καί θά στεναχωριοῦνται.
—Τί ἔκανες, καλέ κυρά Φωτεινιώ;
—Ἔβαλα ὅλη τή νύχτα κομπρέσα, παπᾶ μου καί εἶπα τό πρωΐ νά πῶ στήν κόρη μου νά μοῦ δώση λίγο ἀπό ἔκεῖνες τίς ποῦδρες πού βάζουνε νά καλύψω τό μελάνιασμα. Ἀλλά μέ τό καρούμπαλο, τί θά ἔκανα; Σκέφτηκα, λέει, νά βάλω ἕνα φακιόλι, ἕνα μαντήλι καί νά κάνω ἔτσι ὅπως κάνουν οἱ εὐσεβεῖς καί νά πάω στή ἄκρη. Νά μήν πάω στήν θέσι πού πήγαινα στήν ἐκκλησία.
—Καί τό ‘κανες, κυρά Φωτεινιώ; 
Λέει:
—Ναί. Σηκώθηκα πρωΐ πρωί.
Σηκώθηκε ἡ κακομοίρα, τακτοποίησε τό σπίτι της, ἄλλαξε τόν κυρ-Ἀνέστη, τόν ξύρισε, τόν ἔπλυνε, τόν ἑτοίμασε, ἄναψε τό καντήλι της, θύμιασε καί ἔφυγε τροχάδι γιά τήν ἐκκλησία. 
—Μά σάν μπῆκα, λέει, παπᾶ μου μέσ᾽ στήν ἐκκλησία, ἕνα οὐράνιο Φῶς εἶδα μέσ᾽ στήν ἐκκλησία. Ἕνα Φῶς πού ἔφεγγε καί τά πολυέλαια ἦταν σβηστά. 
Λέω:
—Καί τί χρῶμα εἶχε αὐτό τό Φῶς, κυρά Φωτεινιώ; 
—Λευκογάλαζο, παπᾶ μου. Ἄστραφτε τό Φῶς. Κι ἐγώ, παρόλο πού ἔκανε κρύο ἔξω τσουχτερό αἰσθανόμουνα μιά θερμότητα. Μιά θερμότητα καί μιά δροσιά. Καί ἡ καρδιά μοῦ ἄνοιγε. Καί ἔλεγα: “Εὐχαριστῶ Σοι, Κύριε”. Πῆγα λοιπόν στή ἀκριανή πόρτα πού εἶναι στά ἀριστερά, κεῖ πού κάθονται οἱ γυναῖκες γιά νά μπορῶ νά ἀτενίσω τόν Παντοκράτορα, νά χαίρομαι, νά παρηγοριέμαι. Καί ὅσο προχωροῦσε ἡ Λειτουργία τόσο αὐτό τό Φῶς αὔξαινε. Καί ὄχι μόνο αὔξαινε, παπᾶ μου, ἀλλά ἔπεφτε καί μιά χρυσόσκονη καί ἄστραφτε ὄλο αὐτό τό Φῶς, σάν νά εἶχε χιλιάδες μυριάδες ἀστέρια. Καί σάν κοιτάω τόν Παντοκράτορα, τί νά δῶ παπᾶ μου; Εἶχε... Ἔβγαινε αὐτό τό Φῶς ἀπ᾽ τό Φωτοστέφανο τοῦ Χριστοῦ μας, ἀπ᾽ τό Πρόσωπό Του, τά Χεράκια Του, τό ἅγιο Εὐαγγέλιο... καί κάλυπτε τόν κόσμο. Καί ὅσοι ἦταν στήν ἐκκλησία, ἄλλους τούς ἔλουζε τό Φῶς καί ἔμπαινε μέσα τους τό Φῶς καί γινόντουσαν ὅλοι μιά λαμπάδα. Φωτεινή. Γαλαζόασπρη. στούς ἄλλους δέν ἔμπαινε μέσα τους τό Φῶς, ὅμως, τούς θώπευε.
Και τήν ρώτησα:
—Ἦρθε καί σέ σένα τό Φῶς; Ἦρθε στή γωνιά σου, στήν γωνίτσα σου τό Φῶς;
—A! Ἄμ, καλοῆρθε παπᾶ μου. Ἦρθε.
—Πῶς τό αἰσθάνθηκες, κυρά Φωτεινή;
—Σάν ἕνα Χέρι πού μέ θώπευε. Μέ ἄγγιζε ἀπ᾽ τό μέτωπο, μέ χάιδευε στούς ὤμους, στά μπράτσα καί στίς παλάμες. Καί μετά μέ πήγαινε ἀριστερά. Καί τό ἴδιο πράγμα. Καί ἄνοιξε ἡ καρδιά μου παπᾶ μου καί ἄρχισαν νά τρέχουν τά δάκρυά μου μετά. Καί ὄχι μόνο αὐτό. Ἀλλά τό Χέρι αὐτό μοῦ ἐπούλωσε τίς πληγές, μού ἔκλεισε τίς πληγές ὅλες. Τριανταπέντε χρόνια πληγές πού εἶχα. Τά βρισίδια, τούς ξυλοδαρμούς, τούς βιασμούς, τό ξύλο, τήν ταπείνωσι... ὅλα μοῦ τά ἐπούλωσε ὁ Χριστός. Τίποτε δέν αἰσθανόμουνα. Αἰσθανόμουνα μιά ἀπέραντη εὐφορία. Ἀλλά καί κάτι ἄλλο, παπᾶ μου. Μέ κλειστά τά μάτια, ἔβλεπα τά γινούμενα στή Λειτουργία. Ἔβλεπα τά πάντα. Ἔβλεπα τήν Μεγάλη Εἴσοδο, εἶδα τούς Πατέρες, εἶδα τή Λειτουργία ὅλη. Τήν ἔζησα στόν Παράδεισο... Ξαφνικά, ὅμως, εἶδα τίς γυναῖκες νά ἀρχίσουν νά κινοῦνται καί κατάλαβα ὅτι πᾶμε γιά νά κοινωνήσουμε. Ἦρθε ἡ ὥρα τῆς Θ. Κοινωνίας. Ἑτοιμάστηκα. Καί ὅπως κοίταζα νά δῶ τό τσεμπέρι μου, τί νά δῶ; Τό Χέρι μοῦ εἶχε κάνει καλά καί τό καρούμπαλο! Δέν εἶχα οὔτε καρούμπαλο! Εἶχε φύγει τό καρούμπαλο. Καί μέ μεγάλη χαρά ὅτι δέν θά ἐκτεθῶ στήν γειτονιά, στάθηκα στή σειρά. Ἀλλά εἶπα νά δῶ, κι ἔτσι δεξιά νά δῶ, ποιός κοινωνάει; Ὁ παπά-Βασίλης πού ἦρθε καί μᾶς ἅγιασε ἤ ὁ παπα-Γιάννης; Καί ξαφνικά, παπᾶ μου... Οὔτε ὁ παπα-Βασίλης ἤτανε. Οὔτε ὁ παπα-Γιάννης. Ἕνας Δεσπότης... Μά τί Δεσπότης... Τί χρυσά ἄμφια φοροῦσε! Τί διαμάντια καί μπριλάντια εἶχαν πάνω τά ροῦχα Του! Ἄστραφτε ὁλόκληρος! Καί φοροῦσε μιά Κορῶνα... Ὄχι σάν αὐτές τῶν Δεσποτάδων. Μιά Βασιλική Κορῶνα. Πού ἄστραφταν χιλιάδες τά μπριλάντια καί τά διαμάντια. Καί πάνω στήν Κορῶνα του εἶχε Ἀγγέλους. Μά καί δίπλα Του εἶχε δύο Παραστάτες Ἀγγέλους πού κρατοῦσαν τό Μάκτρο. Με ἔπιασε τρόμος. Τά Χέρια Του, τό Πρόσωπό Του, ἔφεγγαν σάν τόν ἥλιο. Καί κρατοῦσε μιά χρυσή λαβίδα. Ἀλλά δέν εἶχε μέσα τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶχε ἕνα κάρβουνο ἀναμμένο. Καί ἡ δόλια, λέω, ἡ κακομοίρα, τί θά κάνω; Πῶς θά κοινωνήσω τό κάρβουνο; Φαίνεται τέτοια Τυπικά ἔχουν σήμερα. Ἄλλος Δεσπότης ἦρθε καί ἄλλες συνήθειες ἔχουν. Καί τί νά κάνω ἐγώ; Καί πῶς θά καῶ; Καί θά βάλω τίς Φωνές στόν κόσμο;
—Καί τί ἔκανες, βρέ κυρά Φωτεινιώ; Δέν κοινώνησες;
—Ὄχι, λέει. Προφασίστηκα εὐγένεια. Καί πῆγα στήν ἄκρη καί ἔλεγα: “Περᾶστε. Περᾶστε καί ἐσεῖς”. Αἴ, περάσανε καμμιά εἰκοσιπενταριά πού ἦταν στήν οὐρά... Μετά δέν εἶχε ἄλλο “περάστε”. Ἔπρεπε νά μπῶ ἐγώ στή σειρά.
—Τι ἔκανες, κυρά Φωτεινιώ;
—Τι ἔκανα λέει; Πλησίασα καί κοιτάζοντας χαμηλά μήν μπορῶντας νά δῶ τό Πρόσωπο τοῦ Δεσπότη, ἀκόμα καί τά παπούτσια του παπᾶ μου χρυσά ἤτανε. Καί οἱ Ἄγγελοι δίπλα Του σάν νά μήν πατοῦσαν στή γῆ. Καί εἶπα: “Χριστέ μου, εὐχαριστώ Σοι. Ἄντε, γιά τήν ἀγάπη Σου. Ἄς εἶσαι Ἐσύ καί ἄς καῶ. Ἐσύ νά εἶσαι καί ἄς καῶ. Κι ἐγώ θά κοινωνήσω. Ἔκλεισα τά μάτια μου, ἔβαλα τό Μάκτρο (κόκκινο ὕφασμα πού κρατᾶμε κάτω ἀπ᾽ τό στόμα μας κατά τήν Θ. Μετάληψι) κάτω ἀπ᾽ τό στόμα μου καί ἄνοιξα τό στόμα μου.
—Κοινώνησες, κυρά Φωτεινιώ;
—Κοινώνησα παπά μου.
—Κάηκες κυρά Φωτεινιώ;
—Ὄχι, παπᾶ μου. Δροσίστηκε ἡ ψυχή μου. Ἄνοιξε ἡ καρδιά μου. Καί ἄρχισα νά λέω ἀπ᾽ τήν καρδιά μου: “Εὐχαριστῶ Σοι, Κύριε. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Σέ εὐχαριστῶ Σοι Κύριε”. Καί ἄρχισα φαίνεται νά τό λέω δυνατά καί ξαφνικά ἀκούω τή φωνή τοῦ παπα-Βασίλη νά μοῦ λέει: “Κυρά Φωτεινιώ, εἶσαι καλά;” καί ἀνοίγω τά μάτια μου καί βρίσκομαι μπροστά στόν παπά-Βασίλη πού κρατοῦσε τό ἅγιο Ποτήριο καί σκέπαζε μέ τό Μάκτρο. Και λέω: “Παναγία μου, θά ρεζιλευτώ”... Καί πῆγα στήν ἄκρη καί σκεφτόμουνα: “Ὅλα αὐτά πού εἶδα, παπᾶ μου, ἦταν ἀληθινά; Λές νά ‘ταν φαντασία; Μά εἶδα τόν Δεσπότη, εἶδα τούς Ἀγγέλους, εἶδα τόσα πράγματα, κοινώνησα, εἶμαι τρελλή;”. Μόλις τελείωσε ὁ ἁγιασμός καί πῆγα σπίτι μου, μπῆκα ἀμέσως στήν ἀποθηκούλα νά ἀλλάξω τά ροῦχα μου, γιά νά βάλω τά ροῦχα τοῦ σπιτιοῦ καί νά βάλω τήν ποδιά μου νά ἑτοιμάσω τό φαγητό. Καί σάν ντύθηκα, κάτι μοῦ μύριζε τό σπίτι. Καί μπαίνω μέσα στό σαλόνι καί τί νά δῶ; Ἡ μικρή μου θυγατέρα κρατοῦσε ἕνα θυμιατό καί θύμιαζε τίς εἰκόνες. Στή θέσι τους οἱ εἰκόνες, εὐπρεπισμένο τό καντηλάκι μου, ἀναμένα τά κεράκια μου καί δίπλα στήν Παναγία ἕνα μικρό μπουκέτο λουλούδια. Καί μοῦ λέει ἡ κόρη μου: “Χρόνια πολλά, μάνα. Σήμερα μεγάλη ἡμέρα. Εἴπαμε νά θυμιάσουμε, μιᾶς καί σοῦ ἀρέσει νά θυμιάζης τό σπίτι. Ἀλήθεια, μᾶς ἔφερες ἀντίδωρο;” κι ἐγώ ἔμεινα... Καί σκεφτόμουν: “τριανταεφτά χρόνια σέ αὐτό τό σπίτι δέν μοῦ ζητήσανε ποτέ ἀντίδωρο”. Καί ἀπαντοῦσα στήν κόρη μου: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”! Κι ἔρχεται καί ὁ γυιός μου ἀπ᾽ τό κατόπι μου στό πλάι καί σκύβει ταπεινά καί μοῦ φυλάει τό χέρι καί μοῦ λέει: “Συχώρα μέ μάνα. Συχώρα με” καί ἐγώ ἀπαντοῦσα: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”. Καί ἀκούω τόν Ἀνέστη νά μοῦ φωνάζη καί μπαίνω βιαστική νά δῶ μήπως ἤθελε κάτι καί τόν βλέπω καθήμενο στό κρεββάτι του καί μοῦ ἔκανε σινιάλο μέ τό ἀριστερό του χέρι. Καί σάν τόν εἶδα εἶχε μιά ἱλαρότητα τό πρόσωπό του καί μιά γλυκύτητα τά μάτια του. Καί τοῦ δίνω τό χέρι μου, νομίζοντας θέλει νά καθίση καί αὐτός ἀρχίζει καί μοῦ τό φιλοῦσε. Μέσα καί ἔξω, παπᾶ μου μοῦ τό φιλοῦσε κλαίγοντας καί μοῦ ‘λεγε μέ τό μισό του στόμα: “Συγχώρα με, Φωτεινιώ. Συγχώρα με νά χαρῆς”. Καί ἔρχεται πίσω τό παιδί... Καί ἐγώ ἀπαντοῦσα: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ” καί ἔρχεται τό παιδί μου πάλι καί μέ φιλάει στό μέτωπο ἐκεῖ πού ἦταν τό καρούμπαλο καί μοῦ λέει: “Συχώρα με, μάνα. Δέν θά τό ξανακάνω. Τήν εὐχή σου νά χω, μάνα”. Κι ἐγώ ἀπαντοῦσα: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”!
Κι ἐδῶ σταμάτησε ἡ διήγησι τῆς κυρά Φωτεινιῶς. Γιά εἴκοσι λεφτά πλάνταξε στό κλάμμα. Κι ἀφοῦ συνῆλθε μέ ρώτησε μέ μιά παιδική ἁπλότητα, σάν μικρό κοριτσάκι ἔνοχο: 
—Πάτερ μου, εἶμαι κουζουλή; Τρελλάθηκα; Λές νά μέ κλείσουν στό Δρομοκαΐτειο; Λές νά εἶμαι γιά δέσιμο καί εἶδα τόσες φαντασίες; Λές νά εἶμαι τρελλή; Τί θά πῆς, Πάτερ; Τί γνώμη ἔχεις; Εἶμαι κουζουλή; Κουζουλάθηκα; 
Κι ἐγώ ἀπάντησα: 
—“Ευχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν γιά τήν ὕπαρξί σου, κυρά Φωτεινιώ, τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”!
Ἡ κυρά Φωτεινιώ δέν ἦταν ὁ Ἅγ. Χρυσόστομος, οὔτε ὁ Ἅγ. Νείλος, οὔτε ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, οὔτε ὁ Μέγας Παϊσιος. Ἦταν μιά ψυχή σάν κι ἐσᾶς, σάν κι ἐμᾶς. Ἁπλῶς ἔμαθε καλά στήν καρδιά της νά λέη: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ” καί ὁ Θεός τήν πλήρωσε πλουσιοπάροχα.
Θά σᾶς πῶ καί τήν ἔκβασι γιατί ξέρω πώς θά χαρῆτε. Σήμερα, χήρα πιά ἡ κυρά Φωτεινιώ, εἶναι Μοναχή καί πηγαίνουν τά παιδιά της καί τῆς φιλοῦν τό χέρι καί τό μέτωπο... Καί ἐκείνη κάθεται ἐκεῖ καί ἀφουγκράζεται καί θυμᾶται τό Δεσπότη Χριστό, πού τήν κοινώνησε μέ τήν χρυσή Λαβίδα τό Τίμιο Φρικτό Σῶμα καί Αἷμα Του.
Εἴθε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ νά λαβώση τήν καρδιά μας μέ τήν ἄπειρη ἀγάπη του καί νά μᾶς διδάξη ἀπ᾽ τά κατάβαθα, τά τρίσβαθα τῆς καρδιᾶς μας, ἀναβαθμίζοντας τή δική μας παιδική προσευχή σέ εὐχαριστηριακή, νά λέμε κι ἐμεῖς, δίνοντας τό μπόλι τῆς καρδίας καί τοῦ σώματος: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ, πάντων ἔνεκεν”.


<>






Ένας ιερέας πήγε στο σούπερ μάρκετ.

Όταν άπλωσε τα ψώνια στο ταμείο, άκουσε πίσω του ένα λογο με το εξής περιεχόμενο: «Ω, κοίτα, ο παπάς έχει κερδίσει τόσα πολλά για τον εαυτό του... Διδάσκει τον κόσμο για τη φτώχεια, αλλά έχει κερδίσει για τον εαυτό του. για να υπερφάει!Τι κοιλιά έχει φάει...».

Ήταν η φωνή μιας 50χρονης γυναίκας που δεν ηρέμησε και αποφάσισε να περάσει στην επίθεση:

- Λοιπόν, πήρες λίγα για τον εαυτό σου; - ρώτησε σαρκαστικά η γυναίκα.

«Λοιπόν, τά πήρα», απάντησε ο ιερέας.

- Μάλλον για ένα μηνα;

- Όχι, αγαπητή γυναίκα, νομίζω ότι μπορώ να το φάω σε δύο μέρες.

- Ναι, είναι ξεκάθαρο από την κοιλιά σου ότι σίγουρα μπορείς να το διαχειριστείς!

- Σωστά προσέξατε, η κοιλιά μου είναι η καταδίκη μου. Δεν μπορώ παρά να σκεφτώ το φαγητό.

- Και βάζω και τυρί και ζαμπόν στο καρότσι μου, λίγο πιο γρήγορα!

- Λοιπόν, καλά, υπάρχει μια τέτοια αμαρτία.

- Σωστά αυτά που λένε για σένα... Και κυκλοφορείς και με Merceds!

- Υπάρχει ένα πρόβλημα με αυτό... Έχω ήδη ένα Merc, αλλά θέλω κάτι πιο σοβαρό. Ονειρεύομαι μια Cadillac, αλλά όλα πάνε προς το φαγητό, γιατί πρέπει να ταΐσω την κοιλιά μου...

- Ουάου, ούα! Εντάξει, τουλάχιστον το παραδέχεσαι! Ονειρεύεται το «KoniAk»! Είναι δυνατόν να μην μπορείτε να ζήσετε χωρίς να πιείτε;

- Λοιπόν, τι θα μπορούσαμε να κάνουμε χωρίς αυτό; Τώρα θα βγάλω το ράσο μου και θα τρέξω στον πάγκο για μπύρα για να μην με δει κανείς.

- Ναι... Ούτε ντροπή, ούτε συνείδηση! Αυτό ακριβώς λένε για σένα!

- Ακριβώς, αλλά όχι ακριβώς. Αν ήξεραν καλύτερα, θα έλεγαν ακόμα χειρότερα.

- Χα! Και γενικά, μετά από αυτό, γιατί να ονομάσω τις αμαρτίες μου μπροστά σε ανθρώπους σαν εσένα;

«Όχι, δεν πρέπει, μην ανησυχείς», απάντησε ήρεμα ο ιερέας, βάζοντας τα πράγματα σε σακούλες.

Και τότε η γυναίκα σώπασε. Αν και το πρόσωπό της δεν άλλαξε, ήταν ξεκάθαρο ότι είχε μιλήσει πλήρως και είχε λάβει κάποια ικανοποίηση. Ξαφνικά επικράτησε μια ηρεμία. Και τότε ο ιερέας πήγε στην επίθεση.

- Εσύ, σαν μητέρα, νιώθεις καλύτερα;

Όμως η γυναίκα δεν απάντησε. Στην πραγματικότητα ένιωθε καλύτερα σε κάποιο βαθμό, αλλά φοβόταν να το παραδεχτεί δυνατά. Όπως είπε αργότερα αυτή η γυναίκα, εκείνη τη στιγμή, προς έκπληξή της, ανακάλυψε ένα άγνωστο μέχρι τώρα πράγμα: αποδεικνύεται ότι ακόμη και από έναν ιερέα που τρώει υπερβολικά και οδηγεί μια Mercedes, μπορείς να πάρεις παρηγοριά!

Όμως η ανακούφιση δεν κράτησε πολύ. Όταν αυτή η ωραία γυναίκα έφυγε από το κατάστημα, είδε με έκπληξη ότι ο ιερέας περπατούσε προς το VAZ 2104 Mercedes του με άδεια χέρια.

Στην αρχή δεν κατάλαβε ποιο ήταν το κόλπο, γιατί ο ιερέας έφευγε από το σούπερ μάρκετ με τέσσερις σακούλες. Όμως, κοιτάζοντας πίσω, είδε τέσσερις άστεγους να εξετάζουν χαρούμενα το περιεχόμενο των πακέτων που είχαν στα χέρια τους...

Εδώ, η «παρηγοριά» της αναζήτησης της αλήθειας της 50χρονης καταπατήθηκε από ένα ακατανόητο και σχεδόν ξεχασμένο συναίσθημα που ξέσπασε από κάπου στο υπόγειο της ψυχής της.

Η γυναίκα πάγωσε, κοιτάζοντας τα χαρούμενα πρόσωπα των αστέγων. Μέσα της συναντήθηκαν ταυτόχρονα αντικρουόμενα συναισθήματα ενοχής, παρεξήγησης, χαράς και αυτομαρτυρίας, που μαζί έγιναν ο πρόδρομος της μετάνοιας του αναζητητή της αλήθειας.

Και εκείνη τη στιγμή, η γυναίκα έκανε μια άλλη ανακάλυψη για τον εαυτό της: η αληθινή παρηγοριά, σε αντίθεση με την ικανοποίηση με την κατάκριση των άλλων, γεννά δάκρυα μετάνοιας και αγγίζει την καρδιά.

...Πέρασαν ήδη 7 χρόνια.

Και τώρα ο ιερέας της ενορίας, ο πατέρας Βίκτορ, και η  Βαλεντίνα Τιμοφέβνα, θυμούνται με χαμόγελο την ιστορία της γνωριμίας τους στο σούπερ μάρκετ.

Άνθρωποι, να είστε ελεήμονες.


<>








«Κάποια ἡμέρα [ὁ ὅσιος Γέροντας Ἰάκωβος Βαλοδῆμος] ἐπέστρεφε ἀπ᾽ τό χωριό Σουδενά, πού λειτουργοῦσε, στό Μοναστηράκι του, πού ἀπεῖχε δύο ὧρες περίπου. Στόν ἐρημικό ἐκεῖνο δρόμο βαδίζοντας προσευχόταν νοερῶς, ὅπως συνήθιζε πάντοτε. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός κατώρθωνε νά ἔχη σέ ἐφαρμογή τό “ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε”.
Ἐντωμεταξύ ἄνδρες τοῦ ἐθνικοῦ στρατοῦ ναρκοθέτησαν ἕνα σημεῖο τοῦ δρόμου. Κατέλαβαν ἀκολούθως τό ὕψωμα καί παρακολουθοῦσαν, μήπως περάση κανείς συμμορίτης. Ξαφνικά βλέπουν νά ξεπροβάλη ἀνύποπτος ὁ π. Ἰάκωβος στό ναρκοθετημένο σημεῖο τοῦ δρόμου. Μπήχνουν τίς φωνές γιά νά τόν προλάβουν:
—Παππούλη... Παππούλη...
Ἀλλά ὥσπου νά ἀκούση ὁ π. Ἰακωβος  —ἦταν ἄλλωστε προσηλωμένος στήν προσευχή— τήν πάτησε τή νάρκη. Ἐξερράγη μέ δαιμονιώδη κρότο. Ἐβούϊξαν οἱ πλαγιές  καί τά φαράγγια καί σύννεφα κονιορτοῦ σηκώθηκαν. Λές καί ἐξερράγη κάποια ἀπ᾽ τίς φιάλες τῆς Ἀποκαλύψεως.
—Πάει ὁ φουκαράς ὀ Παππούλης, λένε οἱ στρατιώτες καί τρέχουν στόν τόπο τοῦ δυστυχήματος. 
Καί τί βλέπουν; Τρίβουν τά μάτια τους. Δέν μποροῦν νά τό πιστέψουν. Βλέπουν τόν π. Ἰάκωβο ἄσπρο ἀπ᾽ τή σκόνη σάν μυλωνά, νά τινάζη τά ράσα του, χωρίς νά ἔχη πάθη τίποτε καθοκληρία. Δέν μποροῦν νά συνέλθουν ἀπ᾽ τήν ἔκπληξί τους. 
—Καί δέν ἔπαθες, Παππούλη τίποτε!, ρωτοῦν μέ θαυμασμό.
—Πῶς νά πάθω, παιδιά μου; Ἀφήνει ὁ Θεός νά πάθουμε τίποτε, ἀφοῦ ἔλεγα τήν προσευχή μου; Καί σᾶς δέν θά σᾶς ἀφήση ὁ Θεός νά πάθετε τίποτε. Θά σᾶς φυλάξη νά γυρίσετε στά σπίτια σας. Μονάχα νά πηγαίνετε μέ τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Νά καθήσω, παιδιά μου, νά ἐξομολογηθῆτε, καί μεθαύριο νά σᾶς λειτουργήσω νά κοινωνήσετε;
—Ναί, παππούλη, ἀπάντησαν ὅλοι τους μέ ἕνα στόμα συνεπαρμένοι ἀπ᾽ τό θαῦμα.
Ἡ εὐκαιρία ἦταν μοναδική νά κερδιθοῦν οἱ ψυχές αὐτές καί ὀ ἄξιος λευΐτης, πού ἐνδιαφερόταν μόνο γιά νά σωθοῦν ψυχές, τήν ἐξεμεταλλεύθηκε. Σέ λίγο καθισμένος σέ μιά πέτρα κάτω ἀπό ἕνα δέντρο φορώντας τό ἐπιτραχήλι του, μέσα στό κρύο τοῦ χειμῶνα, τούς ἐξομολογοῦσε ἕνα-ἕνα. “Οὕτως ἐκαθέζετο” καί ὁ Κύριος παρά τό φρέαρ τῆς Σιχάρ κάι ἐξομολογοῦσε μιά ἁμαρτωλή»(ΧΒ, 40).



<>






Ἀρχιμ. Θεόφιλος Ζησόπουλος: «Ὅταν ἤμουν μαθητής εἶχα διαβάσει τήν ἑξῆς ἱστοριούλα.
Σ᾽ ἕνα ξερονήσι ὑπῆρχε ἕνας φάρος καί σ᾽ αὐτόν τό φάρο φαροφύλακας ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πτωχός, οἰκογενειάρχης, πού ἔπαιρνε ἀσφαλῶς τό μισθουδάκι του, ἀλλά ψάρευε κιόλας καί τόν κόπο τῆς ἐργασίας του τόν μετέφερε ἐκεῖ, σ᾽ ἕνα κοντινό νησί. Πήγαινε τακτικά. Πολλές φορές, ὅμως, ἀργοῦσε νά ἐπιστρέψει. Καμμιά φορά τό χρῆμα παρασέρνει τόν ἀνθρώπο καί τόν κάνει νά παραστρατήση. Πήγαινε κάθε τόσο σέ κάποιο καπηλειό κι ἐκεῖ ξόδευε τά χρήματά σου. Ἡ γυναῖκα καί τό μικρό του παιδί τόν περίμεναν στό σπίτι μέ ἀνησυχία πολλές φορές.
Ἡ γυναῖκα ἦταν πιστή. Καί συχνά προσευχόταν μέ τό γυιό της καί παρακαλοῦσε τό Θεό νά προστατεύη τό σύζυγό της καί νά τόν σώση ἀπ᾽ τό πάθος κι ἀπ᾽ τό ξεστράτισμά του αὐτό, ἀλλά χωρίς κανένα ἀποτέλεσμα.
Ἦταν μιά χειμωνιάτικη νύχτα. Κι ἐκεῖνος ἄργησε νά ᾽ρθη. Τό χιόνι ἔπεφτε πυκνό. Ἡ ἀνεμοθύελλα μαινόταν. Καί ἡ ἀνησύχια τῆς μάνας καί τοῦ μικροῦ παιδιοῦ ἦταν μεγάλη. Ὁ πατέρας δέν φαινόταν. Ἔκαναν τήν προσευχή τους μάνα καί παιδί καί πῆγαν νά κοιμηθοῦν. Μά ἠ μάνα δέν ἔκλεισε μάτι.  Οὔτε καί τό μικρό παιδί. 
Ξέρετε ἐσεῖς τά δράματα τέτοιων οἰκογενειῶν πού οἱ ἄνδρες μεθοῦν και χαρτοπαίζουν καί ξεστρατίζουν.
Ὅμως, τό μικρό παιδί εἶχε μιά ἀγωνία. Κρυφά, χωρίς νά τό ἀντιληφθῆ ἡ μάνα του, ἅρπαξε τό κλεφτοφάναρο τῆς θυέλλης, τό φανό, τόν ἄναψε σιγά-σιγά καί κατηφόρισε πρός τό μονοπάτι ἐκεῖνο πού θά περνοῦσε ὁ πατέρας.
Προχώρησε καί ὑψώνοντας τό φανάρι φώναζε δυνατά: 
—Πατέρα!... Πατέρα!... Ἔλα! Ἀπό δῶ εἶναι ὁ δρόμος.
Νόμισε τό παιδάκι πώς ἀπό μακρυά ἄκουσε τόν παφλασμό τῆς βάρκας καί σκέφθηκε πώς ὁ πατέρας του ἦταν κάπου ἐκεῖ κοντά.
Δέν ἔπεσε ἔξω. Μεθυσμένος καί ναρκωμένος ἀπ᾽ τό μεθύσι ὁ πατέρας σάν νά ξύπνησε. Σάν νά ἄκουσε τή φωνή τοῦ παιδιοῦ του. Γύρισε τά κουπιά του καί στράφηκε πρός τό μέρος πού εἶδε τό φῶς καί ἄκουσε τή φωνή. Προχώρησε. Ἔφθασε στήν ἄκρη, ἔδεσε τή βάρκα καί τρεκλίζοντας ἄρχισε νά περπατάη. Τό χιόνι εἶχε κλείσει τό μονοπάτι. Κι ἐκεῖ πού προχωροῦσε, σκόνταψε πάνω σέ κάτι. Ἦταν τό νεκρό παιδί του, τό δικό του παιδί πού ἀπ᾽ τό κρύο καί τήν παγωνιά ἔπεσε λιπόθυμο καί ξεψύχησε.
Ὁ θάνατος τοῦ παιδιοῦ τόν ξύπνησε ἀπ᾽ τό μεθύσι. Τό φορτώθηκε στίς πλάτες κι ἀνέβηκε στό σπίτι. Τίς τραγικές σκηνές πού ἐπακολούθησαν μπορεῖτε νά τίς ἀντιληφθῆτε. Τραγικός ὁ πατέρας. Τραγική καί ἡ μάνα. Μπροστά στό νεκρό παιδί ὁ πατέρας ἔδωσε μιά ὑπόσχεσι.
—Παιδί μου, εἶπε, ὁ θάνατός σου μοῦ ἄνοιξε τό δρόμο. Ἀπό σήμερα καί πέρα δέν θά ξαναβάλω πιοτό στό στόμα καί οὔτε θά ξαναπάω στό δρόμο τῆς ἁμαρτίας. Ἀπό σήμερα καί πέρα θά γίνω ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Εἰλικρινῶς μετανόησε καί ἡ αἰτία τῆς μετανοίας του ἦταν ὁ θάνατος τοῦ παιδιοῦ του»(ΔΚ, 71).



<>






«Εἶχε μαγαζί μέ γυναικεῖα εἴδη ἡ Στέλλα. Ταξίδευε στό ἐξωτερικό καί ἀγόραζε στό τέλος τῆς σεζόν συλλογές γνωστῶν οἴκων μόδας καί τίς ἔδινε σέ καλές τιμές στό πολυτελές κατάστημά της στή Γλύφαδα. Οἱ γονεῖς της εἶχαν χωρίσει ὅταν ἦταν ἀκόμη μικρή. Ἡ μάνα της πέθανε ἀπό καρκίνο, ὅταν ἡ Στέλλα ἦταν φοιτήτρια. Ὁ πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε, ἔκανε νέα οἰκογένεια καί αὐτή τήν ξέχασε ὁριστικά. Αὐτή, ὅμως, μόνη της κατάφερε νά ἔχει μιά πετυχημένη δουλειά μέ τό μαγαζί της· νά ἔχει ἄφθονα χρήματα, νά ταξιδεύη καί νά κάνη γενικά μιά ὄμορφη καί ἄνετη ζωή ὅπως ἤθελε νά πείση τόν ἑαυτό της.
Ὥσπου ἕνα ὀγκίδιο στό στῆθος ἀρχές τοῦ 2011 καί μιά ἐπίσκεψι στό γιατρό ἀνέτρεψαν τά πάντα στή ζωή της. Διάγνωσι καρκίνου, μαστεκτομή, ἀφαίρεσι λεμφαδένων, χημειοθεραπεῖες, μεταστάσεις, ἀκτινοβολίες, ἐπιθετικός καρκίνος καί ὅλη ἡ ζωή φαινόταν νά φεύγη ἀπ᾽ τά χέρια της· καί ἦταν μόλις 48 χρονῶν. Ἡ οἰκονομική ὕφεσι παράλληλα εἶχε ἐπηρεάσει δυσμενέστατα τήν ἐπιχείρησί της. Ταξίδια πιά δέν μποροῦσε νά κάνη καί ὅλες οἱ φίλες καί φίλοι, οἱ σύντροφοι καί οἱ γνωστοί της, πού στίς “καλές” μέρες γλένταγαν μαζί της, ἐξαφανίστηκαν ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο. Ποιός ἄλλωστε θά καθόταν μαζί μέ μιά καρκινοπαθή τελικοῦ σταδίου στήν ἀνάγκη της;
Στήν ἀπόλυτη αὐτή μοναξιά καί ἐγκατάλειψί της ἀπ᾽ τούς πάντες, βρέθηκαν κοντά της κάποιες Χριστιανές γυναῖκες ἐθελόντριες, πού φρόντισαν καί τῆς ἔβγαλαν βιβλιάριο ἀπορίας καί ξανάρχισε τῆς χημειοθεραπεῖες. Ἀλλά καί τήν παρηγόρησαν μέ τήν ἔμπρακτη ἀγάπη τους καί τῆς ἔβαλαν στά χέρια ἕνα βιβλιαράκι μέ τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας, πού τούς διάβαζε πιά συνεχῶς καί ἀχόρταγα. Ἐξομολογήθηκε στό Νοσοκομεῖο γιά πρώτη φορά στή ζωή της καί μετέλαβε μέ λαχτάρα, βαθιά συναίσθησι καί κατάνυξι...
Ἕνα πρωϊνό, ὅταν ἡ ἀδελφή Χριστιανή, πού τῆς εἶχε μιλήσει γιά τήν Παναγία καί τῆς εἶχε δώσει τό βιβλιαράκι μέ τούς Χαιρετισμούς, πῆγε νά τῆς ἀλλάξη τόν ὀρό, ἡ Στέλλα τῆς κράτησε τό χέρι καί τῆς εἶπε: “Φεύγω... φεύγω...! Ἡ Παναγία μας μοῦ τό εἶπε... Ἦλθε, μοῦ χαΐδεψε τό κεφάλι καί μοῦ εἶπε: Ὑπομονή παιδί μου, λίγη ὑπομονή ἀκόμη καί σέ τρεῖς ἡμέρες θά ξεκουραστῆς...”.
Τό ἀπόγευμα ζήτησε ξανά τόν ἱερέα καί Πνευματικό τοῦ Νοσοκομείου καί μίλησαν κάμποση ὥρα. Τήν ἑπόμενη μέρα ἦλθε καί τήν κοινώνησε. Μετά τήν τρίτη ἡμέρα, τό πρωϊνό ἐκεῖνο τοῦ Νοέμβρη, ἡ ἴδια ἀδελφή τή βρῆκε νεκρή μέ τό πρόσωπό της γεμᾶτο ἠρεμία καί γλυκύτητα. Κρατοῦσε στό στῆθος της τούς Χαιρετισμούς καί τίς μικρές εἰκόνες τῆς Παναγίας καί τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου.
Τό τελευταῖο καί συγκλονιστικό εἶναι ὅτι ἐνῶ οἱ Χριστιανές ἐθελόντριες, πού τή φρόντιζαν, ἔκαναν τρεῖς μέρες μετά τό θάνατό της τά “τριήμερά” της μνημόσυνα, τό σῶμα της ἦταν ἀκόμα στό νεκροθάλαμο τοῦ Νοσοκομείου, ἀφοῦ οὔτε ὁ πατέρας της, οὔτε κανένας ἄλλος ἀπ᾽ τούς συγγενεῖς ἐμφανιζόταν γιά νά ἀναλάβη τά τῆς κηδείας της! Ἡ Στέλλα, ὅμως, ἐμφανίστηκε στό ὄνειρο μιᾶς ἄλλης νοσηλεύτριας καί τῆς εἶπε: “... Εἶμαι πολύ καλά, ἐδῶ. Ἄς εἶναι καλά οἱ δικοί μου, πού δέν μέ ἔχουν ξεχάσει...”. Καί ἐννοοῦσε, βέβαια, τίς Χριστιανές, πού τῆς συμπαραστάθηκαν, τήν ὁδήγησαν στή Μετάνοια μέ τήν προσευχή καί καταφυγή στήν Παναγία καί μετά τό θάνατό της, τήν μνημόνευαν στή Λειτουργία (Ἀπό τό βιβλίο Θαύματα τῶν Χαιρετισμῶν... Σήμερα, ἐπιλογές-διασκευή)»(ΛΝ, 4).


<>






Ἀναφέρει ο Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης:


Το 2003 κυκλοφόρησε ένα χαριτωμένο αγιορείτικο βιβλίο. Περιέχει διδακτικές διηγήσεις, περιστατικά και ιστορίες από την ζωή παλαιτέρων και νεωτέρων Πατέρων του Άθωνος. Τιτλοφορείται: Αγιορείτικα ανέκδοτα και διηγήσεις και όχι μόνο. Συγγραφεύς φέρεται ο μοναχός Νικάνωρ Καυσοκαλυβίτης.
Τα διηγήματά του γραμμένα με απλή και κατανοητή γλώσσα, είναι διδακτικά και ωφέλιμα για κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη. Ανάμεσα σ  αὐτά τα περιστατικά ευρήκα και την ζωή του π Νεκταρίου Γρηγοριάτου μοναχού, η οποία λόγω της μεγάλης ωφελείας που θα προσφέρη, σκέφθηκα να την καταχωρήσω εδώ σ  αὐτό το  Γρηγοριάτικο Γεροντικό, εφ  ὅσον κι αυτός συγκαταλέγεται στην χορεία των παλαιοτέρων Γρηγοριατών πατέρων. Παρουσιάζω την περιπετειώδη βιογραφία του, χωρίς ν  ἀλλοιώσω τα ιστορικά της στοιχεία, ενώ η σύνταξις του κειμένου θα φέρη τον προσωπικό χαρακτήρα του γράφοντος. Στην ιερά Μονή του Οσίου Γρηγορίου μετέβη, πριν από 100 χρόνια, κάποιος νέος να μονάση. Ασφαλώς τότε ηγούμενος ήτο ο ικανώτατος Γέροντας αρχιμ. π.Συμεών Αγγελίδης, ο εκ Τριπόλεως Πελοποννήσου, ο οποίος εχρημάτισε ηγούμενος από το 1860 μέχρι το 1906.
Γεννήθηκε ο μοναχός αυτός, άγνωστο πότε, στην Πάτρα και το βαπτιστικό του όνομα ήτο Νικόλαος. Σύμφωνα με την τάξι του Αγίου Όρους, δοκιμάσθηκε επί μία τριετία και μετά εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός ονομασθείς Νεκτάριος. Την εποχή εκείνη, λόγω πτωχείας, ίσως είχε ευλογία κάθε μοναχός, ακόμη και κοινοβιάτης, να ασχολήται με κάποιο εργόχειρο για τα προς το ζην αναγκαία. Ίσως ο μοναχός Νεκτάριος να ζούσε εκτός της Μονής σαν εξαρτηματικός και ησχολείτο με κάποιο εργόχειρο για να καλύπτη τα απολύτως αναγκαία της ζωής του. Ήθελε, λοιπόν, ν  ἀγοράση παπούτσια και μερικά άλλα προσωπικά του αντικείμενα.
Ζήτησε ευλογία από τον Γέροντά του να πάη στην Θεσσαλονίκη για να πωλήση το εργόχειρό του. Δεν μας είναι γνωστό τι κατεσκεύαζε. Ο Γέροντάς του του απήντησε:
-Δεν πρέπει να βγης, έξω π. Νεκτάριε. Είσαι νέος μοναχός και ίσως κινδυνεύσης.
-Γέροντα, θα πάω να πωλήσω τα εργόχειρό μου και να ψωνίσω ο, τι προσωπικό μου χρειάζομαι και να επιστρέψω. Ο Γέροντας όμως δεν ευλογούσε την έξοδό του, αλλά και ο μοναχός δεν παραιτείτο από το θέλημά του. Τελικά υπεχώρησε ο Γέροντάς του και του είπε:
-Πήγαινε, αλλά δεν θα καθυστερήσης περισσότερο από τρεις ημέρες. Δηλαδή δύο ημέρες το ταξίδι σου και μία ημέρα για τα ψώνια σου.
Έφυγε ο π. Νεκτάριος κι έφθασε στην Θεσσαλονίκη. Ενώ εβάδιζε κοντά στον Βαρδάρη, ύψωσε το βλέμμα του σ  ένα μπαλκόνι και είδε μία κοπέλλα να τινάζη τις κουβέρτες. Αλλά και η κοπέλλα τον είδε και  επίμονα με το βλέμμα της τον περιεργαζόταν.
Αυτός ενόμισε ότι η κοπέλλα τον εκύτταξε με πονηρό λογισμό. Από εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα του ο πειρασμός. Την επομένη ημέρα ξαναπέρασε πάλι από εκεί μήπως και την ιδή. Το ίδιο έκανε και τις υπόλοιπες ημέρες.
Οι λογισμοί του να εγκαταλείψη τον μοναχικό του Σχήμα για να κερδίση την κοπέλλα, φούντωσαν μέσα του. Δεν χάνει καιρό και θέτει σε εφαρμογή το σατανικό αυτό σχέδιο. Κάποιο απόγευμα έβγαλε τα ράσα του, έκοψε τα γένεια του και συνέχισε σαν λαϊκός πλέον τώρα να συχνάζη σ  εκείνη την εστία του πειρασμού. Δεν άργησε να προχωρήση και σε άλλα μέτρα για να μη χάση…το δόλωμα, που ο διάβολος του είχε βάλει μπροστά του. Ενοίκιασε δωμάτιο κοντά σ  αυτή την γειτονιά και εν συνεχεία έψαχνε να βρη δουλειά. Γνωρίσθηκε με κάποιον, ο οποίος και τον πήρε στην δουλειά του. Μία ημέρα είπε σ  αὐτόν που ήταν αφεντικό του στην δουλειά:
-Αυτή η κοπέλλα που μένει απέναντί μας, την έχω συμπαθήσει και θέλω να την κάνω γυναίκα μου.
-Τι λες βρε Νίκο; Είναι αλήθεια; Ξέρεις αυτή η κοπέλλα είναι αδελφή ενός πολύ καλού φίλου μου. Θα κάνω το παν να σε γνωρίσω μαζί του.
Πράγματι γνωρίσθηκε ο Νικόλαος με τον αδελφό της κοπέλλας και ένα βράδυ επήγαν μαζί στο σπίτι της. Τους υποδέχθηκε η μητέρα της κοπέλλας και τους προσέφερε ένα κέρασμα.
Επήγε και πάλι και πάλι ο Νικόλαος στο σπίτι της κοπέλλας. Τότε  είπε ο φίλος του στον αδελφό της κοπέλλας:
-Ο νεαρός Νικόλαος που εγνώρισες έχει ερωτευθή την αδελφή σου και θέλει να την κάνη γυναίκα του.
-Αλήθεια, λες βρε Γιώργο;
-Ναι, είναι σοβαρός άνθρωπος.
-Το βλέπω κι εγώ ότι είναι σοβαρός. Θα το ειπώ στην μητέρα μου.
Η μητέρα του, όταν έμαθε το νέο αυτό, απόρησε και τον ερώτησε:
– Βρε παιδί μου, αυτός δεν είναι απ  εδώ, είναι από την Πάτρα. Πως θα δεχθή να φτιάξη οικογένεια μακριά από τους ιδικούς του συγγενείς;
Τελικά συζήτησαν το θέμα όλοι μαζί και οι γονείς τους. Η κοπέλλα τους είπε:
-Εγώ, μητέρα, δεν έχω σκοπό να παντρευτώ ακόμη. Τελικά η κοπέλλα δέχθηκε τις πιεστικές προτάσεις των γονέων της και υποσχέθηκε να υπαντρευθή.
Έτσι μία ημέρα έγιναν οι γάμοι του Νικολάου και της Όλγας. Γρήγορα απέκτησαν και το πρώτο τους παιδί.
Στο Μοναστήρι οι Πατέρες περίμεναν τον μοναχό Νεκτάριο, αλλά ακόμη δεν φαινόταν πουθενά…Ο Ηγούμενος και όλοι οι Πατέρες έμαθαν για τα …κατορθώματά του και έκαναν προσευχή. Παρακαλούσαν τον Θεό να τον συγχωρήση και να λάβη την απόφασι να επιστρέψη.
Ο μοναχός Νικόλαος συνέχιζε κανονικά την κοσμική του ζωή, μη μεριμνώντας για τίποτε άλλο παρά μόνο για την οικγένειά του, το παιδί του και και τις δουλειές του. Κάθε ανάμνησι για το παρελθόν την απέφευγε διότι τον εμπόδιζε στην απόλαυσι της κοσμικής του ζωής.
Κάποια ημέρα, περίοδος καλοκαιριού, επήγε με το παιδί του, ηλικίας τότε οκτώ ετών, στην παραλία για να κάνουν το μπάνιο τους. Μετά το λούσιμο στην θάλασαα, βγήκε έξω να παίξη τόπι με τον παιδάκι του. Σε μια στιγμή του είπε το παιδί του:
-Μπαμπά, τι είναι αυτό το μαύρο πανί που έχεις επάνω σου;
-Δεν φορώ κάποιο μαύρο πανί επάνω μου, παιδί μου!  Δεν βλέπεις ότι είμαι μόνο με το “μαγιώ”;
-Εγώ βλέπω να φορής ένα μαύρο πανί με κόκκινα γράμματα και με κόκκινο σταυρό στο στήθος σου.
Εδώ ο Θεός  άκουσε τις προσευχές του Γεροντός του και των Αδελφών της Μονής του και έδωσε την δυνατότητα στο παιδάκι του να ιδή με τα νοερά καθαρά του μάτια το υπερφυσικό αυτό φαινόμενο. Είδε να έχει ενδυθή ο πατέρας του με το Αγγελικό Σχήμα. Αυτό σημαίνει ότι το Σχήμα του μοναχού αποτυπώνεται σαν σφραγίδα στο στήθος και στην ζωή του μοναχού. Έτσι, κι αν ακόμη ο μοναχός αρνηθή το Σχήμα του, το Σχήμα όμως δεν τον αρνείται. Τον ακολουθεί και αυτός ενώπιον του Θεού θα σταθή και θα κριθή σαν μοναχός Μεγαλόσχημος.
Ο πατέρας του κατάλαβε αμέσως τι του έλεγε το παιδί του. Σκέφθηκε και μονολόγισε μόνος του: “Ακόμη με θυμάται και μ  ἀγαπᾶ ο Θεός!  Μετά είπε στο παιδί του:
-Φεύγουμε. Ετοιμάσου να πάμε στο σπίτι μας.
Έφθασαν στο σπίτι, αλλά ο Νικόλαος, όπως ήτο στενοχωρημένος, φαινόταν  αγνώριστος από την γυναίκα του.
-Τι έχεις, βρε Νίκο, γιατί είσαι τόσο στενοχωρημένος; Άλλη φορά ήσουν πάντα χαρούμενος και γελαστός. Κάτι σοβαρό σου συμβαίνει. Θέλω να μου το ειπής.
-Ετοίμασε να φάμε και μετά θα σου ειπώ τα πάντα με ειλικρίνεια.
Μετά το φαγητό, έβαλαν το παιδί να κοιμηθή και τότε ο Νικόλαος της απεκάλυψε για πρώτη φορά στην γυναίκα του τα εξής:
-Άκουσέ με, Όλγα. Εγώ, πριν σε γνωρίσω και σε ζητήσω για γάμο ήμουν μοναχός στο Άγιον Όρος. Ήλθα για δουλειές μου στην Θεσσαλονίκη. Σε είδα, σε ερωτεύθηκα. Πέταξα τα ράσα μου και το Σχήμα μου, εγκατέλειψα τις καλογερικές μου υποχρεώσεις και το μοναστήρι μου για να πάρω εσένα. Σήμερα το παιδί μας, με θεία νεύσι, είδε επάνω στο στήθος μου το Αγγελικό μου Σχήμα, το οποίον και κατερύπωσα με αυτή την άσωτη ζωή μου..
-Τι είναι αυτά που λέγεις, βρε Νίκο; Αν είναι αλήθεια αυτά που μου λέγεις, τότε είσαι δολοφόνος…Κατέστρεψες τρία σπίτια: Το δικό μας, της μητέρας μου και επρόσβαλλες το μοναστήρι σου και το Άγιο Σχήμα σου…Σήκω και φύγε αμέσως…Και τα δάκρυά της επήγαιναν ποτάμι. Ήτο άνθρωπος της εκκλησίας..
-Θα φύγω της είπε αυτός και θα γυρίσω στο Μοναστήρι μου. Αν με κρατήσουν θα μείνω για πάντα εκεί και εκεί θα πεθάνω. Εάν δεν με κρατήσουν, θα σκεφθώ που θα πάω..
-Φύγε, αμέσως για το μοναστήρι σου. Μη σκέπτεσαι εμένα και το παιδί μας. Θα φροντίση για εμάς ο Θεός. Φύγε για να μη καταδικασθής αιώνια. Όσο καθυστερής στον κόσμο, τόσο παροργίζεις τον Πανάγαθο Θεό μας. Εάν κάνης έτσι και μετανοήσης ειλικρινά θα σε συγχωρέση ο Θεός και θα σε σώση…
-Σε παρακαλώ, της είπε, μην ειπής τίποτε στο παιδί μας. Όταν μεγαλώση θα μάθη από σένα ποιός είναι και που είναι ο πατέρας του…
Πράγματι, έφθασε στο μοναστήρι του συντετριμμένος σαν τον άσωτο υιό ο Νεκτάριος. Μόλις τον είδε ο Γέροντάς του, τον γνώρισε, τον αγκάλιασε και τον έφερε μέσα στο Μοναστήρι.
Ο Νεκτάριος έπεσε στα πόδια του και με στεναγμούς παρακαλούσε και του έλεγε:
-Γέροντά μου, συγχώρεσέ με. Είμαι ο δεύτερος άσωτος γυιός. Δεν είμαι άξιος να στέκομαι μπροστά σου. Κατεμόλυνα το Σχήμα μου, το οποίο από τα χέρια σου έλαβα. Δεν έχω  μάτια να σ  ἀντικρύσω. Δέξαι με όχι σαν δούλο σου, όχι σαν γυιό σου, αλλά σαν το σκουλήκι και το σκουπίδι της γης.
Εν τω μεταξύ ήλθαν κι οι άλλοι Αδελφοί και Πατέρες. Άλλοι έκλαιγαν και άλλοι εχαίροντο για την επιστροφή του. Σηκώθηκε ο Γέροντάς τους, παπά Συμεών, τον αγκάλιασε και πήγανε μαζί στο Αρχονταρίκι. Εκεί του εξωμολογήθηκε ο Νεκτάριος όλα τα παθήματά του. Και ο Γέροντάς του του είπε:
-Παιδί μου, όλοι εμείς, εγώ ο Γέροντάς σου και οι Αδελφοί σου σε δεχόμεθα και πάλι στο μοναστήρι. Όμως θα πας να μείνης στην σπηλιά του Οσίου Γρηγορίου, του Κτίτορος της Μονής μας.
Ο Νεκτάριος δέχθηκε την εντολή του π. Συμεών και τον ευχαρίστησε διότι τον δέχθηκαν και πάλι στο μοναστήρι.
Ο Γέροντάς του του έδωσε μία φραντζόλα ψωμί και νερό και τον επήγε ο ίδιος να τον εγκαταστήση μέσα στην σπηλιά. Εκεί επέρασε ο Νεκτάριος ένα μήνα μ  αὐτό το ψωμί. Όταν πεινούσε έτρωγε και λίγα χόρτα, απ  αὐτά που φύτρωναν έξω εκεί στα κηπάρια του Καθίσματος της Παναγίας. Είχε βέβαια πολύ αδυνατίσει.
Μετά από ένα μήνα τον επισκέφθηκε και πάλι ο Γέροντάς του και του έφερε νερό και ψωμί. Τον ερώτησε:
-Πως είσαι, πάτερ Νεκτάριε;
-Καλά με τις ευχές σας, Γέροντα. Δόξα σοι ο Θεός, πολύ καλά.
-Θα έλθη καιρός να κατέβης και κάτω στο Μοναστήρι μας, αλλά όχι τώρα.
Τώρα μόνο εσύ θα κάνης νηστεία, αγρυπνία και προσευχή για να δεχθή την μετάνοιά σου ο Θεός.
Μετά από αρκετό καιρό του μετέφερε ο Γέροντάς του μέσα σε μία στάμνα βρεγμένα όσπρια. Του είπε:
-Πάρε αυτή την στάμνα με τα όσπρια, όσα είναι μέσα. Θα βάζης το χέρι σου μόνο μία φορά την ημέρα και όσα βγάζης, θα τα τρως. Πάρε κι αυτά τα δύο πρόσφορα και το νερό σου.
Ήλθε καιρός και πέθανε ο παπά Συμεών και τον διαδέχθηκε ο παπά Ιάκωβος. Συνέχιζε κι αυτός να του πηγαίνη τρόφιμα καό νερό, όπως ο προηγούμενος.
Με τις προσευχές και τα δάκρυα καθαρίσθηκε η ψυχή του π. Νεκταρίου. Ήδη είχε φθάσει και 75 ετών.
Μία ημέρα τον ερώτησε ο Ηγούμενος:
-Πως πας, Αδελφέ;
-Καλά, δόξα σοι ο Θεός, Γέροντα. Και άρχισε να κλαίη ασταμάτητα. Μόλις ησύχασε λίγο, είπε στον Γέροντά του:
-Γέροντα, έρχεται ένα πουλάκι και μου κάνει παρέα.
Ο Γέροντας κατάλαβε ότι ήτο το Άγιο Πνεύμα, αλλά  τον ρώτησε:
–Τι πουλάκι είναι αυτό, Νεκτάριε;
-Να, είναι ένα άσπρο και ωραίο πουλάκι. Έρχεται και με κυττάει. Μου κάνει παρέα και μετά από λίγο φεύγει και πάλι έρχεται.
-Καλά, παιδί μου, συνέχισε την προσευχή σου.
Τελικά ο π. Νεκτάριος έφθασε στην ηλικία των 80 ετών.
Μία ημέρα τον επισκέφθηκε και πάλι ο Γέροντάς του και τον ρώτησε:
-Πως πας, Αδελφέ Νεκτάριε;
-Καλά, Γέροντα. Να το πουλάκι ήλθε και πάλι πολύ κοντά μου. Άπλωσα το χέρι μου να το πιάσω, αλλά αυτό μ  ἕνα πήδημα μπήκε μέσα στο στόμα μου και από τότε πάλι δεν έρχεται. Τώρα πως θα το βγάλω από μέσα μου; Και άρχισε να κλαίη.
-Δεν πειράζει. Μην ανησυχής, Νεκτάριε. Τώρα είναι καιρός να γυρίσης στο μοναστήρι μας. Θα μένης στο γηροκομείο και θα σ  ἔχουμε κοντά μας.
-Όχι, του είπε ο π. Νεκτάριος. Καλά είμαι εδώ. Άφησέ με να πεθάνω εδώ στην σπηλιά σε παρακαλώ.
-Όχι, του είπε ο Γέροντάς του, πρέπει να κάνης υπακοή και να κατέβης στην Μονή.
-Και αφού ήτο θέμα υπακοής, κατέβηκε μαζί του στην Μονή ο π. Νεκτάριος και έμενε πλέον στο γηροκομείο. Σε ηλικία 85 ετών εκοιμήθη εν Κυρίω. Έκαμαν την κηδεία του και στα τρία χρόνια έβγαλαν τα οστά του. Τι το εξαίσιο και θαυμάσιο; Τα οστά του ευωδίαζαν. Απ  αὐτό αντιλαμβάνεται ο καθένας τι καρπούς πνευματικούς ημπορεί να φέρη η υπακοή και η μετάνοια.
Δόξα στον Πανοικτίρμονα Θεό μας, ο Οποίος δέχθηκε την μετάνοια του μοναχού Νεκταρίου και τον επανέφερε όχι μόνο στην μοναχική τάξι, στην οποία ευρισκόταν και παλαιότερα, αλλά και τον αρίθμησε μεταξύ των χορών των αγίων της Εκκλησίας μας.
Αιωνία η μνήμη του οσίου γέροντος Νεκταρίου, ο οποίος ανήλθε εξ άδου κατωτάτου και μας άφησε σαν πνευματική κληρονομία το υπέροχο παράδειγμα της συνεχούς μέχρι θανάτου μετανοίας του.
Κύριε Ιησού Χριστέ πρεσβείαις πάντων των Οσίων Γεροντάδων μας και του αγίου Γέροντός μας π. Γεωργίου αξίωσον και ημάς της αιωνίου μακαριότητος. Αμήν.


Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου
Άγιον Όρος Άθω
2005


<>










Το θαύμα που άλλαξε τη ζωή μου: Η εξομολόγηση ενός πρώην άθεου Blogger

Χαίρετε. Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβη σε μένα τον ανάξιο προ ολίγων μηνών. Έχω μεγαλώσει σε άθεη οικογένεια. Απο μωρό παιδί έχω διδαχθεί το μίσος προς οποιαδήποτε θρησκεία, είτε αυτή ονομάζεται μουσουλμανισμός, είτε χριστιανισμός κ.τ.λ. Μεγαλώνοντας λοιπόν δημιούργησα το δικό μου blog – ιστοσελίδα, μέσα απο το οποίο παρέθετα άρθρα ενάντια στην θρησκεία και ειδικότερα κατά του χριστιανισμού. Τα άρθρα μου περιείχαν αρκετά “σεβαστά” επιχειρήματα, μέσα απο τα οποία θα μπορούσε κανείς όχι μόνο να απορρίψει την ύπαρξη του Θεού, αλλά και να μισήσει ότιδήποτε τον θυμίζει. Μεταξύ αυτών των επιχειρημάτων, η θεωρία της εξέλιξης, άλλα επιστημονικά επιχειρήματα, χωρία απο την Παλαιά Διαθήκη τα οποία θεωρούσα ρατσιστικά και βίαια και άλλα πολλά.

Μέσω των άρθρων αυτών, έβγαζα τα απωθημένα μου εναντίον του Θεού και προσπαθούσα με κάθε τρόπο να χτυπήσω τον χριστιανισμό και να φέρω στην αθεΐα όσο το δυνατό περισσότερους πιστούς. Μέχρι που συνέβηκε το ακόλουθο θαύμα (εάν μπορεί να χαρακτηριστεί τέτοιο), το οποίο μου έχει αλλάξει ριζικά τη ζωή. Μερικούς μήνες πρίν, στα γενέθλιά μου, μια αγαπημένη φίλη μου, η οποία απο μικρή ήτανε στο δρόμο της εκκλησίας μου χάρισε για δώρο μια εικόνα του Χριστού. Εγώ απόρησα, γιατί όλοι οι φίλοι και φίλες μου γνώριζαν ότι απο μικρός ήμουνα άθεος και ότι είχα απορρίψει κάθε πιθανότητα και ενδεχόμενο ύπαρξης του Θεού. Δέχτηκα όμως το δώρο αυτό και απο ευγένεια τοποθέτησα την εικόνα του Χριστού στο δωμάτιό μου.

Ένα βράδυ λοιπόν, χωρίς να κατανοώ ακόμα το γιατί, άρχισα να “μιλάω” στην εικόνα του Χριστού και να της θέτω αρκετά ερωτήματα όπως “Αν υπάρχει Θεός, γιατί το κακό κυριαρχεί στον κόσμο”, “Γιατί ο Θεός δεν κάνει γνωστή την παρουσία του (αν υπάρχει) σε μένα και στους άλλους άθεους για να πιστέψουμε σε αυτόν” και άλλα τέτοιας φύσεως ερωτήματα. Ξαφνικά, αστραπιαία, φώς απλώθηκε απο την εικόνα σε όλο το δωμάτιό μου, ενώ παράλληλα ένα συναίσθημα που βίωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου με κατέλαβε. Μια εσωτερική αγαλίαση, ένα αίσθημα που με διαβεβαίωνε για την ύπαρξη του Θεού, ενώ με δάκρυα στα μάτια ζήτησα συγχώρεση απο τον Χριστό για όλα τα χρόνια που όχι μόνο τον αμφισβήτησα, αλλά και τον πολέμησα.

Έκτοτε έχω διαγράψει το αντι-χριστιανικό μου blog, προσεύχομαι στον Θεό να με συγχωρέσει για την ζημιά που έχω κάνει σε πολύ κόσμο με τα πρώην αθεϊστικά άρθρα μου. Επίσης, βρήκα ένα πνευματικό πατέρα τον οποίο εμπιστεύομαι και στον οποίο προσπαθώ να εξομολογούμαι σε τακτική βάση για όλες μου τις αμαρτίες. Η ζωή μου έχει αλλάξει ριζικά, αφού για πρώτη φορά εδώ και χρόνια βιώνω το αίσθημα της εσωτερικής ησυχίας και χαράς. Εύχομαι να διαδώσετε το πιο πάνω θαύμα προς δόξαν Θεού, ώστε περισσότερος κόσμος να πιστέψει και να επιστρέψει στο δρόμο του Θεού. Ευχαριστώ.

Κώστας



<>







Η μεταστροφή του Γέροντα Θεόκτιστου του Διονυσιάτη-Αγιορείτη (+1995) από τον αθεϊσμό στην Ορθόδοξη Πίστη και στον Μοναχισμό


Ὁ φιλάγιος, φιλόθεος, φιλάδελφος καί φιλακόλουθος Γέροντας Θεόκτιστος ὁ Διονυσιάτης (+1995) εἶχε μιά πηγαία εὐλάβεια καί μυστική ἀρετή. Ἔλεγε ὁ μακάριος: “Ἤμουν μακρυά ἀπ᾽ τό Θεό, ἀλλά μέ λυπήθηκε ἡ Παναγία. Ἀρρώστησα βαριά. Τήν παρακάλεσα νά μέ κάνη καλά. Γιατρεύτηκα κι ἔγινα μοναχός. Πέτυχα τόν πρῶτο ἀριθμό τοῦ λαχείου”. Ἔλεγε σέ κάποιους προσκυνητές: “Κάθομαι ἀπέναντι ἀπ᾽ τήν Παναγία —τό παρεκκλήσι πού βρίσκεται ἡ θαυματουργική εἰκόνα τῆς Παναγίας τῶν Χαιρετισμῶν, τοῦ Ἀκαθίστου— καί μοῦ μαλακώνει ὁ πόνος. Πάω στό παρεκκλήσι τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων καί μοῦ ἡσυχάζει τό στομάχι”

Ἀπό τό βιβλίο: Μοναχοῦ Μωϋσέως Ἁγιορείτου, Ἱερές Μορφές τοῦ Ἁγ. Ὄρους, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 2006


<>







Η μεταστροφή ενός αναρχικού από τον αθεϊσμό στον Ορθόδοξo Χριστιανισμό και στον Μοναχισμό



Ομιλία π. Νήφωνος Βατοπαιδινού στον Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Βύρωνος:

 

Όταν ήμασταν στο Βατοπαίδι, στις αρχές που πήγαμε, ζούσε και ο Γέροντας μας ο Ιωσήφ. Ήταν γύρω στα τέλη Νοεμβρίου. Ήμουν αρχοντάρης, αρχοντάρης είναι ο μοναχός που υποδέχεται τους ξένους. Και τότε είχαν γίνει μερικά επεισόδια στις 17 Νοεμβρίου στο Πολυτεχνείο, είχαν σπάσει και είχαν γίνει μεγάλες φασαρίες.

 

Μια ομάδα από αυτά τα παιδιά, τους αναρχικούς, κυνηγημένοι από την αστυνομία έφυγαν και ήρθαν για να κρυφτούν στο Άγιο Όρος. Και ήρθαν εκεί διότι ο ένας από αυτούς -ο οποίος είχε ξυρισμένο το κεφάλι του από τις δύο πλευρές και είχε ένα σαν λειρί εδώ μπροστά και ήταν και βαμμένο πράσινο στις άκρες- είχε ένα θείο στη Μονή Εσφιγμένου. Και τους είπε, θα πάμε στο θείο μου εκεί να κρυφτούμε. Φυσικά, ούτε διαμονητήρια είχαν ούτε ήξεραν πως θα μπουν μέσα. Πήγαν, δεν μπορούσαν να μπουν και μπήκαν με τα πόδια .. πόσες ώρες να φθάσουν. Έφθασαν στην Μονή Εσφιγμένου. Ξέρετε είναι και λίγο αυστηροί εκεί και μόλις τους είδαν σ’ αυτά τα χάλια .. με τα σκουλαρίκια .. τους έδιωξαν. Έφυγαν. Και ήρθαν με τα πόδια, σουρούπωνε θα βράδιαζε, στο Μοναστήρι μας. Ετοιμαζόταν ο πορτάρης να κλείσει την πόρτα και μόλις τους είδε ο καημένος κι αυτός φοβήθηκε, έτσι όπως ήταν η όψη τους και ειδοποίησε το Γέροντα και λέει, Γέροντα τι να κάνουμε; Τώρα να τους διώξουμε; Που θα πήγαιναν; Δεν είχαν και χρόνο γιατί οι Μονές κλείνουν τις πύλες με τη δύση του ηλίου.

 

Είπε ο Γέροντας, εντάξει, εφόσον τα έφερε η Παναγία τα παιδιά εδώ βάλτε τους σε ένα δωμάτιο στο Αρχονταρίκι αλλά μην τους βάλετε κοντά με τους άλλους προσκυνητές. Βάλτε τους κάπου ξεχωριστά και έχετε και λίγο το νου σας.

 

Λοιπόν, ως αρχοντάρης τους φιλοξένησα. Εντάξει, φαινόντουσαν λίγο τρομαγμένοι, απορημένοι από το περιβάλλον που ζούσαν, κουρασμένοι κιόλας από την οδοιπορία. Ξεκουράστηκαν λοιπόν, τους βάλαμε να φάνε. Τους μιλήσαμε λίγο αλλά τους είπαμε ότι ένα βράδυ θα φιλοξενηθείτε, αύριο πρέπει να φύγετε. Λοιπόν, τους είπαμε και λίγα λόγια αγάπης, ότι ο Θεός είναι αγάπη, ό,τι κι αν κάνουμε στη ζωή μας υπάρχει μετάνοια.

 

Και την επόμενη μέρα αυτός με το λειρί λέει, πάτερ, θέλω να μείνω ακόμη μία ημέρα. Μπορώ να μείνω; Οι άλλοι δεν ήθελαν, έφυγαν. Λέω, θα ρωτήσω και θα σου απαντήσω. Ε, ο Γέροντας λέει, εντάξει αφού θέλει ας μείνει ακόμη ένα βράδυ. Έμεινε ακόμη ένα βράδυ, του λέω θα μείνεις, όμως θα ακολουθήσεις το πρόγραμμά μας, θα έρχεσαι στην Εκκλησία, στην τράπεζα. Έμεινε ακόμη ένα βράδυ, λέει, μπορώ να μείνω ακόμη ένα βράδυ; Λέει ο Γέροντας, κοίταξε, πες τε του τουλάχιστον να βάλει ένα σκουφάκι να μην φαίνεται έτσι και να προκαλεί και τους άλλους, και τους πατέρες και τους προσκυνητές. Δεν είπε όχι, δέχτηκε.

 

Έμεινε δύο μέρες, τρεις μέρες ο Πέτρος. Πέτρος ήταν το όνομά του, ένα παιδί με μεγάλα πράσινα μάτια. Και ένα απόγευμα όταν κάναμε Εσπερινό, πίσω στη λιτή -λιτή είναι ο πρόναος ας πούμε- ακούστηκαν αναφιλητά, κάποιος έκλαιγε με λυγμούς. Πήγα εγώ να δω και ήταν ο Πέτρος σκυμμένος και έκλαιγε με αναφιλητά.

 

  -Πέτρο μου συμβαίνει κάτι;

 

Σκέφτηκα μήπως του είπε κάποιος κάτι που ήταν έτσι. Όχι.

 

Μου λέει, θέλω να σου μιλήσω.

 

Βγήκαμε λοιπόν έξω μετά που τελείωσε ο Εσπερινός και μου λέει,

 

-- Πάτερ, υπάρχει και για μένα σωτηρία; Μπορώ κι εγώ να σωθώ;

 

Λέω, Πέτρο μου, για όλους υπάρχει σωτηρία. Ο ληστής ήταν πάνω στο σταυρό και ο Χριστός μας τον έσωσε.

 

Λέει, μα εγώ τόσο πολύ πλήγωσα και τους ανθρώπους και τους γονείς μου και τον Θεό. Και μου απεκάλυψε ότι ήταν από μία οικογένεια διαλυμένη. Ο πατέρας χτυπούσε τη μητέρα του, αυτός δεν μπορούσε να τα βλέπει. Δώδεκα χρονών έφυγε από το σπίτι του, έμενε στα Εξάρχεια, έμπλεξε εκεί με αναρχικούς, με ναρκωτικά και λοιπά. Ήταν μια ζωή έτσι ταραγμένη.

 

Αλλά όμως ήταν μια πολύ καλή ψυχούλα. Το λέω αυτό αδελφοί μου για να μην απορρίπτουμε ποτέ μας κανέναν. Γιατί εκείνους που εμείς απορρίπτουμε τους μαζεύει ο Θεός. Εμείς νομίζουμε ότι είμαστε οι καλοί και εκεί είναι που την πατάμε. Και θα δούμε εκπλήξεις έλεγε ο ΓεροΠαΐσιος στη Δευτέρα Παρουσία. Θα δούμε εκείνους που δεν υπολογίζαμε να μπαίνουν μέσα και θα δούμε άλλους που υπολογίζαμε, όπως είμαι εγώ, να μένουν απ’ έξω. Μη γένοιτο όμως. Ευχόμαστε και ελπίζουμε στην αγάπη του Χριστού μας, όλοι μας να σωθούμε.

 

Λοιπόν ο Πέτρος, μετά απ’ αυτήν την αλλοίωση που η Παναγία μας του έκανε, του είπαμε ότι πρέπει να εξομολογηθεί. Και με τόσα δάκρυα εξομολογήθηκε, που κάτω το πάτωμα είχε γίνει μία μικρή λιμνούλα από τα δάκρυα του Πέτρου.

 

Ο Πέτρος έμεινε αρκετά στο Μοναστήρι μας. Ο Γέροντας είπε, πες τε του να το κόψει αυτό το πράγμα τουλάχιστον. Και είπε, όχι δεν θα το κόψω, όχι γιατί δεν θέλω, δεν θα το κόψω για να μην πάω έξω και μου πουν ότι σε έβαλαν οι μοναχοί και το έκοψες, θα πάω έξω και θα το κόψω μόνος μου. Κι έτσι, φορούσε το σκουφάκι.

 

Έφυγε ο Πέτρος λοιπόν, άρχισε να κάνει μία πνευματική ζωή. Ξαναήρθε ακόμη μία φορά με αλλοιωμένη την όψη και τον χάσαμε τον Πέτρο, δεν ξαναπαρουσιάστηκε. Εν τω μεταξύ δεν είχε μιλήσει ποτέ με την μητέρα του από τότε που έφυγε από το σπίτι, και προσπαθήσαμε, κάναμε την επανασύνδεση. Βρήκαμε τα τηλέφωνα, της είπαμε, συγκλονίστηκε η γυναίκα γιατί νόμιζε ότι είναι πεθαμένο το παιδί της και έγινε μία πολύ ευλογημένη έτσι κατάστασις.

 

Μετά από δύο χρόνια είχαμε πάει σε μία πανήγυρη μίας Μονής του Αγίου Όρους και μετά την πανήγυρη πήγαμε με τα πόδια σε ένα άλλο Μοναστήρι κοντινό να προσκυνήσουμε. Τότε ήταν μαζί μας και ο μακαριστός ο μητροπολίτης Καστορίας Γρηγόριος, ο οποίος μας είπε, μην πείτε ότι είμαι επίσκοπος να μην μου κάνουν τιμές οι πατέρες και ξεσηκώνονται.

 

Πήγαμε εκεί λοιπόν, μας κέρασαν και όταν ετοιμαζόμασταν να φύγουμε έρχεται ένας μοναχός και μου λέει,

 

-- Πάτερ Νήφων δεν με γνώρισες;

 

-- Κοίταξα, λέω, όχι, ποιος είσαι;

 

-- Λέει, κοίταξέ με καλά.

 

Τι είδα; Δύο πράσινα μεγάλα μάτια. Ήταν ο Πέτρος.

 

Ήταν ο Πέτρος ο οποίος ήταν δόκιμος μοναχός. Και τότε έπεσε ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου. Κλαίγαμε και δόξασα την Παναγία μας για τα μεγάλα θαύματα που κάνει. Αυτά είναι τα θαύματα αδελφοί μου. Σας είπα ένα. Όποιος προσκυνητής πάει στο Άγιο Όρος είναι και ένα θαύμα μέσα στην ψυχή του, γι’ αυτό να ευχαριστούμε την Παναγία μας που υπάρχει και το Άγιο Όρος και όλα τα Μοναστήρια και οι Ναοί και επιτελούν αυτά τα μεγάλα θαύματα της θεραπείας των ψυχών. Που όλος ο κόσμος δεν αξίζει όσο μία ψυχή.


Πηγή:




<>








Η μεταστροφή του Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου (+2012) από τον αθεϊσμό στην Ορθόδοξη Πίστη το 1950 όταν ήταν 17 ετών


Διηγείται ο Μητρ. Νικοπόλεως Μελέτιος: 

«Κατά τήν ἐφηβεία ὐπέστην καί ἐγώ τήν λεγόμενη “κρίσι ἐφηβείας”. Καί ἔζησα ἕνα χρονικό διάστημα, χωρίς νά δίνω σημασία σέ καμμία μορφή πνευματικῆς ζωῆς. Τότε συνέβη τό ἑξῆς, τό ὁποῖο ὑπῆρξε κάπως πιό καθοριστικό γιά τή ζωή μου. Τό ἔτος 1950 (ἤμουν 17 ἐτῶν) εἶχα μαζέψει μερικές πενταροδεκάρες ἀπ᾽ τό πενιχρό χαρτζιλίκι πού ἐπέτρεπε ἡ ἐποχή ἐκείνη νά μοῦ χορηγοῦν. Πῆγα, λοιπόν, σ᾽ ἕνα καροτσάκι νά ἀγοράσω φτηνά βιβλία. (Τά τῶν βιβλιοπωλείων ἦταν ἀπρόσιτα, πολύ ἀκριβά). Ἐκεῖ ἔκανα τήν ἐπιλογή πού θά ἔκανε ἕνα ὁποιοδήποτε ἀγόρι τῆς ἡλικίας μου ὁποιασδήποτε ἐποχῆς. Πρῶτα τράβηξαν τό βλέμμα μου δύο βιβλία. Τό ἕνα ἔγραφε Ἡ Γαλατεία, Ἐρωτική Μυθιστορία, τοῦ Πολυβίου Δημητρακοπούλου. Τό δεύτερο εἶχε τόν τίτλο Ἀπόκρυφοι Πράξεις Παύλου καί Θέκλης. Εἶπα μέσα μου: “Τόν πιάσαμε τόν Ἀπόστολο Παῦλο νά ἔχη ἀπόκρυφες πράξεις μέ κάποια Θέκλα. Μᾶς χρειάζεται κι αὐτό, γιά νά ξέρουμε τί δρόμο θά τραβήξουμε καί ἐμεῖς στή ζωή μας, καί νά μήν ἀκοῦμε τά λόγια τῶν παπάδων”. Μετά ἀγόρασα καί ἕνα Εὐαγγέλιο καί ἕνα βιβλίο μέ βίους Ἁγίων. Ὅταν διάβασα τήν Ἐρωτική Μυθιστορία (πορνό γιά τήν ἐποχή ἐκείνη - ἠθοπλαστικό γιά τή σημερινή ἐποχή) τό σιχάθηκα. Κατάλαβα ὅτι δέν εἶχα νά πάρω ἀπολύτως τίποτε. Τό ἄλλο βιβλίο, Ἀπόκρυφοι Πράξεις Παύλου καί Θέκλης, ἦταν ἕνα βιβλίο, τό ὁποῖο περιέγραφε, πῶς ἡ Ἁγ. Θέκλα ἔγινε Χριστιανή μέ τό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί πῶς τόν ἀκολούθησε μέ ὅλη της τήν ψυχή καί στό τέλος ἔγινε Πρωτομάρτυς. (Μετά ἔμαθα ὅτι ἡ λέξι “Ἀπόκρυφοι” σημαίνει ὅτι δέν εἶναι τό βιβλίο αὐτό μέσα στόν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης· δέν ἀνήκει στά Κανονικά βιβλία πού ἀποτελοῦν τήν Καινή Διαθήκη). Ἦταν ἕνα ὑπέροχο βιβλίο, τό ὁποῖο ὄχι ἁπλῶς μέ γοήτευσε, ἀλλά ὑπῆρξε καί τό πρῶτο ἔναυσμα τοῦ πόθου νά γίνω μοναχός. Τό τρίτο βιβλίο μέ τούς βίους τῶν Ἁγίων μέ ἐνίσχυσε στόν πόθο μου αὐτό. Ἰδιαίτερη ἐντύπωσι μοῦ ἔκανε ὁ βίος τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου Χριστιανουπόλεως. Καί ἡ Καινή Διαθήκη ἔγινε ἀπό τότε τό καθημερινό μου ἀνάγνωσμα. Καί ὅταν μετά ἀπό δύο χρόνια πῆγα στό Πανεπιστήμιο τήν ἤξερα σχεδόν ἀπ᾽ ἔξω.

(Μήτρ. Νικοπόλεως Μελετίου, Κατάθεση Ψυχῆς, ἐκδ. Ἱ. Μ. Προφ. Ἠλιού, Πρέβεζα 2021).


<>






Η θαυμαστή μεταστροφή τριών αθέων Ρώσων φοιτητών στην Ορθόδοξη Πίστη από τον Άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης της Ρωσίας (+1908)


Ὑπάρχουν, ὡστόσο, ὡς ἀντιστάθμισμα καί περιπτώσεις ἐντελῶς ἀντίθετες, ὅπως ἐκείνη τῶν τριῶν ἄπιστων νεαρῶν, πού θέλησαν νά χλευάσουν τή θαυματουργική δύναμι τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης τῆς Ρωσίας (+1908):

Δύο φοιτητές τόν κάλεσαν νά προσευχηθῆ γιά τή θεραπεία ἑνός φίλου τους, πού ξάπλωσε καί προσποιήθηκε τόν ἄρρωστο. Μετά τήν ἐπίσκεψι καί τήν προσευχή του, ὅμως, διαπίστωσαν ὅτι ὁ δῆθεν ἄρρωστος δέν μποροῦσε νά σηκωθῆ ἀπ᾽ τό κρεββάτι. Εἶχε πάθει ὁλοκληρωτική παράλυσι! Τελικά ἔγινε καλά καί σηκώθηκε, μόνο ὅταν καί οἱ τρεῖς μετανόησαν εἰλικρινά.

Ἀπό τό βιβλίο: Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2018


<>












Ἀναφέρει ἡ Μοχαχή Μαριάμ: «Σέ κάποια ἀπ᾽ τίς ὁμιλίες του ὁ Γέροντας Τιμόθεος Τζαννής, μᾶς εἶπε πολλά γιά τήν ἐλεημοσύνη. Καί στό τέλος κάποιες ἀπό μᾶς, συγκινημένες ἀπ᾽ ὅ,τι ἀκούσαμε, τόν ρωτούσαμε ποῦ θά μπορούσαμε νά δώσουμε κάτι.
Χάρηκε πολύ καί μᾶς ἔδωσε διευθύνσεις. Σέ μένα καί σέ μιά φίλη μου ἔδωσε τό ὄνομα μιᾶς φτωχῆς γυναίκας πού ἔμενε ἔξω ἀπ᾽ τήν πόλι. Κάποιο Σάββατο ἀπόγευμα μετά τόν ἐσπερινό συμφωνήσαμε νά πᾶμε. Ψωνίσαμε διάφορα τρόφιμα, γλυκά καί ρουχαλάκια γιά τά παιδιά καί ξεκινήσαμε ρωτώντας γιά νά βροῦμε τό σπίτι. Τελικά βγήκαμε σ᾽ ἕνα χωράφι κι ἐκεῖ μᾶς ἔδειξαν ἕνα ρημαγμένο καλύβι σκεπασμένο μέ χόρτα καί καλάμια. Τό μέγεθός του μόλις πού χωροῦσε τέσσερα ἄτομα.
Χτυπήσαμε δισταχτικά τήν πόρτα. Μᾶς ἄνοιξε μιά νεαρή γυναῖκα γύρω στά σαράντα πέντε. Κοντούλα, μά συμπαθής καί πολύ πρόσχαρη. Ἡ ἐνδυμασία της ἄθλια.
—Καλῶς τίς κυρίες. Περάστε μέσα, μᾶς εἶπε. 
Μπήκαμε μέσα καί σταθήκαμε σέ μιά ἄκρη. Ὁ χῶρος ἄθλιος. Δυό ντιβανάκια, τρεῖς καρέκλες τρύπιες, ἕνα ξύλινο τραπεζάκι καί μερικά παλαιά σκεύη κουζίνας, ἦταν ὅλο κι ὅλο τό νοικοκυριό. Στό ἕνα κρεββατάκι ἦταν ξαπλωμένο ἕνα ἀγοράκι τριῶν ἤ τεσσάρων ἐτῶν, παράλυτο. Τό φώναζαν Νεκτάριο. Καί πιό πέρα ὁ μεγαλύτερος γυιός, ὁ Ἀντώνης, περίπου δέκα χρονῶν. Μᾶς κοίταζε λυπημένος καί μέ κάποια ἀπορία. Μείναμε ἄφωνες γιά λίγα λεπτά, κι ἔπειτα χαϊδέψαμε καί φιλήσαμε τά παιδιά. Τούς μοιράσαμε σοκολάτες καί γλυκά, δώσαμε τά τρόφιμα, τά ρουχαλάκια καί λίγα χρήματα στή γυναῖκα. Ἡ γυναῖκα ἔκλαιγε καί δόξαζε τό Θεό συνεχῶς λέγοντας: 
—Αὐτό τό παιδί θά μέ σώση. Ὁ Θεός μοῦ τό ἔστειλε, Ἐκεῖνος ξέρει. 
Θαυμάσαμε τήν πίστι αὐτῆς τῆς φτωχῆς γυναίκας καί εἴδαμε νά λάμπη τό πρόσωπό της. Τότε ἐκείνη μᾶς εἶπε:
—Ἐγώ ἤμουν πολλά χρόνια στήν πορνεία. Κάποιος καλός ἄνθρωπος μέ λυπήθηκε καί μέ παντρεύτηκε. Ἔκανα αὐτά τά δυό παιδιά, ἀλλά πολύ γρήγορα τόν πῆρε ὁ Θεός καί ἔμεινα χήρα. Ἔτσι θέλησε ὁ Θεός. Ἔπρεπε νά πληρώσω γιά τά κακά πού ἔκανα στούς ἄλλους καί στόν ἑαυτό μου. Ἄς ἔχη δόξα τό ὄνομά Του. Ἄς μοῦ συγχωρήση τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μου.
—Θαυμαστή ἡ πίστι της, μά καί ἡ μετάνοιά της θαυμαστότερη. Μοῦ θύμισε τήν πόρνη τοῦ Εὐαγγελίου, εἶπα στή φίλη μου φεύγοντας. 
Δέν θά ξεχάσω ποτέ τό λαμπρό πρόσωπό της. Ὅλα ἦταν τόσο ὄμορφα μέσα στό ἄθλιο φτωχοκάλυβο.
Ὅταν εἴπαμε τά νέα στόν πνευματικό μας, συγκινήθηκε καί δάκρυσε»(ΜΜ, 117).

<>








π. Νήφων Βατοπαιδινός: «Ὅταν ἤμασταν στό Βατοπαίδι, στίς ἀρχές πού πήγαμε, ζοῦσε καί ὁ Γέροντάς μας ὁ Ἰωσήφ. Ἦταν γύρω στά τέλη Νοεμβρίου. Ἤμουν ἀρχοντάρης, ἀρχοντάρης εἶναι ὁ μοναχός πού ὑποδέχεται τούς ξένους. Καί τότε εἶχαν γίνει μερικά ἐπεισόδια στίς 17 Νοεμβρίου στό Πολυτεχνεῖο, εἶχαν σπάσει καί εἶχαν γίνει μεγάλες φασαρίες.
Μιά ὁμάδα ἀπό αὐτά τά παιδιά, τούς ἀναρχικούς, κυνηγημένοι ἀπ᾽ τήν ἀστυνομία ἔφυγαν καί ἦρθαν γιά νά κρυφτοῦν στό Ἅγ. Ὄρος. Καί ἦρθαν ἐκεῖ διότι ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς —ὁ ὁποῖος εἶχε ξυρισμένο τό κεφάλι του ἀπ᾽ τίς δύο πλευρές καί εἶχε ἕνα σάν λειρί ἐδῶ μπροστά καί ἦταν καί βαμμένο πράσινο στίς ἄκρες— εἶχε ἕνα θεῖο στή Μονή Ἐσφιγμένου.
Καί τούς εἶπε, θά πᾶμε στό θεῖο μου ἐκεῖ νά κρυφτοῦμε. Φυσικά, οὔτε διαμονητήρια εἶχαν οὔτε ἤξεραν πώς θά μποῦν μέσα. Πῆγαν, δέν μποροῦσαν νά μποῦν καί μπῆκαν μέ τά πόδια... πόσες ὧρες νά φθάσουν. Ἔφθασαν στή Μονή Ἐσφιγμένου. Ξέρετε εἶναι καί λίγο αὐστηροί ἐκεῖ καί μόλις τούς εἶδαν σ᾽ αὐτά τά χάλια... μέ τά σκουλαρίκια.. τούς ἔδιωξαν. Ἔφυγαν.
Καί ἦρθαν μέ τά πόδια, σουρούπωνε θά βράδιαζε, στό Μοναστήρι μας. Ἑτοιμαζόταν ὁ πορτάρης νά κλείση τήν πόρτα καί μόλις τούς εἶδε ὁ καημένος κι αὐτός φοβήθηκε, ἔτσι ὅπως ἦταν ἡ ὄψι τους καί εἰδοποίησε τό Γέροντα καί λέει, Γέροντα τί νά κάνουμε; Τώρα νά τούς διώξουμε; Ποῦ θά πήγαιναν; Δέν εἶχαν καί χρόνο γιατί οἱ Μονές κλείνουν τίς πύλες μέ τή δύσι τοῦ ἡλίου.
Εἶπε ὁ Γέροντας, ἐντάξει, ἐφόσον τά ἔφερε ἡ Παναγία τά παιδιά ἐδῶ βάλτε τους σ᾽ ἕνα δωμάτιο στό ἀρχονταρίκι ἀλλά μήν τούς βάλετε κοντά μέ τούς ἄλλους προσκυνητές. Βάλτε τους κάπου ξεχωριστά καί ἔχετε καί λίγο τό νοῦ σας.
Λοιπόν, ὡς ἀρχοντάρης τούς φιλοξένησα. Ἐντάξει, φαινόντουσαν λίγο τρομαγμένοι, ἀπορημένοι ἀπ᾽ τό περιβάλλον πού ζοῦσαν, κουρασμένοι κιόλας ἀπ᾽ τήν ὁδοιπορία. Ξεκουράστηκαν, λοιπόν, τούς βάλαμε νά φᾶνε.
Τούς μιλήσαμε λίγο ἀλλά τούς εἴπαμε ὅτι ἕνα βράδυ θά φιλοξενηθῆτε, αὔριο πρέπει νά φύγετε. Λοιπόν, τούς εἴπαμε καί λίγα λόγια ἀγάπης, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ὅ,τι κι ἄν κάνουμε στή ζωή μᾶς ὑπάρχει μετάνοια.
Καί τήν ἑπόμενη μέρα αὐτός μέ τό λειρί λέει, πάτερ, θέλω νά μείνω ἀκόμη μία ἡμέρα. Μπορῶ νά μείνω; Οἱ ἄλλοι δέν ἤθελαν, ἔφυγαν. Λέω, θά ρωτήσω καί θά σοῦ ἀπαντήσω. Ἔ, ὁ Γέροντας λέει, ἐντάξει ἀφοῦ θέλει ἄς μείνη ἀκόμη ἕνα βράδυ.
Ἔμεινε ἀκόμη ἕνα βράδυ, τοῦ λέω θά μείνης, ὅμως, θά ἀκολουθήσης τό πρόγραμμά μας, θά ἔρχεσαι στήν ἐκκλησία, στήν τράπεζα. Ἔμεινε ἀκόμη ἕνα βράδυ, λέει, μπορῶ νά μείνω ἀκόμη ἕνα βράδυ;
Λέει ὁ Γέροντας, κοίταξε, πέστε του τουλάχιστον νά βάλη ἕνα σκουφάκι νά μήν φαίνεται ἔτσι καί νά προκαλῆ καί τούς ἄλλους, καί τούς Πατέρες καί τούς προσκυνητές. Δέν εἶπε ὄχι, δέχτηκε.
Ἔμεινε δύο μέρες, τρεῖς μέρες ὁ Πέτρος. Πέτρος ἦταν τό ὄνομά του, ἕνα παιδί μέ μεγάλα πράσινα μάτια. Καί ἕνα ἀπόγευμα ὅταν κάναμε ἐσπερινό, πίσω στή λιτή —λιτή εἶναι ὁ πρόναος ἄς ποῦμε— ἀκούστηκαν ἀναφιλητά, κάποιος ἔκλαιγε μέ λυγμούς. Πῆγα ἐγώ νά δῶ καί ἦταν ὁ Πέτρος σκυμμένος καί ἔκλαιγε μέ ἀναφιλητά.
—Πέτρο μοῦ συμβαίνει κάτι;
Σκέφτηκα μήπως τοῦ εἶπε κάποιος κάτι πού ἦταν ἔτσι. Ὄχι.
Μοῦ λέει, θέλω νά σοῦ μιλήσω.
Βγήκαμε, λοιπόν, ἔξω μετά πού τελείωσε ὁ ἐσπερινός καί μοῦ λέει:
—Πάτερ, ὑπάρχει καί γιά μένα σωτηρία; Μπορῶ κι ἐγώ νά σωθῶ;
Λέω, Πέτρο μου, γιά ὅλους ὑπάρχει σωτηρία. Ὁ ληστής ἦταν πάνω στό σταυρό καί ὁ Χριστός μας τόν ἔσωσε.
Λέει, μά ἐγώ τόσο πολύ πλήγωσα καί τούς ἀνθρώπους καί τούς γονεῖς μου καί τό Θεό. Καί μοῦ ἀπεκάλυψε ὅτι ἦταν ἀπό μία οἰκογένεια διαλυμένη.
Ὁ πατέρας χτυποῦσε τή μητέρα του, αὐτός δέν μποροῦσε νά τά βλέπη. Δώδεκα χρονῶν ἔφυγε ἀπ᾽ τό σπίτι του, ἔμενε στά Ἐξάρχεια, ἔμπλεξε ἐκεῖ μέ ἀναρχικούς, μέ ναρκωτικά καί λοιπά. Ἦταν μιά ζωή ἔτσι ταραγμένη.
Ἀλλά, ὅμως, ἦταν μιά πολύ καλή ψυχούλα. Τό λέω αὐτό ἀδελφοί μοῦ γιά νά μήν ἀπορρίπτουμε ποτέ μᾶς κανένα. Γιατί ἐκείνους πού ἐμεῖς ἀπορρίπτουμε τούς μαζεύει ὁ Θεός. Ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι εἴμαστε οἱ καλοί καί ἐκεῖ εἶναι πού τήν πατᾶμε.
Καί θά δοῦμε ἐκπλήξεις ἔλεγε ὁ Γερο-Παΐσιος στή Δευτέρα Παρουσία. Θά δοῦμε ἐκείνους πού δέν ὑπολογίζαμε νά μπαίνουν μέσα καί θά δοῦμε ἄλλους πού ὑπολογίζαμε, ὅπως εἶμαι ἐγώ, νά μένουν ἀπ᾽ ἔξω. Μή γένοιτο, ὅμως. Εὐχόμαστε καί ἐλπίζουμε στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας, ὅλοι μας νά σωθοῦμε.
Λοιπόν, ὁ Πέτρος, μετά ἀπ᾽ αὐτή τήν ἀλλοίωσι πού ἡ Παναγία μας τοῦ ἔκανε, τοῦ εἴπαμε ὅτι πρέπει νά ἐξομολογηθῆ. Καί μέ τόσα δάκρυα ἐξομολογήθηκε, πού κάτω τό πάτωμα εἶχε γίνει μία μικρή λιμνούλα ἀπ᾽ τά δάκρυα τοῦ Πέτρου.
Ὁ Πέτρος ἔμεινε ἀρκετά στό Μοναστήρι μας. Ὁ Γέροντας εἶπε, πέστε του νά τό κόψη αὐτό τό πράγμα τουλάχιστον. Καί εἶπε, ὄχι δέν θά τό κόψω, ὄχι γιατί δέν θέλω, δέν θά τό κόψω γιά νά μήν πάω ἔξω καί μοῦ πουν ὅτι σέ ἔβαλαν οἱ μοναχοί καί τό ἔκοψες, θά πάω ἔξω καί θά τό κόψω μόνος μου. Κι ἔτσι, φοροῦσε τό σκουφάκι.
Ἔφυγε ὁ Πέτρος, λοιπόν, ἄρχισε νά κάνη μία πνευματική ζωή. Ξαναήρθε ἀκόμη μία φορά μέ ἀλλοιωμένη τήν ὄψη καί τόν χάσαμε τόν Πέτρο, δέν ξαναπαρουσιάστηκε.
Ἐντωμεταξύ δέν εἶχε μιλήσει ποτέ μέ τή μητέρα του ἀπό τότε πού ἔφυγε ἀπ᾽ τό σπίτι, καί προσπαθήσαμε, κάναμε τήν ἐπανασύνδεσι.
Βρήκαμε τά τηλέφωνα, τῆς εἴπαμε, συγκλονίστηκε ἡ γυναῖκα γιατί νόμιζε ὅτι εἶναι πεθαμένο τό παιδί της καί ἔγινε μία πολύ εὐλογημένη ἔτσι κατάστασι.
Μετά ἀπό δύο χρόνια εἴχαμε πάει σέ μία πανήγυρη μίας Μονῆς τοῦ Ἁγ. Ὄρους καί μετά τήν πανήγυρη πήγαμε μέ τά πόδια σέ ἕνα ἄλλο Μοναστήρι κοντινό νά προσκυνήσουμε.
Τότε ἦταν μαζί μας καί ὁ μακαριστός ὁ Μητροπολίτης Καστορίας Γρηγόριος, ὁ ὁποίος μᾶς εἶπε, μήν πεῖτε ὅτι εἶμαι Ἐπίσκοπος νά μήν μοῦ κάνουν τιμές οἱ Πατέρες καί ξεσηκώνονται.
Πήγαμε ἐκεῖ, λοιπόν, μᾶς κέρασαν καί ὅταν ἐτοιμαζόμασταν νά φύγουμε ἔρχεται ἕνας μοναχός καί μοῦ λέει:
—π. Νήφων δέν μέ γνώρισες;
—Κοίταξα, λέω, ὄχι, ποιός εἶσαι;
—Λέει, κοίταξέ με καλά.
Τί εἶδα; Δύο πράσινα μεγάλα μάτια. Ἦταν ὁ Πέτρος.
Ἦταν ὁ Πέτρος ὁ ὁποῖος ἦταν δόκιμος μοναχός. Καί τότε ἔπεσε ὁ ἕνας μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ ἄλλου. Κλαίγαμε καί δόξασα τήν Παναγία μας γιά τά μεγάλα θαύματα πού κάνει. Αὐτά εἶναι τά θαύματα ἀδελφοί μου. Σᾶς εἶπα ἕνα.
Ὅποιος προσκυνητής πάει στό Ἅγ. Ὄρος εἶναι καί ἕνα θαῦμα μέσα στήν ψυχή του, γι᾽ αὐτό νά εὐχαριστοῦμε τήν Παναγία μας πού ὑπάρχει καί τό Ἅγ. Ὄρος καί ὅλα τά Μοναστήρια καί οἱ Ναοί καί ἐπιτελοῦν αὐτά τά μεγάλα θαύματα τῆς θεραπείας τῶν ψυχῶν. Πού ὅλος ὁ κόσμος δέν ἀξίζει ὅσο μία ψυχή...».

Ηλίας Καλλιώρας, facebook.com

<>





Ο Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας θεραπεύει δαιμονισμένη στον Καναδά και έπειτα εκείνη του ζητάει να εξομολογηθεί

Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας:

“Είχα πάει στον Καναδά και εκεί μίλησα στην Ελληνική ομογένεια, για τον διάβολο, για το πώς μάς ξεγελά και μάς υποσκελίζει στην αμαρτία. Όταν τελείωσα την ομιλία και έφευγε ό κόσμος από το χώρο όπου έγινε ή ομιλία, ξαφνικά άρχισε να γίνεται ένας μεγάλος σαματάς. Ήρθαν κάποιες κυρίες τότε και με ενημέρωσαν ότι κάποια μεγαλοκυρία είχε δαιμονιστεί. Φώναζε και ούρλιαζε ή δαιμονισμένη λέγοντας λόγια για μένα:

Με φανέρωσε αυτός ό άνθρωπος, με έβγαλε στη φόρα. Τί γυρεύει εδώ στον Καναδά; Ήρθε να πάρει τούς δικούς μου, τούς οποίους είχα καλά δεμένους. Θα του κάνω κακό και θα τον εκδικηθώ και πολλά άλλα παρόμοια έλεγε ή δαιμονισμένη.

Την μετέφεραν σέ ένα δωμάτιο. Και μόλις λίγο ηρέμησε, πήγα και την συνάντησα. Είχε κλειστά τα μάτια και έτρεμε σαν το ψάρι. Κατά το χρέος μου άνοιξα το Ευχολόγιο, φόρεσα το πετραχήλι μου και της διάβασα τις ευχές του Μεγάλου Βασιλείου και όταν τελείωσα, άνοιξε τα μάτια, σταμάτησε να τρέμει και με λέει:

Πάτερ, θέλω να εξομολογηθώ! Πράγματι την εξομολόγησα. Ή κοπέλα αυτή είχε δαιμόνιο για πολλά χρόνια, αλλά δεν είχε εκδηλωθεί μέσα της. Κοινωνούσε, εκκλησιαζόταν κανονικά, αλλά δεν γνώριζε oτι ήταν δαιμονισμένη.

Με αφορμή όμως εκείνη την ομιλία πού είχα κάνει εκδηλώθηκε το δαιμόνιο πού είχε.
Πολλοί πού ήταν παρόντες στο σκηνικό με την δαιμονισμένη, ωφελήθηκαν πολύ και άνθρωποι πού δεν πίστευαν στα δαιμόνια και στον διάβολο, πίστεψαν στην ύπαρξη των πονηρών πνευμάτων από το περιστατικό αυτό.

Το περιστατικό απλώθηκε πολύ γρήγορα στην ευρύτερη περιοχή και με πήραν τηλέφωνο και από τις Η.Π.Α να πάω και εκεί στην ομογένεια να τούς μιλήσω και να τούς εξομολογήσω. Έτσι με τη Χάρη του Θεού πήγα και σέ εκείνους τούς ανθρώπους και βοηθήθηκαν και εκείνοι”.

Από το βιβλίο: Ο Θεός Είναι Μαζί μας, Εμείς Είμαστε Μαζί Του;, εκδ. Ορθόδοξη Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2015


<>







Η Ιησουέλα βρήκε το Θεό στην Αλβανία

Η Ορθόδοξη Βάπτιση της Ιησουέλας

Τίρανα, 11 Ιανουαρίου 1967. Ο ρουμανικής καταγωγής Έλληνας Gregory Β. με την αγαπημένη του γυναίκα Γκαλίνα αποκτούν το μοναδικό τους παιδί ένα ασθενικό κοριτσάκι.
Μια μουντή μέρα βρέθηκε μπροστά στο Δημαρχείο για να δηλώσει το όνομα του παιδιού. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισαν μάτι με τη γυναίκα του και αυτή τη φορά αιτία δεν ήταν το κλάμα του μωρού. Ήταν δυνατόν στο παιδί τους να μη δώσουν ένα χριστιανικό όνομα; Ούτε ο Θεός δεν το θέλει κάτι τέτοιο. Το ’θελε όμως το Κόμμα και… δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ήρωες, αλλιώς οι «σοσιαλιστικές» χώρες θα ήταν μόνο φυλακές και νεκροταφεία. Χρειάζεται κάποια διπλωματία, χρειάζεται να επιβιώσεις… Βασανίζεται με όλες αυτές τις σκέψεις πηγαίνοντας στο Δημαρχείο και περιμένοντας στην ουρά να έλθει η σειρά του.

Σε μια στιγμή, αναστέναξε βαθιά· ήξερε ότι δεν υπήρχε άλλη λύση, μόνο ο Θεός αν τον φώτιζε. Έσφιξε με απόγνωστη το σταυρουλάκι που έκρυβε στην τσέπη του και ψιθύρισε ασυναίσθητα: Ιησού, Έλα! Πήγε να προσθέσει κάτι και αιφνιδίως φωτίστηκε, έλαμψε το πρόσωπό του, φεγγοβόλησαν τα μάτια του.

—Όνομα παιδιού; ρώτησε εκείνη τη στιγμή ο υπάλληλος.

—Ιησουέλα, απαντά λαχανιαστά ο ταλαίπωρος πατέρας!

—Ι-η-σ-ο-υ-έ-λ-α; επανέλαβε ο υπάλληλος ανασηκώνοντας τα φρύδια με απορία. Κάτι δεν του πήγαινε καλά, αλλά δεν του ερχόταν και στο μυαλό καμιά απάντηση. Πάντως, χριστιανικό όνομα δεν ήταν. Αυτός ήταν ήσυχος για το κεφάλι του. Και σημείωσε στα χαρτιά: «Ιησουέλα».

Τίρανα, 16 Ιουλίου 1991. Πρώτη μας μέρα στην εκκλησία των Τιράνων που την ετοιμάζουμε για τον Έξαρχο. Μεγάλη μέρα για όλους! Σήμερα πρωτοέρχεται στην Αλβανία ο Έξαρχος Αναστάσιος —επιτέλους— της ελεύθερης Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας. Φωτογραφίζω την εκκλησία των Τιράνων —δηλαδή τι εκκλησία, τέλος πάντων, θα μιλήσουμε παρακάτω γι’ αυτό. Εκείνη την ώρα δεν είχα καν σκεφθεί να γράψω για τις εκκλησίες της Αλβανίας… Πλησιάζω μια ομήγυρη γυναικών. Μιλούν με έξαψη για το μεγάλο γεγονός, για το θαύμα, που επιτέλους θα μπορούν να λατρεύουν ελεύθερα το Θεό τους…

Ξεχωρίζω μια όμορφη κοπέλα, κάπου 25 ετών. Τη λένε —δεν κατάλαβα καλά— Ι-η-σ-ο-υ-έ-λ-α, περίεργο όνομα. Μιλά αγγλικά με μια Βελγίδα δημοσιογράφο. Θα ’θελε, της έλεγε, τόσο να βρεθεί κάποιος να τη βαπτίσει· όχι, δεν έχει κάνει το μυστήριο της βαπτίσεως. Θα ’θελε να αποκτήσει μια χριστιανή μητέρα από την Ελλάδα, να την καθοδηγήσει…

Απομακρύνθηκα, αλλά δεν μπορούσα να ξεχάσω αυτό που έλεγε για μια πνευματική μητέρα να τη βαπτίσει. Έκανα κάποια νύξη στις αδελφές εθελόντριες του Ε.Ε.Σ. που ήταν μαζί μας. Όλες βάπτιζαν μικρά παιδιά — άμα αρχίσεις να βαπτίζεις στην Αλβανία δεν προφθαίνεις να δέχεσαι προτάσεις! Όπου έστρεφα να φωτογραφίσω, έβλεπα τη γλυκιά μορφή της Ιησουέλας. Μα, επιτέλους, δεν ήρθα στα Τίρανα για βαφτίσια. Νεύριασα με τον εαυτό μου. Η ώρα περνούσε και έπρεπε να φύγουμε για το αεροδρόμιο… Μπήκαμε βιαστικά στα αυτοκίνητα, όταν ξανακούσαμε τη φωνή της: «Μπορείτε να με πάρετε μαζί σας; Θα μπορούσα να σας διευκολύνω στις συνεννοήσεις με τις υπηρεσίες του αεροδρομίου». Και την πήραμε.

Την άλλη μέρα, ξεκινήσαμε για περιοδεία σε όσες εκκλησίες θα προφταίναμε να επισκεφθούμε μέσα σ’ ένα διήμερο στην Αλβανία.

«Μπορείτε να με πάρετε μαζί σας και να παραμείνετε ένα τετραήμερο; Θα σας δείξω όλες τις εκκλησίες της Αλβανίας», ήταν πάλι η πρόταση της Ιησουέλας που είναι δασκάλα και έχει διαβάσει για ό,τι μας ενδιέφερε.

Έτσι, ξεκινήσαμε με την Ιησουέλα για μια εβδομάδα και με τη βοήθεια της θα σας δείξουμε εκκλησίες που λάμπουν από ομορφιά, εκκλησίες που στη θέση τους δεν υπάρχει ούτε πέτρα, εκκλησιές που στο Ιερό σταυλίζονται ζωντανά, εκκλησίες που περιμένουν το στοργικό μας χέρι να τις αναστηλώσουμε, για να στηλώσουμε την πίστη αυτών των ανθρώπων που την κράτησαν στα δύσκολα χρόνια, που κρατήθηκαν στη ζωή με την πίστη τους.

Ανήμερα των Εισοδίων της Θεοτόκου, η Ιησουέλα εισήλθε στη χριστιανική οικογένεια. Τη βάπτισα στην εκκλησία των Τιράνων και της έδωσα το όνομα της μητέρας του Χριστού: Μαρία.

Πηγή: Ειρήνης Δορκοφίκη, «Η Ιησουέλα βρήκε το Θεό στην Αλβανία» (Εκκλησίες της Αλβανίας), ελληνική ευρωεκδοτική.


<>






Δήλωση του Ορθόδοξου Αμερικανού θανατοποινίτη της Αριζόνας Μοναχού Εφραίμ (πρώην Αντωνίου - Frank Atwood)


Δήλωση Frank Atwood 26/5/2022

"Σας ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δίνετε να απευθυνθώ σε σας. Ονομάζομαι Frank Atwood και πρόκειται να εκτελεστώ από την Πολιτεία της Αριζόνας στις 10:00 π.μ., της 8ης Ιουνίου 2022. Είμαι καταδικασμένος να πεθάνω για ένα έγκλημα που δεν διέπραξα, αλλά θα αφήσω τα στοιχεία που υποστηρίζουν οι εμπειρογνώμονες και τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι δικηγόροι μου, να μιλήσουν για την αθωότητά μου. Επειδή αυτή είναι η τελευταία μου ευκαιρία να απευθυνθώ σε οποιαδήποτε ομάδα, είναι πρόθεσή μου να μιλήσω από την καρδιά μου όσο πιο ειλικρινά και αληθινά μπορώ. 

Επειδή ανήκω στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και πίστη στην πραγματικότητα ότι η ψυχή μου θα ζήσει αιώνια στον Παράδεισο με τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον οποίο γνώρισα, υπακούω και αγαπώ. Επιτέλους θα ελευθερωθώ από τους γήινους δεσμούς που έχουν σακατέψει το σώμα μου και μου προκαλούν βασανιστικό πόνο. Και δεν θα ζω πια σε έναν κόσμο στον οποίο οι άλλοι υποφέρουν από την ίδια μου την ύπαρξη. 

Στην οικογένεια τής Vicki Lynn Hoskinson, μπορώ να πω ειλικρινά ότι, ενώ ξέρω ότι δεν θα πιστέψετε ποτέ ότι δεν την απήγαγα… δεν το έκανα! Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο πόνος σας είναι όσο πιο αληθινός μπορεί να είναι με οτιδήποτε άλλο σε αυτή τη ζωή, και η βαθιά προσευχή μου είναι ότι ο θάνατός μου θα δώσει σε εσάς και στους δικούς σας κάποια μορφή ανακούφισης και τέλος στην ατελείωτη δυστυχία και το μαρτύριό σας. 

Θα φύγω από αυτόν τον κόσμο με ευγνωμοσύνη και αγάπη στην καρδιά μου για κάποιους πολύ ιδιαίτερους ανθρώπους. Στην, για τριάντα χρόνια αγαπημένη σύζυγό μου, την Σάρα, που με συντρόφευσε σε καλές και χειρότερες εποχές, την αφοσιωμένη σύντροφό μου στην ελληνορθόδοξη πίστη, την αγάπη της ζωής μου και την καλύτερή μου φίλη... Σε αγαπώ και σε ευχαριστώ. 

Επίσης, στον πνευματικό μου πατέρα Γέροντα Παΐσιο, που με ποίμαινε με αγάπη τις τελευταίες δεκαετίες προς υπακοή στις εντολές του Χριστού, στην κάθαρση και στον φωτισμό. Γεροντά μου, η αγάπη μου για σένα υπερβαίνει κάθε έκφραση. Επίσης στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και πολλά Μοναστήρια σε όλη την Κύπρο, την Ελλάδα και τις Η.Π.Α., οι συνεχείς προσευχές σας με στήριξαν και μέχρι την τελευταία μου πνοή θα συνεχίσω τις προσευχές μου για εσάς και επικαλούμαι τις προσευχές σας να με βοηθήσουν όταν θα περάσω τα τελώνια. 
Ιδιαίτερη αναφορά στον πρωτουργό της επιστροφής μου στον Οίκο (στην Εκκλησία), Μητροπολίτη Αθανάσιο, τον διαφωτιστή μου, στον Μητροπολίτη Ιερόθεο, επίσης στον Γέροντα Νικόδημο, στον π. Φιλάρετο και στον μοναχό Σωφρόνιο. 

Πρέπει επίσης να αναφέρω τους φίλους μου και την νομική μου ομάδα. Τον Σαμ, τον Έβαν, τον Τζο, τον Ντέιβιντ και την Έιμι, που αποτελούν την ακούραστη εκπροσώπησή μου ενάντια στον μηχανισμό του θανάτου της κοινωνίας. Η υποστήριξή σας ήταν καταπληκτική και εκτιμήθηκε βαθιά. Φίλοι μου Νίκο και Πάνο, εύχομαι ο Θεός να ευλογεί πλούσια την καλοσύνη σας, σας ευχαριστώ! Τέλος, μερικοί υποστηρικτές, όπως ο Michael Zoosman, με το " L'Chaim, Jews Against the Death Penalty" και ο Abe Bonowitz, με το "Death Penalty Action". Μπράβο εκ μέρους μου και εκ μέρους των θανατοποινιτών της Αμερικής για τον ατελείωτο αγώνα σας. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω την Ελένη και τον Επίσκοπο Επιφάνιο. Κλείνοντας, θα ήθελα να ζητήσω όλη η ανθρωπότητα να προσευχηθεί στον Χριστό να μας ελεήσει, να μας δώσε το έλεος που χρειαζόμαστε απεγνωσμένα λόγω της τραγικής μας έλλειψης προσευχής και μετάνοιας. Σας ευχαριστώ που μου επιτρέψατε να σας απευθυνθώ σήμερα. Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με."

Ο Frank Atwood καταδικάστηκε το 1987 σε 30 χρόνια κάθειρξη και θανατική ποινή στις φυλακές της Αριζόνας στην Αμερική. Εκεί γνώρισε τον γέροντα Εφραίμ και τον Γέροντα Παΐσιο (όχι τον Άγιο) σε επισκέψεις που έκαναν στην φυλακή. Βαπτίστηκε από Εβραίος Χριστιανός Ορθόδοξος και πήρε το όνομα Αντώνιος, από το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου, το πρώτο που έχτισε στην Αμερική ο Γέροντας Εφραίμ. Θα εκτελεστεί στις 8 Ιουνίου. 

Ο Frank δεν δέχθηκε ποτέ αυτά που του καταλογίζουν.

Αφήγηση: Σταύρος Κυπριανού

Πηγή - Facebook: Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος


<>









Η επιστροφή μου εις Χριστόν

Παύλου Φωτίου τέως Ραββίνου της Ισραηλινής Κοινότητος Άρτης

«Μεσσίαν… ον έγραψε Μωυσής
τω Νόμω και οι Προφήται,
ευρήκαμεν, Ιησούν τον υιόν
του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ»
Ιωάν. 1, 46

Πρόλογος

Ίσως σας είναι γνωστόν από τας εφημερίδας το προ δεκαετίας , χάριτι Κυρίου, λαβόν χώρα εις εμέ και την οικογένειάν μου μέγα γεγονός, ίσως όμως και όχι. Πρόκειται για περί της επιστροφής μας εις Χριστόν και της βαπτίσεώς μας κατά την εορτήν της Πεντηκοστής το έτος 1952 εις την Ιεράν Μητρόπολιν της Άρτης, τόσον εμού όσον και ολοκλήρου της οικογενείας μου.

Δι εμέ και την οικογένειάν μου τούτο αποτελεί μέγαν σταθμόν στη ζωή μας, δι αυτό πάντα ευχαριστούμεν τον Θεόν, διά Ιησού Χριστού του Υιού Αυτού και Θεού ημών, διά την χάριν και την τιμήν που έκαμε εις ημάς, ώστε να μας καλέση με τον τρόπον Του εις σωτηρίαν.

Η ευγνωμοσύνη μας προς Αυτόν ως και η υποχρέωσίς μας προς τους συνανθρώπους μας είναι μεγάλη, κατ’εξοχήν δε εις τους αδελφούς μας Ισραηλίτας, οίτινες παρερμηνεύοντες τας Αγίας Γραφάς απορρίπτουν μετά πείσματος και μίσους τον ήδη ελθόντα Μεσσίαν Χριστόν, Όν οι πατέρες ημών παρέδωσαν εις κρίμα θανάτου, και ο Πατήρ Αυτού ανέστησεν την τρίτην ημέραν εκ νεκρών κατά τας Γραφάς.

Μάλιστα, ιδιαιτέρως και κατ’εξαίρεσιν δι’αυτούς γράφω το βιβλιαράκι τούτο, ίνα διευκολύνω αυτούς διά των Αγίων Γραφών μήπως θελήσουν και πιστέψουν και δεχθούν ως Σωτήρα των τον Ιησούν, Όστις πλέον μέλλει να έλθη ουχί ίνα σώση αλλ’ίνα κρίνη ζώντας και νεκρούς.

Παύλος Φωτίου

ΜΕΡΟΣ Α”

ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΜΟΥ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

Από το έτος 1930 περίπου διάβαζα την Αγίαν Γραφήν, τόσον εις την εβραϊκήν γλώσσαν, όσον και εις την ελληνικήν. Αφού όμως πέρασε καιρός και εν τω μεταξύ ανέλαβον και ως επίτροπος της Συναγωγής μας είχα την ευκαιρίαν να διαβάζω περισσότερον αυτήν και να κατανοώ και περισσότερα. Εκεί πάντως που εδυσκολευόμην ήτο το πρόσωπον του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού. Εις το σημείον αυτό συναντούσα δυσκολίαν να διακρίνω εις τους προφήτας, τους ψαλμούς και την πεντάτευχον τον Μεσσίαν Ιησούν.

Πάντως πέρασαν αρκετά χρόνια, όπου τέλος ήλθε η τελευταία μας καταστροφή παρά των Γερμανών και αφού επήγα όμηρος εις την Γερμανίαν και επέστρεψα, ως φαίνεται, είδεν ο Θεός την προσπάθειάν μου εις την έρευναν των Αγίων Γραφών και εξαπέστειλεν και εις εμέ το Πνεύμα Του το Άγιον του συνιέναι τας Γραφάς. Και κατά το έτος 1952 μίαν των ημερών αυτού απεφάσισα να γίνω ως νήπιον εις τας φρένας μη παραδεχόμενος πλέον τας ψευδείς παραδόσεις των πατέρων ημών, και εδέχθην τον Ιησούν ως τον Μεσσίαν και Λυτρωτήν της ανθρωπότητας ολοκλήρου και εμού, ως τον διέκρινα πλέον εις την Αγίαν Γραφήν, προερχόμενον εκ της οικογενείας του Δαυίδ και της ρίζης Ιεσσαί. (Α” Βασ. 16,2)

Εννόησα δε αυτό μόλις απέρριψα τας βλασφήμους παραδόσεις των πατέρων μας, διά των οποίων βλασφήμουν την Θεομήτορα ως μίαν κοινήν γυναίκα (μη γένοιτο Κύριε!) ώς και τον Σωτήρα μας Χριστόν ως νόθον, και διαστρέφοντα, δήθεν, τον Μωσαϊκόν Νόμον και τον τότε λαόν του Ισραήλ. Όταν λέγω απέρριψα τον ραββινικόν νόμον, ον συνέταξαν οι γραμματείς και φαρισαίοι, ως άλλοι Άνναι και Καϊάφαι, και όλας τας συκοφαντίας κατ’αυτού ως ψευδείς και αντιθέτους των Αγίων Γραφών, τότε είδα φως και διέκρινα τον Ιησούν εις την Παλαιάν Διαθήκην.
Πάντως θα παραθέσω κατά σειράν εις την συνέχειαν τας περικοπάς της Αγίας Γραφής που με διεφώτισαν εις ανεύρεσιν του Μεσσίου Ιησού.

ΤΡΙΑΣ Ο ΘΕΟΣ

1) Το πρώτον εδάφιον της Γενέσεως του πρώτου κεφαλαίου όπου λέγει «Εν αρχήν εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Αυτό εις την εβραϊκήν το διαβάζουμε εμείς «Μπερεσύθ μπαρά ελωήμ» δηλαδή εις την αρχήν έπλασεν ο Θεός. Η λέξις όμως «ελωήμ» είναι εις τον πληθυντικόν αριθμόν και εξηγείται «Θεοί». Δεν γράφει «ελόα» ούτε «ελ» που είναι εις τον ενικόν αριθμόν ως ακούομεν τον Ιησούν εις την προσευχήν του εις τον Σταυρόν λέγοντα «Ηλί ηλί, λαμά σαβαχθανί» (Ματθ. ΚΖ 4,6) τουτ’εστί, «Θεέ μου,Θεέ μου, ινατί με εγκατέλειπες;» Ακούομεν και βλέπομεν ο Χριστός, το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, να φωνάζει εις τον Πατέρα Του.

2) Το 26ον εδάφιον του ιδίου κεφαλαίου της Γενέσεως όπου εβραϊστί λέγει «Ναασέ αδάμ μπετσαλμένου» δηλαδή «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’εικόνα ημετέραν και καθ’ομοίωσιν». Εις αυτήν την περίπτωσιν διέκρινα την ύπαρξιν δευτέρου προσώπου, του Υιού, προς τον οποίον ομιλεί ο Πατήρ του Σωτήρος Χριστού, την οποίαν πολύ σωστά έχει διατυπώσει εις το Σύμβολον της Πίστεως το «Πιστεύω» η Α” Οικουμενική Σύνοδος εις το δεύτερον αυτής άρθρον διά των εξής: «Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων». Εις το εδάφιον αυτό λοιπόν διέκρινα ότι οι Χριστιανοί έχουν δίκαιον και εμείς πλάνην. Διότι εις ποίον ομίλησεν ο Θεός προτού να πλάση τον Αδάμ, εάν ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού δεν υπήρχεν ως υποστηρίζουν;

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕΣΣΙΑΣ

3) Το 40ον κεφάλαιον της Γενέσεως στίχος 8-10 όπου αναφέρεται η Γενεαλογία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστου, από την φυλήν του Ιούδα του υιού Ιακώβ. Εις τους τρεις αυτούς στίχους, παρουσιάζεται η αγία Τριάς και εις τον 10ον στίχον, αναφέρεται σαφώς περί του Ιησού έχων ούτω: «Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα, και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως αν έλθη τα αποκείμενα αυτώ, και αυτός προσδοκία των εθνών». Αυτό κατά τους 70 μεταφραστάς. Εις το εβραϊκόν διαβάζω ούτω: «Δεν θέλει εκλείψει το σκήπτρον εκ του Ιούδα, ουδέ νομοθέτης εκ μέσου των ποδών αυτού, εωσού έλθη ο ΣΗΛΟ. και εις αυτόν θέλει είσθε η υπακοή τρων λαών». Ποιος λοιπόν είναι ο Σηλώ; Ασφαλώς ο απεσταλμένος Χριστός που εις Αυτόν πρέπει να υπακούσουν όλοι οι λαοί, ως άλλωστε το βεβαιώνει αυτό ο Μωυσής εις το Δευτερονόμιον, γράφων ούτω: «Προφήτην εκ μέσου σου θέλει αναστήσει εις σε Κύριος ο Κύριος ο Θεός σου εκ των αδελφών σου, ως εμέ αυτού θέλετε ακούει» (κεφ ΙΗ” 15) και πιο κάτω επαναλαμβάνει και προσθέτει «Προφήτην εν μέσω των αδελφών αυτών θέλω αναστήσει εις αυτούς, ως σε, και θέλω βάλει τους λόγους μου εις το στόμα αυτού, και θέλει λαλεί προς αυτούς πάντα όσα εγώ προστάζω εις αυτόν» (εδαφ. 18). Πώς λοιπόν να μη πιστέψω εις αυτόν τον (Προφήτην) που έδωσε ο Θεός, τον Ιησούν, όστις επραγματοποίησε την προφητείαν ταύτην καθ’ο ουδέν έπραξεν ή ελάλησεν Αυτός, ειμί ο Πατήρ δι” Αυτού, ως διαβάζομεν εις τον Ιωάννην (ιδ” 8-11) «Λέγει αυτώ Φίλιππoς, Κύριε, δείξον ημίν τον πατέρα και αρκεί ημίν. Λέγει αυτώ ο Ιησούς: τοσούτον χρόνον μεθ’υμών είμι, και ουκ έγνωκάς με, Φίλιππε; ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα. Και πως συ λέγεις, δείξον ημίν τον πατέρα; ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστί; τα ρήματα α εγώ λαλώ ημίν, απ’εμαυτού ου λαλώ. Ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα. Πιστεύετέ μοι ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί». Και αλλού εδιάβασα ότι είπε «Εγώ εξ εμαυτού ουκ ελάλησα,, αλλ’ο πέμψας με πατήρ αυτός μοι εντολήν έδωκε τι είπω και τι λαλήσω… α ουν λαλώ εγώ, καθώς είρηκέ μοι ο πατήρ, ούτω λαλώ«. (Ιωάννης ιβ” 49-50)

Και διαβάζω ακόμη εις το Δευτερονόμιον «Και ο άνθρωπος όστις δεν υπακούσει εις τους λόγους μου, τους οποίους αυτός θέλει λαλήσει εν τω ονόματί μου,εγώ θέλω εκζητήσει τόυτο παρ’αυτού» (εδάφιον 19) και διακρίνω εις τα λόγια αυτά τον Θεόν Πατέρα όπου θα ομιλήση διά του Ιησού και πιστεύω απολύτως εις αυτό, διότι βλέπω ότι τα λόγια αυτά του Μωυσέως τα επραγματοποίησεν όλα ο Ιησούς, όπως διαβάζω εις την ΚΞ. Διαθήκην (το Ευαγγέλιον).

Αυτά άλλωστε που γράφει ο Μωυσής εις το Δευτερονόμιον τα εζήτησαν οι Ισραηλίται εις το όρος Σινά καθ’ημέραν εδόθη εις αυτούς ο Νόμος, ειπόντες μετά την λιποθυμίαν των να στείλη ο Θεός προφήτην να τους διδάσκει καθ’εκάστην, πράγμα που έγινεν διά του Ιησού Χριστού, Όστις εδίδασκεν καθημερινώς εις τας συναγωγάς (βλέπε Ματθ. δ» 23, Μάρκος α” 39, Λουκάς δ” 44, Ιωάννης ιη” 20) και από νεαρής ακόμη ηλικίας εις τον Ναόν του Σολωμόντος (βλ. Ιωάν. β” 41-52) επραγματοποίησεν την Γραφήν αυτήν. Αλλ’αυτοί ου κατενόησαν τας Γραφάς και εζήτησαν τον δια Σταυρού θάνατόν Του, όπερ και έγινεν επί Ποντίου Πιλάτου και Άννα και Καϊάφα αρχιερέων.

4) Το έβδομον κεφάλαιον του Ησαϊου, στίχος 14, και που ομιλεί ο Προφήτης διά την ενσάρκωσιν του θείου Λόγου, λέγων: « Θέλει στήσει Κύριος σημείον (θαύμα)* ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσιν το όνομα αυτού Εμμενουήλ». Όταν λιοπόν διάβασα αυτό, είδα το θαύμα της ενσάρκου οικονομίας. Πιστοποίησα την πραγματοποίησην των λόγων του Παύλου λέγοντος: «Μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον* Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α” Τιμ. γ” 16) ως και των του αγγέλου λεχθέντων εις τον Μνήστορα Ιωσήφ, όταν διενοήθη λάθρα απολύσαι την Μαριάμ: «Το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν Αγίου» και πάλιν το «Τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του προφήτου λέγοντος: «ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσιν το όνομα αυτού Εμμανουήλ» του Ησαϊου, «ο εστί μεθερμηνευόμενον μεθ’ημών ο Θεός» (Ματθαίος α” 22-23)

Όταν λοιπόν εδιάβασα, τόσον τον Ησαϊα, όσον και τον Ευαγγελιστήν Ματθαίον, είδα ότι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας, ο προφητευθείς και επ’εσχάτων των ημερών σαρκωθείς και γεννηθείς Λόγος του Θεού και επίστευσα εις Αυτόν.

Ακόμη με εβοήθησε εις το να πιστέψω, ότι πράγματι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας, η συμπεριφορά του Θεοδόχου Συμεών, όστις εις ηλικίαν περίπου 240 ετών, διότι ως ερμηνευτής της Βίβλου (εις εκ των 72 ερμηνευτών) επί Πτολεμαίου και απιστήσας αναφορικώς με την πραγματοποίησιν αυτού του εδαφίου του Ησαϊού,(Γ” 14) είχε υπόσχεσιν από τον Θεόν ότι δεν θα αποθάνη εάν δεν ιδή πραγματοποιούμενον τούτο: «Και ιδού εις άνθρωπος εν Ιερουσαλήμ (γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς) ω όνομα Συμεών, και ο άνθρωπος ούτος δίκαιος και ευλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν του Ισραήλ, και Πνεύμα ην Άγιον επ’αυτού και ην αυτώ κεχρησμένον υπό του Πνεύματος του Αγίου μη ιδείν θάνατον πριν η ιδή τον Χριστόν Κυρίου». Και πράγματι, ήλθεν εν τω πνεύματι εις το ιερόν όταν εγεννήθη ο Χριστός και τον έφερον οι γονείς Του κατά τον Νόμον (Λευιτικόν ΙΒ” 2-8 Έξοδος ΙΓ” 2-12) διά τον καθαρισμόν και εδέχθη εις τας αγκάλας του τον Χριστόν και είπεν: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη* ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ό ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις αποκάλυψην εθνών και δόξαν λαού του Ισραήλ» (Λουκάς ΒΝ” 22-32).

Αυτό δι εμέ ήτο μέγα βοήθημα και σας το τονίζω διότι, εάν ο Χριστός ήτο νόθος υιός, ως υποστηρίζει το Ταλμούδ (ραβιννικός νόμος), πώς ο Συμεών τον εδέχθη μια και ο Νόμος λέγει ότι δεν επιτρέπεται νόθος υιός να εισέλθη εις τον Ναόν μέχρι δεκάτης γενεάς; Προσοχή λοιπόν, διότι είναι πλάνη αυτό και βλασφημία.

5) Ο 2ος ψαλμός, όστις αναφέρει την αποστασίαν των ανθρώπων εναντίον του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστου.

«Διατί (λέγει) εφρύαξαν τα έθνη και οι λαοί εμελέτησαν μάταια;
Παρέστησαν οι βασιλείς της γης, και οι άρχοντες συνήχθησαν ομού, κατά του Κυρίου, και κατά του Χριστού αυτού, λέγοντες:

«Ας διασπάσωμεν τους δεσμούς αυτών, και ας απορρίψωμεν αφ’ημών τας αλύσεις αυτών». (Ψαλμ. Β” 1-3)

Τα οποία επραγματοποιήθησαν εναντίον του Ιησού εκ μέρους των πατέρων μας, των Γραμματέων και των Φαρισαίων και του Πιλάτου του τότε κυβερνήτου και κατακτητού των Ιεροσολύμων, οίτινες συμβούλιον εποίησαν και εσταύρωσαν Αυτόν, ίνα απαλλαγώσιν εξ Αυτού. Αλλά η υπόθεσις του Χριστού δεν ήτο μέχρι του Σταυρού, όπου έβλεπον αυτοί, αλλά και πέραν αυτού. Δι’αυτό και ο ψαλμωδός συνεχίζων λέγει:

«Υιός μου είσαι συ* γω σήμερον σε εγέννησα ζήτησον παρ’εμού,και θέλω σοι δώσει τα έθνη κληρονομίαν σου και ιδιοκτησία σου τα πέρατα της γης» (ψαλμ Β” 7-8).
Δηλαδή μετά την Ανάστασίν Του το όνομά Του θα γίνη πιστευτόν εις όλον τον κόσμον, κατά το «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. ΚΗ” 18). Ώστε με βάση αυτά δεν ήτο δυνατό να μη πιστεύσω ότι ο Χριστός ήτο ο Μεσσίας.

6) Η σταυρική θυσία του Ιησού, η οποία σταυρική θυσία του Ιησού υπάρχει εις τον προφήτην Ησαϊαν εις το ΝΓ” κεφάλαιον.

Διότι τις θα δυνηθή να αμφισβητήση ότι ο Χριστός, ο φερόμενος ως άκακον αρνίον ενώπιον του Πιλάτου, των Γραμματέων και Φαρισαίων αμίλητος, και ενώπιον των αρχόντων διά τας αμαρτίας ημών, και που εσταυρώθη μεταξύ των κακούργων δεν είναι ο αμνός του Θεού.

7)Μία προσευχή του Χριστού που έκαμε επί του Σταυρού και που έχει γραφεί 1000 χρόνια προ Χριστού διά του Δαυίδ εις τον 22ον ψαλμόν ως εξής:

«Θεέ μου, Θεέ μου, διά τι με εγκατέλειπες» (ψαλ. ΚΒ” 1) και (Ματθ. ΚΗ” 46) και εν συνεχεία μία άλλη λεπτομέρεια που γράφεται εις τον ίδιον ψαλμόν «ετρύπησαν τας χείρας μου και τους πόδας μου» (στίχος 6) και που διαβάζομεν ότι έλαβε χώραν εις τον Ιησούν (βλ. Ματθ. ΚΖ” 35). Και ακόμη το «Διεμερίσθησαν τα ιμάτιά μου εις εαυτούς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον» (στιχ 18) βλέπε και (Λουκας ΚΓ” 34) όπου αυτά έγιναν όλα εις το πρόσωπον του Χριστού. Πώς να μη πιστέψω ότι είναι ο Μεσσίας;

Και ένα ακόμη που έχει σχέση με την αμοιβή του Θεού προς τον Υιό που το λέγει και το κάμνει. Δηλαδή εις αντίκρυσμα όλων αυτών που θα σου κάμουν εγώ θα σε αναστήσω. «Διότι δεν θέλεις εγκαταλείψει την ψυχή μου εν τω άδη, ουδέ θέλεις αφήσει τον Όσιόν σου να ιδεί διαφθοράν» (ψαλ. 16,10) και εν συνεχεία πιστεύω εις την ανάστασην του Ιησού, διότι και πάλι διαβάζω εις τον ψαλμόν το: «είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου* κάθου εκ δεξιών μου έως αν θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου» (ψαλ. ΡΘ” 1).

Πώς λοιπόν να πιστέψω τα ψεύδη των Ραββίνων, ότι δήθεν εκλάπη ο Ιησούς και ουχί ανέστη, αφού ο Δαυίδ προφητεύει, τόσο την ανάστασιν, όσον και την ανάληψιν αυτού;

Ακόμη,πώς να μη πιστέψω εις την ανάληψιν του Ιησού αλλά εις την κλοπήν Αυτού,αφού και μετά την Ανάστασιν Αυτού ευρέθησαν τα οθόνια και το σουδάριον τα οποία ήσαν κολλημένα εις το σώμα Του, με ειδικόν μίγμα κολλητικόν ως εσυνήθιζον οι τότε να ενταφιάζουν; Πώς να μην παραδεχθώ λοιπόν την Ανάστασιν,αφού ως Παντοδύναμος Θεός άφησε τον Τάφο κενό και τας αποδείξεις της Αναστάσεώς Του;

Τον επίστευσα λοιπόν ως γεννηθέντα, σταυρωθέντα, αναστάντα, αναληφθέντα εις ουρανούς και ότι θα έλθη πάλιν κρίναι ζώντας και νεκρούς και αλλοίμονον εις εκείνους που δεν τον εδέχθησαν.

Εν ακόμη σοβαρόν ζήτημα που εβοήθησεν εις την επιστροφήν μου εις Χριστόν είναι το χρήμα. Το χρήμα το οποίον διέθεσαν και διαθέτουν ακόμη οι εχθροί του Χριστού, διά να μη διαδοθή η έλευσίς Του, η σταύρωσίς Του, η ανάστασίς Του, αρχής γενομένης από τα οποία θα διετίθεντο διά την αγοράν του αγρού του κεραμέως, διότι ήτο αξίας αθώου αίματος το οποίον χρησιμοποιείται μέχρι σήμερον ως νεκροταφείον των ξένων, Ζαχ. ια” 12-13.

Αλλ” επίσης χρήματα εδόθησαν εις τους στρατιώτας, ίνα καλύψουν την ανάστασιν και διαδόσουν οι στρατιώται ότι εκλάπη υπό των Μαθητών και ουχί ανέστη. Το χρήμα λοιπόν είναι αυτό που εξαγοράζει συνειδήσεις. Αυτό που κλείει μάτια σοφών και διαστρεβλώνει γνώμας συνετών, ως διαβάζομεν εις την Πεντάτευχον.
Πόσοι και πόσαι σήμερον δεν δωροδοκούνται ίνα κρύψουν την ύπαρξιν του Σωτήρος, και εν τούτοις ο Μεσσίας Χριστός ήλθε.

Μας το επληροφόρησαν οι μυροφόρες. Μας το εβεβαίωσαν η ποτέ Σαμαρείτις, ήτις συνεζήτησε μαζί Του, και το επεκύρωσεν ο εκ γενετής τυφλός, ο παράλυτος και τόσοι άλλοι.

ΜΕΡΟΣ Β”

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ ΠΡΟΣ ΦΩΤΙΣΜΟΝ ΜΟΥ

Ήτο η περίοδος του Τριωδίου, συγκεκριμένως η δευτέρα εβδομάς του Ασώτου, εποχή κατά την οποίαν μας προειδοποιεί ο Θεός να μετανοήσωμεν και να νηστεύσωμεν, ίνα εορτάσωμεν τα φρικτά Του πάθη και την σταύρωσίν Του. Κατ’αυτήν λοιπόν την εποχήν είδον εις τον ύπνον μου τα εξής: Είδον ότι έκαμνα τον εσπερινόν του Σαββάτου και ενώ μελετούσα την Πεντάτευχον εκ της περγαμηνής, εις την περικοπήν της εξόδου εκ της Αιγύπτου, βλέπω εκεί μέσα τρεις λέξεις ελληνικές με χρυσή μελάνη που έλεγον «Πίστις ελευθερία πατρίς». Γυρίζοντας δε την επομένην σελίδα βλέπω πως ευρισκόμην εις ένα οίκημα μεγάλο και εις την πύλην αυτού ίσταντο δύο στρατιώται.

Εκείνην ακριβώς την στιγμήν παρουσιάσθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μαζί με τον βασιλέα των Ελλήνων Παύλον. Κτυπά την πύλην ο Κύριος και αμέσως κατεβαίνω κάτω και του ανοίγω. Μπαίνοντας μέσα ο Χριστός, έβγαλε από την τσέπη Του μία φωτογραφία με 360 πρόσωπα και μου την έδωσε στα χέρια. Αφού όμως εγώ δεν ημπορούσα να εννοήσω λαμβάνει τον λόγον ο Ίδιος και μου λέγει:

«Τόσοι φύγατε (όμηροι) και τόσοι γυρίσατε από την Άρτα. 360-30. Είναι καιρός να μετανοήσητε διά την αμαρτίαν των πατέρων σας, που ήτο η σταύρωσίς μου» και εν συνεχεία μου έδειξε τας τρύπας των χειρών Του. Και αφού με εφώτισεν διά την ερμηνείαν του 26ου κεφαλαίου του Λευιτικού, αμέσως έγινεν άφαντος. Τότε εμείναμε μόνοι με τον βασιλέα Παύλον που και αυτός μου είπε τα ίδια.

Αυτό μου το όνειρον έγινε η αιτία ώστε η πίστις μου να θερμανθή διά τον Χριστόν ως Μεσσίαν της ανθρωπότητος. Το περιστατικόν δε αυτό το ανεκοίνωσα εις τους τότε ιδικούς μου, που άλλοι επίστευσαν εν μέρει, άλλοι δε καθόλου. Πάντως εγώ προχωρούσα σταθερά πλέον προς το βάπτισμα μεθ’όλης της οικογενείας μου.
Δευτέρα εμφάνισις του Κυρίου ημών

Μετά παρέλευσιν δύο περίπου μηνών και αφού εσυνέχισα την μελέτην διαφόρων βιβλίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας και παρακολουθούσα τας θείας αυτής Λειτουργίας, εφθάσαμε εις την Μεγάλην Πέμπτην.

Το βράδυ της Μ. Πέμπτης έπεσα για ύπνο πολύ στεναχωρημένος (εξ αιτίας αυτών που είχα ακούσει εις την Εκκλησίαν κατά τη Μ. Εβδομάδα) και είδα διά δευτέραν φοράν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν ως εξής:

“Ητο ως προείπον Μ. Πέμπτη βράδυ και είδα ότι ήμουν μαζί με την οικογένειαν που εξοντώθη εις την Γερμανίαν και συντρώγαμε εις τον διάδρομον του σπιτιού μου. Σε μια όμως στιγμή εκτύπησε η πόρτα του σπιτιού και εισήλθε ο διανομεύς του ταχυδρομείου της Άρτης και μου έδωσε ένα γράμμα στα χέρια. Άνοιξα το γράμμα και είδα μέσα την φωτογραφίαν που μου έδωσεν την πρώτην φοράν ο Κύριος, ως και μία παραίτησιν ως Ραββίνου της Κοινότητος που ήμουν. Και πάλιν έμεινα εκστατικός με την φωτογραφίαν των 360 ατόμων.

Εκείνην δε την στιγμήν ηκούσθη μία άγνωστος φωνή μέσα από το σπίτι ήτις μου είπε: « Τόσοι φύγατε και τόσοι γυρίσατε. Είναι καιρός να μη ακούσης κανέναν. Πάρε την οικογένειάν σου και έλα μαζί μου, η αμαρτία των πατέρων σας σας παιδεύει. Μετενόησε και έλα μαζί μου για να σωθής».

Από εκείνην την στιγμήν η πίστις μου εθερμάνθη έτι περισσότερον και ανεκοίνωσα αυτό εις την οικογένειάν μου προτρέποντας αυτήν ίνα μεταβώμεν το συντομώτερον εις τον Μητροπολίτην κ.κ. Σεραφείμ προς κατήχησιν και βάπτισιν.
Εξημερώνοντας όμως επληροφορήθην από κάποιο μου φίλο ότι οι τότε αδελφοί μου Ισραηλίται είχον σχέδιον καταστρώσει ίνα, εάν επήγαινα εις την Συναγωγή των το Σάββατον να με έκαμνον αποσυνάγωγον, ως άλλοι Γραμματείς και Φαρισαίοι επί ημερών Κυρίου.

Πληροφορηθείς λοιπόν τούτο απέφυγον και έτσι την τρίτην ημέραν του Πάσχα μετέβημεν εις την Μητρόπολιν προς κατήχησιν δίδοντες υπόσχεσιν εις τον Σεβασμιώτατον, ότι θα τον ειδοποιήσωμεν 10 ημέρας προ της βαπτίσεώς μας.

Τρίτη εμφάνισις του Κυρίου ημών

Επέρασαν 40 ημέραι από το Πάσχα και ήτο η νύκτα της Αναλήψεως του Κυρίου εις τους ουρανούς, κατά την οποίαν εορτάζεται η Πεντηκοστή των Ισραηλιτών που ημείς ως Ισραηλίται τότε είχαμε συνήθεια να διανυκτερεύωμεν εις διάφορα σπίτια από 20 και πλέον άτομα εις τον καθένα και να μελετώμεν την παράδοσιν του Μωσαϊκού Νόμου εις το Όρος Σινα.

Εκείνην λοιπόν την νύκτα μαζί με την οικογένειάν μου μελετούσαμε ένα βιβλίο που είχε ένα διάλογο του Αγίου Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου με ένα Ραββίνον όνομα Ερβάν, τους οποίους είχεν καλέσει κάποιος βασιλεύς της Αιθιοπίας διά να συζητήσουν περί Χριστου.

Και αφού ο Αρχιραββίνος εζήτησεν 40 ημέρας προθεσμίαν ίνα μελετήση την Αγίαν Γραφήν και μετά να συζητήσουν περί Χριστού και παρουσιασθείς μετά 70 διδασκάλων συνεζήτησαν επί 3 ημερόνυκτα που στο τέλος οι Ισραηλίται είπον, ότι θα επίστευον με την προϋπόθεσιν να εφανερώνετο ο Κύριος και εις αυτούς, όπερ και εγένετο.

Αλλά λόγω της ολιγοπιστίας των Ιουδαίων μόλις εφανερώθη ο Κύριος εις αυτούς διά των θυρών κεκλεισμένων (που κατήλθεν εις νεφέλην εντός του δωματίου) προσηυχήθη ο Αρχιεπίσκοπος και ετυφλώθησαν. Εις την συνέχειαν ως ήσαν τυφλοί ηξίωσεν ο Αρχιεπίσκοπος να βαπτισθούν και πράγματι εβαπτίσθησαν και μετά το βάπτισμα ήνοιξαν τα πραγματικά μάτια της ψυχής των και επίστευσαν απολύτως εις τον Σωτήρα της ανθρωπότητος Χριστόν τόσον αυτοί, όσον και ο Βασιλεύς αυτών και οι αυλικοί του που ήσαν ειδωλολάτραι ως και 1500 περίπου άτομα της πόλεως εκείνης.

Εις την εμφάνισιν του Κυρίου ήμουν μόνος μου ξύπνιος και καθ’ην ώραν εμελετούσα αυτά, ακούω κατά τας 12 (μεσάνυχτα) τρία κτυπήματα εις την οροφήν του σπιτιού μου έντρομος έκλεισα το βιβλίο και επήγα για ύπνο.

Μόλις όμως έπεσα στο κρεβάτι, άκουσα να κτυπά η θύρα του δωματίου και να εισέρχεται μέσα ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, βαστάζοντας εις το χέρι Του ένα κομμάτι βαμβάκι αλειμμένο με λάδι και μ’αυτό με ήλειψε εις το πρόσωπον σταυροειδώς και μου είπε: «Παύλε, Παύλε, από αύριον θα είσαι ιδικός μου. Όποιος παρουσιασθή μη κλονισθής, εγώ θα είμαι μέσα σου». Παραχρήμα δε εξύπνησα και ανέφερα εις την γυναίκα μου το συμβαν και τους είπα να προσέξουν και να μη κλονισθούν ή δελεασθούν από τυχόν προσφερόμενα χρήματα που ίσως θα προσεφέροντο, όσα κι αν ήσαν αυτά, πράγμα που δυστυχώς έγινε την επομένην.
Πράγματι την επομένην ημέραν, πρώτην ημέραν της Πεντηκοστής των Ιουδαίων, μου παρουσιάσθη ολόκληρον το Συμβούλιον της Κοινότητος εις το σπίτι μου κατά τας ένδεκα (11) το πρωί, διά να με μεταπείσουν προσφέροντάς μου υπέρογκα ποσά. Αυτό τούτο έπραξαν και οι καταφθάσαντες εκ Κερκύρας μετέπειτα συγγενείς μου.

Αλλ’εγώ προειδοποιημένος υπό του Κυρίου μου έμεινα ακλόνητος, μαζί με την οικογένειάν μου, εις την μέλλουσαν ορθήν πίστιν, που θα συνεπλήρωνα βαπτιζόμενος εις το όνομα της; τρισυποστάτου Θεότητος, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Και πράγματι την επομένην ειδοποίησα τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Άρτης κ.κ. Σεραφείμ, ίνα βαπτίση ημάς την 8ην Ιουνίου 1952 ημέραν της Πεντηκοστής κατά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Και ούτω έγινε. Μετά δέκα ημέρας την Ανάληψιν του Κυρίου ημέραν Κυριακήν εορτήν της Πεντηκοστής και ώραν 12ην μεσημβρινήν εγένετο η βάπτισίς μας, εμού και των τριών μελών της οικογένειάς μου ενώπιον του Κλήρου και των Αρχών της πόλεως και πλήθους κόσμου, υπολογιζομένου άνω των 3 χιλιάδων.

Αρχαί ωδίνων…

Από την ιδίαν όμως ημέραν της βαπτίσεώς μας ήρχισαν οι διωγμοί και αι συκοφαντίαι. Αλλ’ο Κύριος, όχι μόνον δεν μας παρέδωσε εις τους διωγμούς και συκοφαντίας των εχθρών μας, αλλά μας παρηκολούθησεν με θαύματα. Έδωσεν εις ημάς τέκνον άρρεν έπειτα από 9 ολόκληρα έτη που είχον περάσει από την τελευταίαν μας θυγατέρα.

Πράγματι, μετά παρέλευσιν τριών ετών από της βαπτίσεώς μας και αφού πολλοί πρώην Ισραηλίται και νυν αδελφοί μας εν Χριστώ, προφανώς άνευ πίστεως διέδιδον, ότι επειδή δήθεν απηρνήθημεν την θρησκείαν των Πατέρων μας, ασπασθέντες τον Χριστιανισμόν η γυνή μου δεν πρόκειται να τεκνοποιήση, και ότι μίαν ημέραν πάλιν θα επιστρέψωμεν εις την εβραϊκήν θρησκείαν, μη γνωρίζοντες προφανώς, ότι η εβραϊκή θρησκεία ήτο πρόδρομος της Χριστιανικής και ότι ο προβιβαζόμενος δεν υποβιβάζεται, τους απέδειξε ο Θεός τούτο διά θαύματος τον

Αύγουστον του 1955.

Επήγαμε οικογενειακώς εις την Κέρκυραν διά να παρακολουθήσωμεν την Λιτανείαν του Αγίου Σπυρίδωνος (11η Αυγούστου), να προσκυνήσωμεν και να παρακαλέσωμεν αυτόν, όπως διά των πρεσβειών του μεσιτεύση εις τον Κύριον και μου δώση τέκνον, και μάλιστα άρρεν διά να το αφιερώσω εις την Εκκλησίαν Του φέροντας το όνομα του Αγίου Σπυρίδωνος, ίνα ούτω καταισχυνθούν οι αντίπαλοί μας. Και ώ του θαύματος, μετά από παρέλευσιν τεσσάρων μηνών, ήτοι τον Δεκέμβριον του 1955, έμεινεν έγγυος η σύζυγός μου και είχαμε την ελπίδαν, ότι θα εγένετο υιός ως το εζητήσαμε.

Το επόμενον έτος, (τον Αύγουστον) επήγα και πάλιν εις την χάριν του μαζί με τα δυο μου κορίτσια και με μια πατριώτισσά μας, Φωτεινή Τριχιά, ίνα διανυκτερεύσωμεν εις την Εκκλησίαν του Αγίου. Την γυναίκα μου δεν την είχα μαζί μου, διότι ήτο 8 μηνών έγγυος. Πηγαίνοντας όμως εις την Εκκλησίαν είδα όλο γυναίκες και εντράπην να διανυκτερεύσω με τις γυναίκες και ανεκάλεσα την υπόσχεσίν μου και επήγα σε μια γνωστή μας για ύπνο.

Το πρωί πηγαίνοντας εις την Εκκλησίαν, μου παρουσιάσθη ο Άγιος Σπυρίδων στο δρόμο και αφού με επλησίασε, έβγαλε από την τσέπη του σακακιού μου ένα περιοδικό της Ζωής, όπου έγραφε ένα άρθρον (διά να συμμορφωθή το γυναικείον φύλον από τα ενδύματα που φορούν), μου την φυσά στο πρόσωπον και μου λέγει: «Γιατί ανεκάλεσες την υπόσχεσίν σου; και ότι εκείνο που μου ζήτησες πέρυσι τον Αύγουστο θα σου το δώσω εις ένα μήνα (μου έλεγε για το παιδί που θα εγεννούσε εις ένα μήνα η γυναίκα μου). Εγώ δε,τον ανεγνώρισα αμέσως και του λέγω: «ήμαρτον και συγχώρεσέ με διότι εντράπην τας γυναίκας με τα ενδύματα που φορούσαν». Και μου απαντά ο Άγιος και μου λέγει ότι: «Η κατάλληλος στιγμή διά να διαλαλήσω το άρθρον που έλεγες με τις πλάτες έξω, εμπρός εις τα άγια Λείψανά μου και προσκυνούν και περιμένουν θαύμα, πράγμα που είναι αδύνατον να το λάβουν με τοιαύτην περιβολήν». Λέγοντάς μου αυτά, ταυτοχρόνως με αφήκεν και άφωνον μέχρι της ώρας που ο Μητροπολίτης εις την Εκκλησίαν κατα την Θείαν Λειτουργίαν εκφωνούσε «Τα σα εκ των Σων». Προχώρησα πάντως προς την Εκκλησίαν άφωνος, και κλαίοντας και φθάνοντας εις την πύλην του Ιερού Ναού του Αγίου Σπυρίδωνος,εζήτησα από τον σκοπόν χαρτί και μολύβι και του έγραψα όλα όσα μου εσυνέβησαν.

Εις την συνέχεια, πράγματι ήλθεν ο Μητροπολίτης Κερκύρας κ.κ. Μεθόδιος και έγινε η Θεία Λειτουργία και όταν έφθασεν στα «Σα εκ των Σων» έφυγα από τον αριστερόν ψάλτην, όπου ευρισκόμην, και ήλθα και έπεσα εμπρός στο Άγιον Λείψανον του Αγίου που ευρίσκετο έξω του Ναού, εις την πύλην του Αργαγγέλου Γαβριήλ, έξωθεν του Τάφου του. Και πράγματι, μόλις ετελείωσε ο Μητροπολίτης την εκφώνησιν «Τα Σα εκ των Σων» και έφθασεν εις το «εξαιρέτως της Παναγίας» εσηκώθηκα αμέσως όρθιος και τότε εζήτησα άδεια από τον Μητροπολίτην διά να μιλήσω σχετικώς με τα όσα μου συνέβησαν και σχετικώς με την αμφίεσιν του γυναικείου φύλου.

Εις την συνέχεια και δη την 7ην Σεπτεμβρίου 1956, έτεκεν η σύζυγός μου άρρεν (εις πείσμα και αποστόμωσιν των πατριωτών μου,οίτινες,ως προείπον,επίστευον και πιστεύουν,ότι όταν τις αρνηθή την θρησκείαν του,εις τιμωρίαν δεν τεκνοποιεί) και κατά την εορτήν του Αγίου Σπυρίδωνος(12ην Δεκεμβρίου 1959) εβαπτίσαμεν αυτό και του εδώσαμε το όνομα του Αγίου Σπυρίδωνος,το οποίον πλέον έχομεν αφιερώσει εις τον Θεόν και τον προορίζομεν για ιερέα,με την βοήθειαν του Κυρίου.
Ούτω πως έγινε η βάπτισίς μας και η πίστις μας εις τον Μεσσίαν Χριστόν και ευχόμεθα, όπως φωτίση όλους ο Κύριος, ως εφώτισεν τους δώδεκα Μαθητάς Του και Αποστόλους κατά την ημέραν της Πεντηκοστής διά της καθόδου του Αγίου Πνεύματος, και οι μεν να επιστρέψουν εις Χριστόν και βαπτισθούν εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν την αιώνιον,οι δε να προχωρήσουν κηρύττοντες τας αληθείας του Ευαγγελίου και επιστρέψουν και άλλοι, και ούτω όλοι μαζί ηνωμένοι εν τη φρικτή Δευτέρα ελεύσει Του το : «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου» (Ματθ. ΚΕ” 34), την οποίαν εύχομαι, μαζί με την οικογένειάν μου, εις αλλήλους και εις πάντας. Αμήν

Πηγή:

Εκδόσεις

ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΙΔΡΥΜΑ «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ»


<>





«Ὁ Pyotr Mamonov (1951-2021) ὑπῆρξε ἕνας διάσημος Ρῶσος ἠθοποιός. Ταυτόχρονα, ἦταν εἰκόνα τοῦ ρωσικοῦ rock μέσα ἀπ᾽ τήν πορεία: ἀλκοόλ, ναρκωτικά, ἀκολασία. Γι᾽ αὐτό, τούς συγκλόνισε ὄλους ἡ στροφή του στήν Ὀρθόδοξη Πίστι. Μάλιστα ἐπρόκειτο γιά βαθειά ἀλλαγή μέ δυναμική μετάνοια, πού τήν συναντοῦμε στούς Ἁγίους!
Ἰδού μερικά ἀποσπάσματα ἀπ᾽ τά καταγγραμμένα κείμενά του, μετά τήν μεταστροφή του.
“Ὁ Κύριος γιά μένα εἶναι μιά συνεχής χωρά τῆς παρουσίας Του. Θέλω νά ζῶ ἔτσι. Νιώθω ἔτσι πολύ καλά, σταθερά, γερά, δυνατά... Καί ὅταν εἶμαι ἐν ἀμαρτίᾳ, ἀμέσως νιώθω πώς εἶμαι μόνος καί πώς αὐτή ἡ μέρα πέρασε λαθραία. Εἶναι πολύ ἁπλό: μέ τό Θεό ἡ ζωή, χωρίς τό Θεό ὁ θάνατος”.
“Ὁ δρόμος τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἴδιος: ὅλοι θά φύγουμε ἀπ᾽ τή ζωή. Χτές ἐγώ, ὁ εἰκοσάχρονος, ἔτρεχα στήν ὁδό Gorky, καί νά, αὔριο εἶναι νά πεθάνω. Χωρίς ἀλληγορίες. Φοβᾶμαι; Φοβᾶμαι. Ἀφοῦ εἶναι κάτι πρωτόγνωρο. Ἀλλά καί ἐνδιαφέρον! Ἐκεῖ εἶναι ὁ Κύριος, ἡ Αἰωνιότητα. Δέν εἶμαι ἕτοιμος. 
—Μόνο νά προλάβω! Μόνο νά προλάβω νά ἑτοιμαστῶ! —ἀναφωνοῦσε περιμένοντας τήν Κρίσι”.
“Δέν πρέπει νά ξεγελιόμαστε ὅτι μετά τό θάνατο, ἀπό μᾶς θά μείνη μόνο τό χῶμα. Ὅλοι οἱ μεγάλοι ἐπιστήμονες εἶναι πιστοί. Ὅλοι οἱ γνωστοί μου γιατροί πού ἔχουν νά κάνουν μέ τή ζωή καί τό θάνατο πιστεύουν. Ἔχουν ὑπάρξει χιλιάδες μαρτυρίες μέ κλινικά νεκρούς πού ἀποδεικνύουν ὅτι δέν ὑπάρχει τέλος. Ὁ Einstein δέν εἶχε ἀμφιβολίες σχετικά μέ τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ, τό ἴδιο καί ὁ Pushkin καί ὁ Lomonosov καί ὁ Mendeleev. Ἀλλά κάποια Ἑλενίτσα δεκαεφτά ἐτῶν δηλώνει: ‘Ἀμφιβάλλω ἄν ὑπάρχη ὁ Θεός σας... ̓.
Διάβαζε πρῶτα, μελέτα τό ζήτημα, καί τότε νά μιλᾶς. Ἀλλιῶς, εἶναι ὅπως στό μετρό, ὄπου μπαίνεις καί βλέπεις τό διάγραμμα τῆς διαδρομῆς: ἕνα κύκλο μέ κάποιες πολύχρωμες τελεῖες. Κουνᾶς ἀπορριπτικά τό χέρι καί λές: ‘Τίποτε, βλακεῖες! Θά πάω μόνος μου ̓. Ἔτσι, ὅμως, θά κυκλοφορῆς ὅλη σου τή ζωή πάνω σέ μιά γραμμή”.
“Ἡ ἁμαρτία, ἀκόμα καί μικρή, ἀφήνει στήν ψυχή ἀγιάτρευτη πληγή. Σάν νά φαίνεται ὅτι ὅλα εἶναι καλά: δέν πίνεις, δέν καπνίζεις, ἀλλά οὔτως ἤ ἄλλως, σηκώνεσαι τό πρωΐ καί ἔχεις θλίψι. Γιά ποιό πράγμα; Ἀφοῦ δέν ὑπάρχει κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ σου πού νά μήν ἔχει πληγές. Τίποτε δέν ἄφησες γιά τόν ἑαυτό σου. Μέ τί νά ζῆς; Μέ τί νά ἀγαπᾶς; Μόνο οὐλές. Καί νιώθεις πολύ φόβο καί κάπως σάν ἀπορία: μέ τά δικά μου χέρια τά ἔκανα ὅλα;”.
“Ὅταν θά πεθαίνω, δέν χρειάζονται οὔτε δρύινα φέρετρα οὔτε λουλούδια. Νά προσεύχεστε, παιδιά, γιά μένα, πέρασα διάφορα στή ζωή μου!”»(ΛΝ, 2).


<>







Μάρτιος 2017: Η μεταστροφή του νεοφώτιστου Φινλανδού Ραφαήλ (πρώην Ιούστος) από τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία

Ένας εικοσαετής νέος από την Φιλανδία επισκέφθηκε τελευταίως –κατά την περιόδον του Πεντηκοσταρίου– το Άγιον Όρος, ο οποίος μας διηγήθηκε την ζωή του και πως ο Θεός τον οδήγησε να γνωρίσει την Ορθοδοξία.

Η καταγωγή του

Ο Ιούστος (αυτό ήταν το προτεσταντικό όνομά του) γεννήθηκε το έτος 1997 στην πόλη Χαμ Ελνίνα της Φιλανδίας.

Οι γονείς του, πατέρας Σάμι και μητέρα Χέινι, είναι πολύτεκνοι. Εκτός από τον Ιούστο, έχουν ακόμη 7 παιδιά: τον Ιωανάθαν, τον Ιωακείμ (που παντρεύτηκε την Σωσάννα), το Κασμίρ, τον Ιωάννη, τον Έρασμο, την Σάρα-Λίνα και την Βερονίκη – 6 αγόρια και 2 κορίτσια.

Όταν πριν 8 χρόνια, η Προτεσταντική «Εκκλησία» (παρασυναγωγή) της Φιλλανδίας αποδέχτηκε και ανεγνώρισε τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, να παντρεύονται άνδρες με άνδρες και γυναίκες με γυναίκες, ως και να χειροτονούνται γυναίκες επισκοπίνες και ιέρειες, δεν ξαναπήγε η μητέρα του η Χέινι στις συνάξεις τους. Αλλά προσευχόταν με τον τρόπο της, ότι γνώριζε, στο σπίτι της.

Ο πατέρας του, ο Σάμι, ήταν ιεροκήρυκας (πάστορας) των Προτεσταντών. Επειδή όμως αρνήθηκε τότε, πριν 8 χρόνια, να κηρύττει τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και την χειροτονία των γυναικών την απέρριψε, απελύθη και εξεδιώχθη από την θέση του ιεροκήρυκος.

Οι πρώτοι σπινθήρες της ευσεβείας

Από τότε έμεναν στο σπίτι τους και προσεύχονταν με τον τρόπο τους στον Χριστό. Κάποια μέρα επισκέφθηκε η μητέρα του μία γνωστή της οικογένεια Ρώσσων Ορθοδόξων Χριστιανών. Φεύγοντας από την επίσκεψη αυτή, η Ρωσσική οικογένεια τους χάρισε μία μικρή εικονίτσα του Αγίου Γεωργίου.

Ο έφηβος τότε Ιούστος έμαθε για το Μαρτύριο και τα θαύματα του Αγίου Γεωργίου. Από τότε είχε για τον Άγιο ευλάβεια και μάλιστα, όπως είπε, του έκανε και τρία θαύματα. Ο Ιούστος δεκαεπταετής ακόμα διψούσε να γνωρίσει και ναμάθει για τον Χριστό, την Παναγία Μητέρα του, για τους Αγίους και για την σωτηρία του ανθρώπου. Οι φίλοι του που μιλούσε μαζί τους, δεν έδειχναν ενδιαφέρον ούτε τούς απασχολούσαν τα της ευσεβείας και σωτηρίας, αλλά τα πρόσκαιρα, τα υλικά, τα φθαρτά και τα μάταια.

Συνομιλούσε τακτικά για τα θεία με την μητέρα του και η μητέρα του πονούσε ψυχικά και πνευματικά το παιδί της και θέλοντας να το βοηθήση του είπε: «Προσεύχου παιδί μου στον Χριστό, τον Σωτήρα του Κόσμου, να σε οδηγήσει εκεί που είναι η αληθινή Εκκλησία και θα προσεύχομαι και εγώ για σένα γι᾿ αυτό τον σκοπό». Έτσι και έκαμε, προσευχόταν για το παιδί της να γνωρίση την αλήθεια, όπου και αν βρίσκεται.

Γνωρίζει την Ορθοδοξία

Επί 2-3 χρόνια προσευχόταν η μητέρα του για το παιδί της να γνωρίσει την αληθινή πίστη και Εκκλησία και να μπορέσει να σώσει την ψυχή του. Του ήρθε λοιπόν μία διακαής επιθυμία να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους και να προσκυνήσει. Έτσι ταξίδεψε στο Ισραήλ. Την πρώτη νύκτα διανυκτέρευσε σε ξενοδοχείο της Ιερουσαλήμ. Εκεί συναντήθηκε με κάποιο Ρουμάνο Μοναχό του Αγίου Όρους. Ο Μοναχός του είπε, ότι θα επισκεφθεί την Λαύρα του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου και αν θέλει να πάνε μαζί. Ο Ιούστος με χαρά δέχτηκε την πρόταση και ταξίδευσαν μαζί στην Ιερά Λαύρα του Αγίου Σάββα. Την άλλη μέρα ο Ρουμάνος Μοναχός ανεχώρησε, ο δε Ιούστος παρέμεινε στην Μονή επί 2 σχεδόν μήνες. Μάλιστα το δωμάτιο που του δώσανε και διέμενε όλως «τυχαίως», βρισκόταν κάτω από το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου. Εκεί του έγινε Κατήχηση και την Μεγάλη Πέμπτη (31 Μαρτίου 2017), βαπτίστηκε Ορθόδοξος Χριστιανός και μυρώθηκε, λαβών το όνομα Ραφαήλ. Όλος χαρά και πνευματική αγαλλίαση, μετά το Πάσχα αρκετές μέρες, ανεχώρησε από τους Αγίους Τόπους και ήρθε στο Άγιον Όρος, να δεί και να ζήσει και εδώ το «λαμπρό πανηγύρι της Χάριτος».

Πνευματικές αναζητήσεις

Στο Άγιον Όρος, επισκέφθηκε πολλές Μονές, Σκήτες και Κελλιά και προσκύνησε με πολλή ευλάβεια θαυματουργές Εικόνες της Παναγίας και άλλων Αγίων και άγια και σεπτά Λείψανα διαφόρων Αγίων της Εκκλησίας μας. Σε όποια Θεία Λειτουργία παρευρεθεί, όταν είναι έτοιμος μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων μετ᾿ ευλαβείας πολλής. Η χάρις του Θεού αντανακλάται στο πρόσωπό του. Επισκέφθηκε και την Ιερά Σκήτη του Αγίου Ανδρέου (το Σαράι) και εκεί συνάντησε τον συμπατριώτη του Ιερομόναχο Ιωσήφ (Φινλανδό) και έμαθε απ᾿ αυτόν, ότι γίνονται προσπάθειες τελευταίως από τον Δικαίο της Σκήτης Ιερομόναχο Εφραίμ, ίδρυσης και σύστασης ανδρώας Μονής στην Φινλανδία, πράγμα το οποίο χαροποίησε τα μέγιστα τον νεοφώτιστο Ραφαήλ. Και μάλιστα πληροφορήθηκε, ότι τις μέρες που επισκέφθηκε την Σκήτη ο Ραφαήλ, ο Δικαίος πατήρ Εφραίμ, βρισκόταν για τον σκοπό αυτό στην πατρίδα του Φιλλανδία. Και ότι η περιοχή που πρόκειται να ιδρυθεί η Μονή, δεν είναι πολύ μακριά από την πόλη όπου γεννήθηκε.
Δεν έχει πόθο καθόλου για γάμο, όπως μας είπε, φοβούμενος μήπως η γυναίκα σύζυγος, τον αποπροσανατολίσει από την πίστη και την αγάπη του προς τα θεία, αλλά και τα τέκνα που τυχόν αποκτήσουν, τα πάρει, τα ελκύσει η αποστατημένη κοινωνία και η άθεος «Νέα Εποχή» και τα καταστρέψει. Η επιθυμία του και ο μεγάλος πόθος του, είναι η εκτέλεση των εντολών του Θεού, η επιδίωξη των αρετών και η μάθηση των Βίων και παραγγελμάτων των Αγίων Πατέρων. Και το κυριότερο η μεγάλη φροντίδα για την σωτηρία της ψυχής του. Επισκεφθείς και τον περίφημο μεγάλο πνευματικό παπα-Ευθύμιο στην Καψάλα, του είπε για τους γονείς του, ότι θα βαπτισθούν και αυτοί Ορθόδοξοι, διότι δεν αποδέχθησαν το κακό, το ασεβές και το ανίερον.

Από την Εφημερ. «Ορθόδοξος Τύπος», αριθμ. φύλλου 2179/15.9.2017, σελ. 1 και 5. Του Αγιορείτου Μοναχού Βλασίου.


<>





Η μεταστροφή του Νίκου Λ. από τους “Μάρτυρες του Ιεχωβά”, τον αθεϊσμό και τον Ινδουϊσμό στην Ορθοδοξία

Είμαι ο Νίκος Λ. Γεννήθηκα μέσα σε μια πενταμελή οικογένεια “Μαρτύρων του Ιεχωβά” (μόνο ο πατέρας μου δεν ήταν “Μάρτυρας του Ιεχωβά” και ο οποίος έκανε το καλό να με βαπτίσει Ορθόδοξο), και γαλουχήθηκα με αυτή την πίστη, αφού ο πατέρας μου κατά τα άλλα ήταν αδιάφορος περί πίστεως. Δύο χρονών ήξερα τα ονόματα των Βιβλίων της Αγίας Γραφής απ᾽ έξω. Αιτία η θεία μου η οποία μου διάβαζε ιστορίες από την Βίβλο και τα βιβλία και περιοδικά της οργάνωσης.

Βίωσα όμως σαν παιδί δύο αρνητικές καταστάσεις η μία κυρίως στο σχολείο από τα “δήθεν” Ορθόδοξα Ελληνόπουλα που με έδειχναν με το δάχτυλο “να το Γιαχωβάκι” και η άλλη από την καταπίεση λόγω των κανόνων της οργάνωσης. Το κυριότερο και εκείνο που με έκανε να χάσω αυτήν την πίστη ήταν ένα κενό και η απουσία αγάπης που ένιωθα μέσα στην οικογένεια και μέσα στην οργάνωση. Έτσι γύρω στα 15 μου, έκανα την επανάστασή μου και έφυγα από τους “Μάρτυρες του Ιεχωβά”.

Κατέληξα άθεος, γιατί τον θεό που μου είχαν γνωρίσει τον “Ιεχωβά” αυτόν τον απόμακρο αυστηρό θεό δεν μπορούσα πια να τον πιστεύω και δεν ήξερα και κανέναν άλλον καλύτερο.

Έκτοτε έκανα την ζωή μου που λένε, είχα ξεκινήσει ήδη το κάπνισμα, διασκέδαση, ποτάκια και σχέσεις ό,τι μου απαγόρευε δηλαδή η οργάνωση των “Μαρτύρων των Ιεχωβά”.

Παρόλη αυτή την άσωτη ζωή, μέσα μου υπήρχε μια αγωνία, ένας πόθος να μάθω την αλήθεια, από πού ήρθα και γιατί και που πηγαίνω. Διάβαζα και ερευνούσα ότι μυστικιστικό έπεφτε στα χέρια μου. Έτσι προσελκύστηκα από έναν Ινδουιστικό όμιλο που έλεγε πως κατείχε τα μυστικά για τους αναζητητές της αλήθειας. Ήμουν ήδη στα 26 μου. Αλλά τίποτε δεν με γέμιζε.

Μετά από 3 χρόνια περίπου, ένα μεσημέρι ενώ είχα απελπιστεί απ όλα παρακάλεσα το Χριστό, έπεσα στα γόνατα και προσευχήθηκα, και του είπα αν υπάρχεις κάνε κάτι. Τότε συνέβη κάτι συγκλονιστικό, επί τρεις ημέρες προσευχόμουν ζώντας μέσα σε μια παραδείσια χαρά. Τότε βεβαιώθηκα ότι υπάρχεις! Και ότι Είσαι χαρά! Χριστέ ο Θεός ημών.

Σε παρακάλεσα να μου στείλεις κάποιον να με διδάξει. Έτσι ύστερα από μια σειρά γεγονότων που εγώ χαρακτηρίζω μικρά θαύματα, εμφανίστηκε στη ζωή μου ο Αλέξανδρος, Ορθόδοξος Θεολόγος που με αγάπησε, με κατήχησε, με δίδαξε την ζωή της Ορθοδοξίας και το κάνει μέχρι σήμερα.



<>













Η μεταστροφή της Προτεσταντικής "Ευαγγελικής" ιεραποστολικής οργάνωσης "Cambridge Crusade" στην Ορθοδοξία

Ἀναφέρει ὁ  Αμερικανός Αγιορείτης Ιερομόναχος π. Αλέξιος Καρακαλληνός (πρώην Μεθοδιστής):

Οι δοκιμασίες, οι θλίψεις και οι πειρασμοί, που φέρνουν πόνο στην καρδιά, είναι μεταξύ των μεγαλυτέρων ευεργεσιών του Θεού, επειδή δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να λάβει χώρα ένας προβληματισμός, μια αναθεώρηση των θέσεων και, ενδεχομένως, μια στροφή προς την Ορθοδοξία.

Για τους πρώην Ευαγγελικούς Προτεστάντες, οι οποίοι ενεπλάκησαν στην ιεραποστολική οργάνωση «Cambridge Crusade», η αποτυχία τους να προσηλυτίσουν σταθερά ανθρώπους στην πίστη του Χριστού, τους έκανε να αναρωτηθούν για την αξία της υπάρξεως αυτής της οργανώσεως, πράγμα που τους οδήγησε στην αναζήτηση της Εκκλησίας της Καινής Διαθήκης, μια αναζήτηση η οποία έληξε το 1987 με την είσοδό τους στην Ορθοδοξία.

Πηγή:


Ι. ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΧΩΡΙΟΥ

<>







Shelley Hatfield, ΗΠΑ: Η μεταστροφή μιας Επισκοπελιανής Κοινότητας του Kansas των ΗΠΑ στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Η εικόνα! Αγνοούσα τη σιωπηλή της επίδραση, που ενεργούσε μέσα μας, χωρίς εμείς να το γνωρίζουμε.  Σιωπηλά αλλά σταθερά, όπου κι αν πηγαίναμε. Oι εικόνες που συνέλεγα ως όμορφα δείγματα θρησκευτικής τέχνης ήταν οι μάρτυρες του ταξιδιού μας απ’ το σκοτάδι στο φως που είναι η Ορθοδοξία.

Ήταν για μένα μια αισθητική απόλαυση· αντικείμενα που κάθε καλό πρεσβυτέριο πρέπει να κατέχει.  Η θητεία μου στην ιστορία της τέχνης μού είχε διδάξει ότι οι εικόνες είναι «επίπεδοι, πρωτόγονοι προάγγελοι της Αναγέννησης –κατά την περίοδο της οποίας η Τέχνη δόξασε τον Άνθρωπο.»  Δεν είναι παράξενο που η αληθινή φύση και το νόημά τους ήταν άγνωστα σ’ εμένα.  Ακριβώς όμως λόγω αυτής της φύσεως, επιδρούσαν πάνω μας και μας περίμεναν υπομονετικά.

Ο σύζυγός μου, ο πατήρ Τσαντ, κι εγώ είμαστε γνωστοί ως  «Αγγλο-Καθολικοί», υπέρμαχοι της Αγγλικανικής Εκκλησίας, όπως αυτή ορίζεται από το Κίνημα της Οξφόρδης.  (Αυτό το Κίνημα άρχισε στην Αγγλία το 1833 από λογίους και θεολόγους, οι οποίοι σκοπό είχαν να αφυπνίσουν την Αγγλικανική Κοινότητα ως προς το δόγμα, τη λατρεία και την πνευματική ζωή της Εκκλησίας πριν από το Μεγάλο Σχίσμα του 1054.)  Όλα ακτινοβολούσαν μια λαμπρή μεγαλοπρέπεια, γεμάτη από ευωδιές, καμπάνες και μια περίτεχνα χορογραφημένη τελετουργία.  Κάθε Κυριακή είχε τη δική της υπερπαραγωγή, ένα σόου επί σκηνής, για να συγκινήσει και να εμπνεύσει τις μάζες.  Διόλου παράξενο που το εκκλησίασμα σχολίαζε περισσότερο την ευχάριστη μουσική παρά το περιεχόμενο της ομιλίας ή των αναγνωσμάτων.  Αυτό δεν κατάφερνε να με ικανοποιήσει και αναζητούσα πάντα μια βαθύτερη έκφραση της πίστεως.  Ως μαέστρος της χορωδίας, ένιωθα ότι οι μεγάλες παραγωγές, αντί να με γεμίζουν, μάλλον μου άφηναν ένα βαθύ κενό.

Σκεπτόμουν ωστόσο, ότι, αν τα κάναμε όλα σωστά και με τάξη, αν παραμέναμε πιστοί, με κάποιο τρόπο θα αναβίωνε η δόξα του Αγγλικανισμού.  Καθήκον μας ήταν να πολεμούμε τις αιρέσεις (όπως η άρνηση της εκ Παρθένου γεννήσεως και της Αναστάσεως, και η απόρριψη των δογμάτων της πίστεως) που έκαναν θραύση στην Επισκοπελιανή Εκκλησία, και να υπερασπιστούμε την Αγγλικανική κληρονομιά μας.  Ο κόσμος περίμενε από μάς.

Από τη στιγμή που ο σύζυγός μου χειροτονήθηκε ιερέας της Επισκοπελιανής Εκκλησίας, άρχισε να κηρύττει εναντίον των λανθασμένων δογμάτων που αργά αλλά αδυσώπητα κατέστρεφαν τα θεμέλια της Καθολικής και Αποστολικής Πίστης μέσα στην Εκκλησία.  Ως ιεραπόστολοι στη Νότια Αφρική, είμασταν επιθετικοί Αγγλο-Καθολικοί επαναστάτες. Αφυπνίζοντας πολλούς από εκείνους που είχαν θάψει το κεφάλι τους μέσα στην άμμο της σιωπηλής παραίτησης.

Δεν χρειάζεται καν να πω ότι είχαμε γίνει η μάστιγα της φιλελεύθερης Προτεσταντικής πτέρυγας της εκκλησίας που ήθελε να ξαναγράψει την Αγία Γραφή και να απορρίψει την Παράδοσή μας.  Ως σύζυγος του πάστορα δεχόμουν συνεχώς επιθέσεις.  Με ονόμαζαν «spouse mouse», απλώς και μόνο επειδή είχα την ίδια άποψη με τον σύζυγό μου στο θέμα της χειροτονίας των γυναικών.  Ασπαζόμουν τις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες και ένιωθα την αξία της πνευματικής ζωής, άρα είχα προδώσει το φύλο μου.

Παρατηρούσαμε τόσους και τόσους καλούς και αγίους επισκόπους, ιερείς και διακόνους να συνθλίβονται κάτω από μια πίεση που άλλους έστελνε πρόωρα στον τάφο και άλλους τους οδηγούσε να ασπαστούν αιρέσεις που δεν μπορούσαν άλλο να πολεμούν.  Αν και αποθαρρυμένοι, μέναμε αφοσιωμένοι στην στέρεη πεποίθησή μας ότι το δικό μας καθήκον ήταν να μείνουμε με το μέρος του λαού και να δώσουμε τη μάχη.

Θυμάμαι πόσο θύμωνα μ’ εκείνους πού είχαν ήδη προσχωρήσει στην Ορθοδοξία.  Πώς μπορούσαν να μας αφήνουν να παλεύουμε μόνοι;  Δεν μπορούσα να το αντιληφθώ τότε, αλλά αυτοί απλώς είχαν έρθει στα συγκαλά τους νωρίτερα.  Ήξεραν πως δεν απόμενε τίποτε να σώσουν και τίποτε για να αγωνιστούν.  Το ήξερα, στα βάθη της καρδιάς μου, αλλά για ένα διάστημα τους ζήλευα πολύ και η πικρία μου ήταν μεγάλη για να το παραδεχθώ.  Και όμως, οι εικόνες παρέμεναν ως σιωπηλοί μάρτυρες της Αλήθειας που επρόκειτο να βρούμε.

Ενδιαφέρθηκα για την αγιογραφία, όταν, στα σαράντα μου, πέρασα μια κρίση μέσης ηλικίας.  Επί χρόνια ήμουν η απρόθυμη μουσικός, που διηύθυνε χορωδίες και έπαιζε εκκλησιαστικό όργανο και πιάνο, τελικά όμως παραδέχτηκα ότι η καρδιά μου δεν αναπαυόταν σ’ αυτά.  Ο Θεός με καλούσε σ’ ένα νέο καλλιτεχνικό χώρο και, με δισταγμό αλλά ταυτόχρονα και θέρμη, είπα το «ναι».

Όσο μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου, άκουγα πάντα μια μικρή φωνή μέσα μου, που με ενθάρρυνε να σχεδιάζω, να ζωγραφίζω, να δημιουργώ.  Το πάθος μου θα γινόταν η τέχνη, όχι η μουσική.  Στα σαράντα μου χρόνια, χωρίς τυπική καλλιτεχνική εκπαίδευση, σχεδόν παρορμητικά, πήρα την απόφαση και γράφτηκα σ’ ένα διετές πρόγραμμα Γραφιστικής.  Έχω την ευλογία να έχω ένα σύζυγο με το σπάνιο χάρισμα να βλέπει τις δυνατότητες των άλλων και, με την πλήρη υποστήριξή του, ξεκίνησα τη ζωή της σπουδάστριας με πλήρες ωράριο.

Τη δεύτερη χρονιά των σπουδών μου, έτυχε να διαβάσω ένα άρθρο γραμμένο από έναν Αγγλικανό μοναχό, ο οποίος περιέγραφε την εμπειρία του σε μια Ορθόδοξη κατασκήνωση στην Πενσυλβάνια, με την ονομασία «Αντιοχειανό Χωριό».  Είχε πάει εκεί για να σπουδάσει την τέχνη της εικονογραφίας στην Ακαδημία Ιερών Τεχνών Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.  Το άρθρο του μου προκάλεσε ένα τέτοιο ενδιαφέρον που δεν μπορούσα να σκεφθώ τίποτε άλλο.  Έγραψα στον μοναχό και του ζήτησα περισσότερες πληροφορίες.  Τελικά, με τη βοήθεια κάποιων γενναιόδωρων ενοριτών βρέθηκα στην Πενσυλβάνια.

Δέος ανάμικτο με θαυμασμό με κατέλαβε από την ομορφιά των πρωινών και βραδινών Ακολουθιών που παρακολούθησα στο Χωριό.  Και βέβαια, στη διάρκεια της θείας λατρείας έμαθα τελικά το αληθινό νόημα των εικόνων.  Δεν είναι οι επίπεδες, δισδιάστατες, άψυχες ζωγραφιές, που φιλοτέχνησαν αγράμματοι αφελείς, όπως είχα διδαχθεί στο Κολλέγιο στα μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης.  Είναι παράθυρα στον ουρανό που μας εμπνέουν και μας εξυψώνουν και μας οδηγούν σε μια βαθύτερη επικοινωνία με τον Θεό. Ο ορισμός του Πάβελ Φλορένσκυ με εκφράζει περισσότερο απ’ όλους: «Η εικόνα υπάρχει ως η ορατή εκδήλωση της μεταφυσικής ουσίας αυτού που απεικονίζει.»  Μοιάζει με γλωσσοδέτη, αλλά σημαίνει ότι οι εικόνες μάς βοηθούν με το να αποδίδουν οπτικά τις πνευματικές πραγματικότητες που γνωρίζουμε.

Πάντα αισθανόμουν μια ακαθόριστη οικειότητα με τον απόστολο Πέτρο.  Βάδιζα με κόπο και πίστη και στο τέλος άναβε κάποιο φως.  Από την άλλη, τον άνδρα μου άγγιζαν οι Παύλειες εμπειρίες της βροντής και των οραμάτων.  Κατά την παραμονή μου στο Αντιοχειανό Χωριό, κάτι βαθύ και ανεξήγητο συνέβαινε, κάτι που σχεδόν ανταγωνιζόταν τις βροντές του π. Τσαντ.  Κάθε πρωί, έκανα ένα γύρο της κατασκήνωσης, προσευχόμενη με το ροζάριό μου (ναι, το ροζάριο το χρησιμοποιούν και κάποιοι μη καθολικοί).  Και κάθε πρωί σταματούσα στο ναό της Αγίας Θέκλας.  Δεν ήξερα τίποτε γι’ αυτήν, ένιωθα όμως ότι έπρεπε να ζητήσω τη μεσιτεία της.  Αργότερα έμαθα ότι η αγία Θέκλα, η Πρωτομάρτυς, ήταν μαθήτρια του αποστόλου Παύλου και η πρώτη γυναίκα μάρτυς της εκκλησίας.  Τι πιο φυσικό λοιπόν, όταν δέχθηκα το Άγιο Χρίσμα, να πάρω το όνομα Θέκλα.

Από πολύ νωρίς στο Αντιοχειανό Χωριό –και καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής μου- ένιωσα τα πρώτα σκιρτήματα του πόθου να μάθω περισσότερα για την Ορθοδοξία.  Να ήταν άραγε αυτή η απαρασάλευτη Αλήθεια που τόσα χρόνια αναζητούσα ή απλώς μια σύντομη στιγμή έμπνευσης σ’ έναν ιερό και όμορφο χώρο;  με τον καιρό  άρχισα να υποψιάζομαι μάλλον το πρώτο!

Η πνευματική και συναισθηματική αλλαγή που γεύθηκα, έγιναν αμέσως φανερές μόλις γύρισα στο σπίτι και δεν εξέπληξαν μόνο εμένα, αλλά κυρίως τους γιούς και τον σύζυγό μου!  Είχα βρει μια απερίγραπτη σχεδόν ανάπαυση, μια ζεστασιά που φώλιαζε στα κατάβαθα της καρδιάς μου και έβρισκε σιγά σιγά το δρόμο προς την επιφάνεια.  Στην αγιογραφία είναι το εσωτερικό Φως αυτό που καταλάμπει από μέσα το εικονιζόμενο πρόσωπο, όχι η αντανάκλαση ενός φωτός που προέρχεται από εξωτερική πηγή.

Τις επόμενες εβδομάδες προσπάθησα να κρατηθώ μέσα στο θαύμα, το ένιωθα όμως να θαμπώνει όλο και περισσότερο μέσα στο νου μου, καθώς μπήκα πάλι στον αγώνα της επιβίωσης από τις καθημερινές μάχες που μαίνονταν στην καρδιά της Επισκοπελιανής εκκλησίας.  Νοσταλγώντας να ξαναζήσω όσα ένιωσα στο ταξίδι μου, ξεφύλλισα μια μέρα τις σελίδες του τηλεφωνικού καταλόγου και βρήκα το τηλέφωνο του ορθόδοξου Καθεδρικού ναού του Αγίου Γεωργίου στη Wichita του Kansas των ΗΠΑ.  Aπάντησε η ευγενική φωνή του πατρός Βασιλείου.  Τον ρώτησα αν μπορούσαμε να κατεβούμε και να δούμε την εκκλησία και κανονίσαμε μια συνάντηση η οποία επρόκειτο να αλλάξει για πάντα τη ζωή μας.

Εκείνη η συνάντηση ήταν από μόνη της ένα θαύμα.  Όχι μόνο δημιουργήθηκε αμέσως ένας σύνδεσμος με τον πατέρα Βασίλειο (τώρα επίσκοπο Βασίλειο), αλλά άναψε μέσα μας και μια μικρή ορθόδοξη φλόγα.  Ο Σην, ο μικρότερος γιός μας κι εγώ, κατεβαίναμε στον άγιο Γεώργιο για τις Ακολουθίες, στις σπάνιες ευκαιρίες που μπορούσα να το σκάσω, και θυμάμαι πόσο έκλαψα όταν ανακάλυψα ότι αυτή είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, την οποία αναζητούσαν αλλά ποτέ δεν μπόρεσαν να βρουν οι πατέρες μας από το Κίνημα της Οξφόρδης.

Έκλαιγα από λύπη γιατί ήξερα ότι εμείς, ως οικογένεια του πρωτοπρεσβύτερου του Επισκοπελιανού Καθεδρικού Ναού, δεν μπορούσαμε να ελπίζουμε ότι θα  πάρουμε ποτέ μέρος σ’ αυτήν.  Το να αφήσουμε την Επισκοπελιανή εκκλησία σήμαινε ότι θα αποξενωθούμε, θα απορριφθούμε μια για πάντα από τους ενορίτες μας, θα χάσουμε τη σύνταξή μας, την υγειονομική μας κάλυψη και τον μισθό.  Θα άνοιγε ένας ολόκληρος κύκλος συνταρακτικών εμπειριών, που δεν είχα το κουράγιο ούτε να τις σκέπτομαι.  Όταν έμπαινα στον άγιο Γεώργιο, ένιωθα σαν το παιδάκι που στέκεται έξω από ένα μαγαζί με ζαχαρωτά, βλέπει μέσα, λαχταράει αλλά ξέρει ότι οι τσέπες του είναι άδειες.  Πόσο λίγη ήταν η πίστη μου!

Κρατούσαμε για τον εαυτό μας τη λαχτάρα μας να γίνουμε Ορθόδοξοι, παρ’ ότι ο π. Τσαντ ήταν πάντα απροκάλυπτα θετικός για την Ορθοδοξία και τη θεολογία της.  Με τον καιρό, οι εντάσεις και οι διαιρέσεις γίνονταν όλο και βαθύτερες.  Οι δυσαρεστημένοι ενορίτες έκαναν μυστικές συναντήσεις σε μια προσπάθεια να φιμώσουν τον «τρελό πρωτοπρεσβύτερο».  Με μια ανόσια συμμαχία με τον τοπικό επίσκοπο, ξεσηκώθηκαν να διώξουν τον π. Τσαντ.  Ο άνδρας μου απάντησε στις συκοφαντίες όσο πιο τίμια μπορούσε.  Στο τέλος, μετά από μια ψευδή και χαλκευμένη κατηγορία ότι δεν είχε χειροτονηθεί κανονικά, παραιτήθηκε.

Ο δρόμος άνοιγε, αν και όχι με τον τρόπο ακριβώς που το είχαμε φανταστεί.  Φύγαμε, με την πίστη μας άθικτη, αλλά και με το φόβο ότι χάθηκαν όλα αυτά για τα οποία είχαμε αγωνιστεί.  Άλλοι τριάντα επέλεξαν να εγκαταλείψουν μαζί μ’ εμάς το πλοίο που βυθιζόταν. (Κάποιος είχε πει ότι το να προσπαθείς να αποκαταστήσεις τις αποστατημένες Ομολογίες είναι σαν να τακτοποιείς τα καθίσματα στο κατάστρωμα του Τιτανικού.)  Ο κόσμος του Επισκοπελιανού Καθεδρικού εξαπέλυσε άλλη μια επίθεση, αυτή τη φορά προσπαθώντας να συγκρατήσει τους ενορίτες που διασκορπίζονταν: κατηγόρησαν τον π. Τσαντ ως αιρετικό που πληρωνόταν από την Ορθόδοξη εκκλησία για προκαλέσει αυτή τη διαίρεση.

Απτόητοι από τις φημολογίες, την 1η Ιανουαρίου 1994, η οικογένειά μου πήρε το Χρίσμα κι ο σύζυγός μου χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο Βασίλειο.  Ο αγαπημένος αυτός φίλος μας βοήθησε στις δύσκολες μέρες που έρχονταν, κι εμείς απολαμβάναμε το γεγονός ότι τελικά μπορούσαμε να αναπαυθούμε κάτω απ’ τις φτερούγες ενός καλού και αγίου οδηγού, αληθινά διαποτισμένου από την Αποστολική Παράδοση.

Τριάντα άνθρωποι πήραν το Χρίσμα λίγες εβδομάδες αργότερα και από τότε αρχίσαμε την κοινή μας πορεία προς την Εκκλησία του Θεού.  Με τη βοήθεια, τις προσευχές και την ενθάρρυνση των ανθρώπων του Αγίου Γεωργίου, και τις προσευχές αμέτρητων Ορθόδοξων ενοριών, ιδρύσαμε την Ενορία των Αγίων Πάντων, στο Salina του Kansas. Τελέσαμε την πρώτη μας Ακολουθία στο παρεκκλήσιο ενός νεκροταφείου. Τον πρώτο χρόνο μας ως ενορία, γευθήκαμε όλοι την αμφιβολία και τη θλίψη που απορρέει από μια κατάσταση που έμοιαζε με διαζύγιο.  Πολλές φορές, ο άνδρας μου κι εγώ, είχαμε να παλέψουμε με το φόβο τι θα γίνουμε εμείς και τα παιδιά μας, χωρίς σύνταξη και ασφάλεια και με τα οικονομικά μας ασταθή.  Αναρωτιόμαστε αν είχαμε κάνει σωστή επιλογή, και πάντα ο Θεός απαντούσε με το πλούσιο έλεός Του και με θαύματα.

Πριν κάνουμε, πάντως, το μεγάλο άλμα της Πίστεως, πήραμε τα μέτρα μας ώστε να μην βρεθούμε πάμφτωχοι στους δρόμους, δίνοντας στους επικριτές μας επιπλέον πυρομαχικά.  Βρήκα αμέσως μια θαυμάσια δουλειά ως Γραφίστρια.  Επιπλέον, πολλοί από τους πιστούς δεσμεύτηκαν να δουν την Ορθόδοξη Ιεραποστολή μας να πετυχαίνει στις δύσκολες μέρες που μας περίμεναν, και πρόσφεραν απλόχερα το χρόνο και τις υπηρεσίες τους.

Πράγματι, το έργο μας ήταν απλό.  Το μόνο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να παραμένουμε πιστοί και να μην αφήσουμε τον διάβολο να βρει ερείσματα.  Εύκολα το λες, αλλά πώς το κάνεις;  Ωστόσο, κατά κάποιον τρόπο, καθώς αποκτούσαμε γνώση της Ορθοδοξίας, το έργο γινόταν με χαρά και η χαρά έκανε εύκολες τις θυσίες.

Το δεύτερο βήμα στην πνευματική μου περιπέτεια έγινε όταν βυθίστηκα στη μελέτη της Ορθόδοξης Υμνολογίας και των Ακολουθιών.  Με τη βοήθεια ενοριτών που είχαν γίνει Ορθόδοξοι την προηγούμενη χρονιά, βρήκαμε το δρόμο μας μέσα απ’ την νέα μουσική και τη διαφορετική δομή της Θείας Λειτουργίας, του Εσπερινού και του Όρθρου.

Θυμάστε την στενή οδό για την οποία μιλούσε πάντα ο Κύριός μας;  ο Ορθόδοξος δρόμος, ανακάλυψα, ότι δεν είναι εύκολος, σε γεμίζει όμως με ικανοποίηση.  Για πρώτη φορά, η προσευχή μετατράπηκε από χλιαρή, χωρίς νόημα επανάληψη σε μια τροφή που αλλάζει τη ζωή μας.  Πέφτω καθημερινά, αλλά τώρα έχω τα εργαλεία που με βοηθούν να σταθώ και πάλι και να συνεχίσω να προχωρώ προς τα εμπρός.

Νιώθω ότι εκτιμούν το ρόλο μου ως «khouriya» (η αραβική τρυφερή λέξη για την πρεσβυτέρα), και με έκπληξη βλέπω ότι οι άλλοι Ορθόδοξοι με δέχονται επειδή παίρνω στα σοβαρά αυτή την κλήση.  Ναι, δοκιμασίες υπάρχουν ακόμη, αλλά νιώθω επαρκώς οπλισμένη για να τις αντιμετωπίσω.  Η Ορθοδοξία είναι το θαύμα που αναζητούσα σε ολόκληρη τη ζωή μου.  Βλέπω τον Χριστό όλο κι περισσότερο στα πρόσωπα των ανθρώπων γύρω μου, και μπορώ επιτέλους να απαλλαγώ από την πικρία και τον πόνο που ήταν η καθημερινή μου τροφή επί τόσα χρόνια.

Είναι μόνο μια μικρή αρχή σε μια μικρή ζωή.  Βρήκα το ατίμητο μαργαριτάρι, και ξέρω ότι θα μπορούσα να δώσω και τη ζωή μου γι’ αυτό.  Η συμβουλή μου σε όσους ακόμη αναζητούν;  Είναι η ίδια μ’ αυτήν που δεχόμουν από αμέτρητους ανθρώπους, οι οποίοι άφησαν άλλες παραδόσεις για να γίνουν Ορθόδοξοι: Μην περιμένετε! Εμείς επρόκειτο να τα χάσουμε όλα και αντ’ αυτού κερδίσαμε τα πάντα.  Καταδυθείτε, πιείτε άφθονο νερό.  Δεν είμαστε πια απ’ έξω, να κοιτάμε με λαχτάρα μέσα· όπως είπε ο επίσκοπος Βασίλειος «τη στιγμή που λάβατε το Χρίσμα, γίνατε Ορθόδοξοι και εγκεντριστήκατε αληθινά στο Σώμα του Χριστού.»

Shelley Hatfield

Από το ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ -ΒΗΜΟΘΥΡΟ

Πηγή:



<>





Total Pageviews

Welcome...! - https://gkiouzelisabeltasos.blogspot.com